Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014



George Orwell ~ 1984

Κάποτε περπατούσε σ' ένα πλημμυρισμένο από κόσμο δρόμο, όταν σε μια μικρή απόσταση ακούστηκε μια φασαρία τρομαχτική από εκατοταντάδες φωνές, γυναικείες φωνές. Ήταν ένα καταπληκτικό ξέσπασμα θυμού και απελπισίας, ένα δυνατό "ωχ" που αντηχούσε  σαν μια τεράστια καμπάνα. Η καρδιά του φτερούγισε. "Άρχισε", σκέφτηκε. "Επανάσταση! Οι προλετάριοι προκάνανε επιτέλους!" Όταν έφτασε κοντά, είδε μια μετά από διακόσιες ή τριακόσιες γυναίκες που στριμώχνονταν γύρω στα παραπήγματα μιας αγοράς δρόμου, με πρόσωπα τόσο τραγικά σαν να ήταν οι επιβάτες ενός πλοίου που βυθιζότανε. Αλλ' εκείνη τη στιγμή η γενική απελπισία μοιράστηκε σ' αμέτρητους προσωπικούς καυγάδες. Φαίνεται σ' ένα παράπηγμα πουλούσανε πιάτα τσίγκινα. Ήταν κάτι απερίγραπτα καλοφτιαγμένα πράγματα, αλλά ήτανε κατσαρόλες, ένα είδος πολύ σπάνιο. Τώρα χωρίς να το περιμένει κανείς, τις πουλάγανε. Αυτές που' χαν πάρει, σπρώχνονταν από τις άλλες και προσπαθούσαν να ξεφύγουν με τις κατσαρόλες τους, ενώ ντουζίνες άλλες γύρω στο κιόσκι κατηγορούσαν τον μαγαζάτορα πως έκανε χάρες και πως κάπου φύλαγε κατσαρόλες για ρεζέρβα. Σε λίγο ξέσπασε καινούρια φασαρία. Δυο πρησμένες γυναίκες, η μια με λυτά μαλλιά, είχαν πιάσει την ίδια κατσαρόλα και προσπαθούσε η κάθε μια να την αρπάξει απ' τα χέρια της άλλης. Για μια στιγμή, καθώς την τραβάγανε κι οι δυο, το χερούλι έσπασε. Ο Ουίνστον τις κοίταζε αηδιασμένος. Και πάλι όμως, τι φοβερή κραυγή ήταν εκείνη που βγήκε μόνο από δυο τρεις εκατοντάδες λάρυγγες. Γιατί να μην ξεσηκώνονται για κάτι που να 'χε σημασία; 
                  Έγραψε:

"Μέχρι να το καταλάβουν δεν θα επαναστατήσουν και μέχρι να επαναστατήσουν δεν θα το καταλάβουν."

Albert Camus ~ Ο Ξένος

"Μέχρι εδώ, κύριοι χάραξα μπροστά σας τη σειρά των γεγονότων που οδήγησαν αυτό τον άνθρωπο να σκοτώσει με πλήρη συναίσθηση του αυτού του, είπε ο εισαγγελέας. Επιμένω πάνω σ' αυτό. Γιατί δεν πρόκειται για μια κοινή δολοφονία, μια πράξη χωρίς προμελέτη που θα μπορούσε να έχει ελαφρυντικά. Αυτός ο άνθρωπος, κύριοι, είναι έξυπνος. Τον ακούσατε, δεν είναι έτσι; Ξέρει ν' απαντά. γνωρίζει την αξία των λέξεων. Και δεν μπορούμε να πούμε ότι ενέργησε χωρίς να αντιλαμβάνεται την έννοια της πράξης του."


Εγώ πρόσεχα κι άκουσα ότι μ' έκριναν έξυπνο. Αλλά δεν καταλάβαινα με ποιο τρόπο τα προτερήματα ενός κανονικού ανθρώπου γίνονταν συντριπτικές κατηγορίες ενάντια σ' έναν ένοχο. Αυτό τουλάχιστον μου έκανε εντύπωση και δεν άκουγα πια τον εισαγγελέα ως τη στιγμή που είπε: "Μήπως όμως έδειξε τη μετάνοιά του; Ποτέ κύριοι. Ούτε μια φορά, όσο κρατούσε η ανάκριση, ο άνθρωπος αυτός δε συγκινήθηκε από το ανοσιούργημά του." Εκείνη τη στιγμή γύρισε προς το μέρος μου και μ' έδειξε με το δάχτυλο συνεχίζοντας να με κατακεραυνώνει χωρίς να καταλαβαίνω το γιατί. Αναγνώριζα ότι είχε δίκιο χωρίς αμφιβολία. Δεν μετάνιωνα και πολύ για την πράξη μου. Αλλά τόση επιμονή μου έκανε κατάπληξη.

Θα ήθελα να του εξηγήσω φιλικά, σχεδόν με συμπάθεια, ότι ποτέ μου δεν είχα μετανοιώσει πραγματικά για κάτι. Ήμουν πάντα απασχολημένος για το τι θα συνέβαινε σήμερα ή αύριο. Αλλά στη θέση που βρισκόμουν δεν μπορούσα να μιλήσω σε κανέναν μ' αυτό το ύφος. Δεν είχα το δικαίωμα να δείχνομαι στοργικός, να έχω καλή θέληση. Γι' αυτό προσπάθησα ν' ακούω όταν ο εισαγγελέας άρχισε να μιλάει για την ψυχή μου έλεγε ότι είχε σκύψει πάνω σ' αυτήν και δεν είχε βρει τίποτα, κύριοι ένορκοι. έλεγε ότι στην πραγματικότητα δεν είχα καθόλου ψυχή, κι ότι τίποτε ανθρώπινο, καμιά από τις ηθικές αρχές που στηρίζουν τις καρδιές των ανθρώπων δεν υπήρχε μέσα μου. "Βέβαια, δεν μπορούμε να τον κατηγορήσουμε γι' αυτό, πρόσθεσε. Δεν μπορούμε να παραπονεθούμε γιατί του λείπει κάτι που δεν ξέρει πως να το αποχτήσει. Αλλά μέσα σ' αυτό το δικαστήριο, η ανεκτικότητα πρέπει να γίνει αίσθημα δικαιοσύνης, κάτι πιο δύσκολο αλλά και πιο υψηλό. Προπάντων όταν το κενό της ψυχής αυτού του ανθρώπου γίνεται μια άβυσσος όπου η κοινωνία μπορεί να καταποντισθεί." [...] "Το ίδιο αυτό δικαστήριο, κύριοι, θα κρίνει αύριο το πιο φοβερό έγκλημα: τη δολοφονία ενός πατέρα." Κατά τη γνώμη του, η φαντασία σταματά μπροστά σε μια τέτοια απάνθρωπη πράξη. Είχε την ελπίδα ότι η δικαιοσύνη θα τιμωρούσε σκληρά. Αλλά δε φοβόταν να το πει, η φρίκη που του προκαλούσε εκείνο το έγκλημα ήταν μικρότερη από εκείνη που ένιωθε μπρος στην αναισθησία μου. [...] Δήλωσε ότι δεν είχα καμιά δουλειά σε μια κοινωνία αφού αγνοούσα τους βασικούς της νόμου κι ότι δεν μπορούσα να επικαλεστώ τη συμπόνοια της ανθρώπινης καρδιάς αφού δεν ένιωθα ούτε τις στοιχειώδης αντιδράσεις της...

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

Ευγένιος Ιονέσκο ~ Ο Μόνος

Έσβησα το φως.
Μ' αρέσει να δραπετεύω μέσα στον ύπνο.
Συχνά σκεφτόμουν αυτή τη φράση και δεν την καταλάβαινα πολύ καλά, να δραπετεύσω από τι;
Εγώ είμαι πάντα ο ονειροπόλος.
Δεν ονειρεύομαι παρά μόνο ότι συμβαίνει στην καθημερινή μου ζωή.
Όνειρα ουδέτερα, θολούρα, που δεν εκφράζουν, μου φαίνεται ούτε πόθους, ούτε φρίκες.
Φαίνεται πως έχουμε πόθους πολύ βαθείς.
Μπορεί κάποιος να σε βοηθήσει να τους ξεκαθαρίσεις. Θα είμαι περίεργος να μάθω.
Μόνο δυό ή τρεις φορές ονειρεύτηκα ευχάριστα όνειρα.
Όνειρα που λυπάσαι γιατί τα ξεχνάς και που δεν μπορείς να τ' αρπάζεις την αυγή, την ώρα που αγγίζεις μόνο σκιές φευγαλέες που σβήνουν μέσα στο φως της μέρας.
Και όλη η ζωή μας φεύγει κουρελιασμένη.
Πρέπει να υποταχτείς για να μην υποφέρεις. Λέω συνέχεια πως πρέπει να υποταχτείς.
Πολλές φορές τα καταφέρνω σχεδόν να υποταχτώ.
Δεν είναι μια βαθιά υποταγή πραγματική. Πότε πότε ξεμυτάει η λύσσα.
Στην αρχή είναι μια κάποια δυσαρέσκεια που μεγαλώνει μέσα μου, που με πλημμυρίζει, που με αγκαλιάζει.  Όχι, ποτέ δε θα παρηγορηθώ ποτέ δε θα μπορέσω να ξεχάσω, πως δεν μπορώ να δω πίσω από τον τοίχο, που ανεβαίνει εως τον ουρανό.
Πως να υποταχτείς στην άγνοια που μέσα σ' αυτήν είμαστε βυθισμένοι παρ' όλες τις επιστήμες, παρ' όλες τις θεολογίες, παρ' όλες τις σοφίες;
Από τότε που γεννήθηκα δεν έμαθα τίποτε και ξέρω πως τίποτε δε θα μάθω. Θα ήθελα να αποτινάξω τα όρια της φαντασίας. Ποτέ δε θα γκρεμιστούν και θα πεθάνω τόσο αμαθής όσο ήμουν όταν γεννήθηκα. Είναι ασύλληπτο να μην μπορείς να συλλάβεις το ασύλληπτο.

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014

Ζωή ή Θάνατος ~ Voltairine de Cleyre





Περασμένη κατά το ήμισυ απ’ την Πύλη, μια Ψυχή είπε προς τη Ζωή:
«Τι έχεις να μου προσφέρεις εσύ;» Κι αποκρίθηκε η Ζωή:
«Λύπη, αδιάκοπη πάλη, απογοήτευση·
κι ύστερα απ’ αυτές,
σκοτεινότητα και σιωπή». Η Ψυχή είπε προς το Θάνατο:
«Τι έχεις να μου προσφέρεις εσύ;» Κι αποκρίθηκε ο Θάνατος:
«Στην αρχή ό,τι δίνει η Ζωή στα τελευταία».
Στρεφόμενη εκείνη στη Ζωή: «Κι αν ζήσω και παλέψω;»
—«Θα ζήσουν και θ’ αγωνιστούν άλλοι μετά από σένα,
λογίζοντάς το ευκολότερο εκεί απ’ όπου θα ’χεις εσύ διαβεί».
—«Και τι με τους αγώνες τους;» —«Θα ’ναι κάπου ευκολότερο
για άλλους να συνεχίσουν ν’ αντιπαλεύουν έναν πόνο ακόμα πιο οξύ
από μιαν Αγωνία κυριευτική!» —«Κι εγώ τι σχέση
έχω μ’ όλους αυτούς τους άλλους; Ποιοι είναι αυτοί;»
—«Ο εαυτός σου!» —«Κι όλοι όσοι προηγηθήκανε;» —«Ο εαυτός σου».
—«Η σκοτεινότητα και η σιωπή, έχουνε κι αυτές κάποια κατάληξη;»
—«Σε φως και ήχο καταλήγουνε· η ειρήνη καταλήγει σε οδύνη,
ο Θάνατος καταλήγει σ’ Εμένα, και εσύ πρέπει να γλιστράς από
Εαυτόν
σ’ Εαυτόν, σαν το φως στη σκιά και σαν τη σκιά στο φως ξανά.
Επίλεξε λοιπόν!» Η Ψυχή, στενάζοντας, απάντησε: «Θα ζήσω».

Φιλαδέλφεια (ΗΠΑ), Μάιος 1892

Είναι χρεία ν’ αρχινήσω



Και πρώτα απ’ όλα σεις, κορμί μου και μυαλό, κάντε μια προσπάθεια να μη σταυρώνετε τα χέρια σε στάση θεατή, μιας κι η ζωή δεν είναι θέαμα, και μια θάλασσα καημού δεν είναι δα σκηνή, κι ένα ανθρώπινο ον που κραυγάζει δεν είναι χορός αρκούδας…

Λόγια;
Ω ναι, λόγια!
Λόγε – σε καταριέμαι, απογευματινή πνοή.
Τ’ όνομά σου συνώνυμο της τάξης;
Για μένα είναι το επακόλουθο του βούρδουλα.
Κάλλος, έκκληση της πέτρας σε ονοματίζω.
Όμως – αχ! Όχι το βραχνό λαθραίο του γέλωτά μου.
Α, ο θησαυρός μου από νιτρική ποτάσα!
Αφού σας μισούμε,
εσάς και το λόγο σας,
θ’ απευθυνθούμε στην πρόωρη άνοια
στη φλεγόμενη παράνοια
του πείσμονα κανιβαλισμού…

Τραγουδάμε για τα δηλητηριώδη λούλουδα
που εκρήγνυνται στους ορμητικούς λειμώνες·
οι ουρανοί του έρωτα διαιρεμένοι από λιπώδη
έμβολα·
επιληπτικά πρωινά· ο λευκός
ασπασμός
αβυσσαλέων αμμότοπων, η πτώση
ερειπίων κάτι νύχτες θαμβωμένες
από άγριες οσμές.
Τι μπορώ να κάνω;
Είναι ακόμη χρεία ν’ αρχινήσω.
Ν’ αρχινήσω τι;
Το μόνο πράγμα στον κόσμο που
αξίζει τον κόπο ν’ αρχινήσω:
Το Τέλος αυτού του κολασμένου κόσμου.

Περί θρησκείας...

Δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνία χωρίς οικονομική ανισότητα και δεν μπορεί να υπάρξει οικονομική ανισότητα χωρίς θρησκεία. Όταν ένας άνθρωπος πεθαίνει από πείνα δίπλα σε έναν άλλο που απολαμβάνει αφθονία αγαθών του είναι αδύνατο ν' αποδεχθεί αυτή την ανισότητα εάν δεν υπάρχει μια αρχή που να του λέει: είναι θέλημα Θεού, πρέπει να υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί, ωστόσο αργότερα και κατά την αιωνιότητα το μοίρασμα θα γίνει διαφορετικά...
Ναπολέων Βοναπάρτης

Είναι χαρακτηριστικό της θεϊστικής " ανεκτικότητας" ότι κανείς δεν νοιάζεται πραγματικά για το τι πιστεύουν οι άνθρωποι, αρκεί να πιστεύουν ή να προσποιούνται ότι πιστεύουν. Για να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός, χρησιμοποιούνται οι πιο ωμές και χυδαίες μέθοδοι...
Emma Goldman

Η ιδέα του θεού συνεπάγεται την παραίτηση από την ανθρώπινη λογική και δικαιοσύνη, είναι η πιο αποφασιστική άρνηση της ανθρώπινης ελευθερίας και καταλήγει αναγκαστικά στην υποδούλωση της ανθρωπότητας, τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά...
Μιχαήλ Μπακούνιν

Αυτή η κατ’ εξοχήν μορφή αυτοβιασμού του ανθρώπου επινοήθηκε για να εμποδίσει την επιστήμη, τον πολιτισμό, κάθε μορφή ευγένειας και εξύψωσης του ανθρώπου: με την επινόηση της αμαρτίας βασιλεύει ο ιερέας...
Φ. Νίτσε
 
Πίστη: Το να αποδέχεσαι άνευ αποδείξεων τα λεγόμενα κάποιου που μιλά άνευ γνώσεων για πράγματα άνευ προηγουμένου...
Ambrose Bierce

Ο Θεός της παλαιάς διαθήκης είναι, πιθανότατα, ο πιο αντιπαθητικός χαρακτήρας όλης της μυθιστοριογραφίας: φθονερός και μάλιστα περήφανος για αυτό, ένα μικροπρεπές, άδικο και μνησίκακο πλάσμα, με την εμμονή να ελέγχει τα πάντα, ένας εκδικητικός, αιμοδιψείς εκκαθαριστής εθνοτήτων, ένας μισογύνης, ομοφοβικός, ρατσιστής, βρεφοκτόνος, γενοκτόνος, τεκνοκτόνος, ανήθικος, μεγαλομανής, σαδομαζοχιστής, ιδιότροπος και μοχθηρός τύραννος. Όσοι γνωρίζουμε εξ απαλών ονύχων τις πρακτικές του, ενδεχομένως αποκτούμε ανοσία απέναντι στον τρόμο που προκαλούν.
Richard Dawkins

Η θρησκεία αποτελεί προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Με ή χωρίς αυτήν, θα υπάρχουν καλοί άνθρωποι που θα πράττουν το καλό και κακοί άνθρωποι που θα πράττουν το κακό. Αλλά για να πράττουν καλοί άνθρωποι το κακό, απαιτείται η θρησκεία...

Steven Weinberg
 
Πόσοι θάνατοι στο όνομα ενός βιβλίου. Πόσες σφαγές, στο όνομα ενός ίδιου θεού. Είναι μια επαρκής απόδειξη της άγνοιας μέσα στην οποία βρίσκονται. Κανείς δεν αλληλοσκοτώνεται για τα μαθηματικά, ούτε για καμιά επιστήμη.

Αντρέ Κοντ Σπονβίλ
 
Καταδικάζω τον Χριστιανισμό. Απαγγέλλω κατά της χριστιανικής Εκκλησίας την εσχάτη όλων των κατηγοριών. Τον θεωρώ ως την μεγαλύτερη διαφθορά…
Μετέβαλε κάθε αξία σε απαξία, κάθε αλήθεια σε ψέμα, καθετί έντιμο σε αχρειότητα.
Τον θεωρώ ως την μεγαλύτερη κατάρα και διαστροφή, το μεγαλύτερο εκδικητικό ένστικτο, που προκειμένου να επιβληθεί χρησιμοποίησε κάθε μηχανορραφία και υποχθόνιο μέσο, δεν δίστασε μπροστά σε καμιά μικροπρέπεια. Τον ονομάζω το ανεξίτηλο στίγμα της ανθρωπότητας...

Φ. Νίτσε

Δεν σε κατάλαβα Θεέ
Για πες μου πάλι
Να σ' ευχαριστήσω πάλι μου ζητάς
Ή να σε συγχωρέσω...
Αλέκος Παναγούλης

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014

Νίκος Καζαντζάκης

Δεν είσαι δούλος μου, μήτε παιχνίδι στις απαλάμες μου.
Δεν είσαι φίλος μου, δεν είσαι παιδί μου. Είσαι ο σύντροφός μου στη μάχη.
Κράτα γενναία τα στενά που σου εμπιστεύτηκα· μην τα προδώσεις.
Χρέος έχεις και μπορείς στο δικό σου τον τομέα να γίνεις ήρωας.
Αγάπα τον κίντυνο. Τι είναι το πιο δύσκολο; Αυτό θέλω.
Ποιο δρόμο να πάρεις; Τον πιο κακοτράχαλον ανήφορο. Αυτόν παίρνω κι εγώ· ακλούθα μου.
Να μάθεις να υπακούς. Μονάχα όποιος υπακούει σε ανώτερό του ρυθμό είναι λεύτερος.
Να μάθεις να προστάζεις. Μονάχα όποιος μπορεί να προστάζει είναι αντιπρόσωπός μου απάνω στη γης ετούτη.
Ν’ αγαπάς την ευθύνη.
Να λες "Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω."
Ν’ αγαπάς τον καθένα ανάλογα με τη συνεισφορά του στον αγώνα.
Μη ζητάς φίλους· να ζητάς συντρόφους.
Να ’σαι ανήσυχος, αφχαρίστητος, απροσάρμοστος πάντα.
Όταν μια συνήθεια καταντήσει βολική, να τη συντρίβεις.
Η μεγαλύτερη αμαρτία είναι η ευχαρίστηση.
Πού πάμε; Θα νικήσουμε ποτέ; Προς τι όλη τούτη η μάχη;
Σώπα.
Οι πολεμιστές ποτέ δε ρωτούνε...

Τέσσερα Κουαρτέτα (Burnt Norton I) ~ T. S. Eliot

Ο τωρινός κι ο περασμένος χρόνος
Ίσως κι οι δυο είναι παρόντες μες σε χρόνο μέλλοντα
Κι ο μέλλων χρόνος είναι μέσα στον περασμένο χρόνο

Αν όλος ο χρόνος είναι αιώνιο παρόν
Όλος ο χρόνος είναι ανεπανόρθωτος

Αυτό που θα μπορούσε να έχει υπάρξει είναι μια αφαίρεση
Που παραμένει αέναη δυνατότητα
Μόνο σ’ έναν κόσμο από εικασίες

Αυτό που θα μπορούσε να έχει υπάρξει κι αυτό που υπάρχει
Δείχνουν ένα τέλος, που είναι πάντοτε παρόν

Πατήματα ηχούν στη μνήμη
Στο μονοπάτι που δεν πήραμε
Μπροστά στη θύρα που ποτέ δεν την ανοίξαμε
Προς τον ροδόκηπο

Οι λέξεις μου ηχούν
Έτσι στον νου σας

Αλλά σε τι σκοπεύω
Ταράζοντας τη σκόνη πάνω σε μια γυάλα με ροδοπέταλα
Κι εγώ δεν το γνωρίζω

Άλλοι αντίλαλοι
Κατοικούν στον κήπο. Ν’ ακολουθήσουμε;

Γρήγορα, είπε το πουλί, βρέστε τους, βρέστε τους
Στρίβοντας τη γωνία.
Μέσα από την πρώτη πύλη
Μέσα στον πρώτο μας κόσμο, θα ακολουθήσουμε
Το πλάνεμα της τσίχλας; Μέσα στον πρώτο μας κόσμο.

Αυτοί ήταν εκεί αξιοπρεπείς, αόρατοι
Κινούμενοι δίχως βιασύνη, από πάνω στα ξερά τα φύλλα
Στη φθινοπωρινή ζέστη μες στον παλλόμενο αέρα
Και το πουλί κελάηδησε κι απολογήθηκε
Στην ανήκουστη μουσική, που ήταν κρυμμένη στα χαμόκλαδα
Και η αόρατη ματιά λοξοδρόμησε, γιατί τα ρόδα
Είχανε την όψη λουλουδιών που έχουν κοιταχτεί

Αυτοί ήταν εκεί ωσάν φιλοξενούμενοί μας, αποδεκτοί κι αποδεχόμενοι
Έτσι κινηθήκαμε μαζί τους, σ’ έναν επίσημο σχηματισμό
Κατά μήκος της άδειας δεντροστοιχίας, προς τον κύκλο από ζαρντινιέρες
Να δούμε κάτω μέσα στη στεγνή λιμνούλα

Στεγνή η λιμνούλα, στεγνό τσιμέντο με καστανόχρωμη άκρη
Και η λιμνούλα είχε γεμίσει με νερό απ’ το φως του ήλιου
Και ο λωτός ορθώθηκε ήσυχα, ήσυχα
Η επιφάνεια άστραψε απ’ την καρδιά του φωτός
Κι εκείνοι ήταν πίσω μας, καθρεφτισμένοι μέσα στη λιμνούλα

Τότε ένα σύννεφο πέρασε, και η λιμνούλα άδειασε
Πηγαίνετε, είπε το πουλί, γιατί τα φυλλώματα γέμισαν παιδιά
Που κρύβονταν ξετρελαμένα, πνίγοντας το γέλιο

Πηγαίνετε, πηγαίνετε, πηγαίνετε, είπε το πουλί· το ανθρώπινο είδος
Δεν μπορεί να σηκώσει πολλή πραγματικότητα

Παρελθών χρόνος και μέλλων χρόνος
Τι μπορούσε να έχει γίνει και τι έχει γίνει
Δείχνουν προς ένα τέλος, που είναι πάντοτε παρόν...

Joseph Dejacque

Εμπρός όλοι
Και με τα μπράτσα και με την καρδιά
Τον λόγο και την πέννα,
Το μαχαίρι και το όπλο
Την ειρωνία και τη βλαστήμια
Την κλεψιά, τη δηλητηρίαση και τον εμπρησμό
Να κάνουμε πόλεμο στην κοινωνία...

Μπέρτολτ Μπρεχτ ~ Απόσπασμα από το "Τραγούδι για μια αγαπημένη"

Είχα μια γυναίκα πιο δυνατή από μένα, έτσι
Όπως είναι το χορτάρι πιο δυνατό απ' τον ταύρο:
Ορθώνεται ξανά.

Έβλεπε πως ήμουνα κακός και μ΄αγαπούσε
Δε ρώταγε που βγάζει ο δρόμος που ήτανε δικός της
Κι ίσως έβγαζε προς τα κάτω.

Σαν το κορμί της μου' δινε έλεγε:
Αυτό είναι όλο. Και το κορμί της γινότανε κορμί μου.

Τώρα δεν είναι πουθενά εδώ πια
Εξαφανίστηκε όπως χάνεται ένα σύννεφο αφού έχει βρέξει.

Την άφησα, κι αυτή έπεσε κάτω
Γιατί αυτός ήτανε ο δικός της δρόμος...

Percy Bysshe Shelley

Oι ποιητές είναι ιεροφάντες μιας ακατανόητης έμπνευσης, καθρέφτες μιας γιγάντιας σκιάς που το μέλλον ρίχνει πάνω στο παρόν.
Είναι οι ίδιες τους οι λέξεις, ικανές να εκφράζουν ακόμη κι εκείνο που βρίσκεται πέραν απ' ό,τι ο νούς συλλαμβάνει, οι σάλπιγγες είναι που ηχούν στη μάχη αγνoώντας τη δύναμη που εμπνέουν.
Η επιρροή η αόρατη που χωρίς να κινείται τα πάντα κινεί.
Οι ποιητές είναι οι ανεπίσημοι νομοθέτες του κόσμου...

Κίνηση ~ Arthur Rimbaud

Η κίνηση κορδονιού στην απόκρημνη όχθη των πτώσεων του ποταμού
Το βάραθρο με το ποδόστημα
Η ταχύτητα της πλαγιαστής σκάλας
Η πελώρια προσωρινή διάβαση του ρεύματος
Οδηγούν μεσ' από τ' ανήκουστα φώτα
Και τον χημικό νεωτερισμό
Τους ταξιδιώτες κυκλωμένους από τους στροβίλους της κοιλάδας
Και του σφοδρού ρεύματος
Αυτοί είναι οι καταχτητές του κόσμου
Γυρεύοντας την προσωρινή χημική περιουσία
Τα αθλήματα και οι ανέσεις ταξιδεύουν μαζί τους
Οδηγούν την εκπαίδευση
Των φύλων, των τάξεων και των ζώων πάνω σ' αυτό το καράβι
Ανάπαυση και ίλιγγος
Στο κατακλυσμιαίο φως
Στα τρομερά βράδια της μελέτης...
Εκλάμψεις

Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2014

Ρόμπερτ Γκέρνχαρτ ~ Για τον Καλό Θεό που τριγύριζε στον κόσμο

Κάποτε που ο Καλός Θεός τριγύριζε γι' ακόμα μια φορά στη Γη, σκοτείνιασε, κι έτσι εχτύπησε την πόρτα ενός πλούσιου και του ζήτησε να μείνει τη νύχτα.
Όμως ο πλούσιος δεν κατάλαβε ποιος στεκόταν εκεί μπροστά του και του είπε:
"Μπες μέσα, άγνωστε ξένε, ευτυχώς που χτύπησες την πόρτα μου. Θα ζητήσω αμέσως να σου ετοιμάσουν το καλύτερο κρεβάτι σ' όλο το σπίτι, αλλά στο μεταξύ να σου προσφέρω υπέροχα κουλουράκια και εξαίσια κρασιά;"
Τότε ο Καλός Θεός του αποκάλυψε ποιος ήταν και του είπε χαρούμενος:
"Η προσφορά σου είναι πολύ φιλική πλούσιε. Τις προηγούμενες φορές που τριγύριζα πάνω στη Γη, αναγκαζόμουνα πάντα να μένω σε φτωχούς. Κι εκεί, ειλικρινά, δε μ' άρεσε καθόλου, εκεί όλα ήταν - μεταξύ μας - πολύ φτωχικά και μίζερα".
Κι αφού απόσωσαν τα λόγια τους, άρχισαν να τρώνε και να πίνουν με την καρδιά τους κι οι δυο, και η βραδιά κύλησε όμορφα κι ωραία...

Ορυχείο ~ Μίλτος Σαχτούρης

Σου γράφω γεμάτη τρόμο μέσα από μια στοά νυχτερινή
Φωτισμένη από μιαν ελάχιστη λάμπα σα δαχτυλίθρα
Ένα βαγόνι περνάει από πάνω μου προσεχτικά
Ψάχνει τις αποστάσεις του μη με χτυπήσει
Εγώ πάλι άλλοτε κάνω πως κοιμάμαι
Άλλοτε πως μαντάρω ένα ζευγάρι κάλτσες παλιές
Γιατί έχουν όλα γύρω μου παράξενα παλιώσει
Στο σπίτι
Χτες
Καθώς άνοιξα τη ντουλάπα έσβησε γίνηκε
Σκόνη μ’ όλα τα ρούχα της μαζί
Τα πιάτα σπάζουν μόλις κανείς τ’ αγγίξει
Φοβάμαι κι έχω κρύψει τα πηρούνια και τα μαχαίρια
Τα μαλλιά μου έχουν γίνει κάτι σαν στουπί
Το στόμα μου άσπρισε και με πονάει
Τα χέρια μου είναι πέτρινα
Τα πόδια μου είναι ξύλινα
Με τριγυρίζουν κλαίγοντας τρία μικρά παιδιά
Δεν ξέρω πώς γίνηκε και με φωνάζουν μάνα
Θέλησα να σου γράψω για τις παλιές μας τις χαρές
Όμως έχω ξεχάσει να γράφω για πράγματα χαρούμενα

Να με θυμάσαι...

Νικόλας Άσιμος

Tα ζώα μπορεί να φωνάζουνε και να πλακώνονται στις μπουνιές.
Ποτέ όμως δε χρησιμοποιούν τη σπιουνιά, τους μπάτσους, ή άλλα συγγενή ζώα για να λύσουν τις προσωπικές τους διαφορές, πράγμα που συνηθίζεται στην κοινωνία των ανθρώπων, που δεν είναι δυστυχώς ζώα.
Η κοινωνία των ανδρών είναι σιχαμερή. Η κοινωνία των γυναικών το ίδιο.
Ζήτω η κοινωνία των παιδιών και των ζώων, όχι όλων.
Αυτών που δεν έχουν αποχτήσει ακόμα ανθρώπινες συνήθειες.

Αναζητώντας κροκανθρώπους

Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2014

Μπέρτολτ Μπρεχτ ~ Για τον όρο "μετανάστες"

Λαθεμένο μου φαινόταν πάντα τ’ όνομα που μας δίναν
"Μετανάστες"
Θα πει, 'κείνοι που αφήσαν την πατρίδα τους.
Εμείς, ωστόσο, δε φύγαμε γιατί το θέλαμε
Λεύτερα να διαλέξουμε μιαν άλλη γη.
Ούτε και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε
Να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν
Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνηγήσαν, μας προγράψανε.
Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα ΄ναι, μα εξορία.
Έτσι, απομένουμε δω πέρα, ασύχαστοι, όσο μπορούμε πιο κοντά στα σύνορα
Προσμένοντας του γυρισμού τη μέρα
Καραδοκώντας το παραμικρό σημάδι αλλαγής στην άλλην όχθη
Πνίγοντας μ’ ερωτήσεις κάθε νεοφερμένο
Χωρίς τίποτα να ξεχνάμε, τίποτα ν’ απαρνιόμαστε
Χωρίς να συχωράμε τίποτ’ απ’ όσα έγιναν, τίποτα δε συχωράμε
Α, δε μας ξεγελάει τούτη η τριγύρω σιωπή
Ακούμε ίσαμ’ εδώ τα ουρλιαχτά που αντιλαλούν απ’ τα στρατόπεδά τους
Εμείς οι ίδιοι μοιάζουμε των εγκλημάτων τους απόηχους
Που κατάφερε τα σύνορα να δρασκελίσει
Ο καθένας μας περπατώντας μες στο πλήθος με παπούτσια ξεσκισμένα
Μαρτυράει την ντροπή που τη χώρα μας μολεύει
Όμως κανένας μας δε θα μείνει εδώ
Η τελευταία λέξη δεν ειπώθηκε ακόμα...

Η τράπεζα του μέλλοντος ~ Κ. Π. Καβάφης

Την δύσκολη ζωή μου ασφαλή να κάνω
Εγώ στην Τράπεζα του Μέλλοντος επάνω
Πολύ ολίγα συναλλάγματα θα βγάλω.

Κεφάλαια μεγάλα αν έχει αμφιβάλλω
Κι άρχισα να φοβούμαι μη στην πρώτη κρίση
Ξαφνικά τις πληρωμές της σταματήσει...

Emily Dickinson ~ Είμαι ο κανένας

Είμαι ο Κανένας! Εσύ ποιος είσαι;
Είσαι και συ ο Κανένας;
Τότε έχει δυο σαν κι εμάς; Μην μιλήσεις!
Μήπως μας εξορίσουν, ξέρεις!

Πόσο αφόρητο, να είσαι Κάποιος!
Πόσο κοινό, σαν βατράχι
Που τ' όνομά του, έναν Ιούνη ατέλειωτο, κοάζει
Σ' έναν λασπότοπο που το θαυμάζει...

Στους ευθυγραμμιζόμενους ~ Bertolt Brecht

Για να μη χάσει το ψωμί του
Σε καιρούς αυξανόμενης καταπίεσης
Αποφασίζει κάποιος, να μην λέει πια την αλήθεια
Για τα εγκλήματα του καθεστώτος γύρω από τη διατήρηση της εκμετάλλευσης, αλλά
Και τα ψέματα του καθεστώτος να μη διαδίδει
Δηλαδή να μην αποκαλύπτει πραγματικά τίποτα, αλλά και τίποτα να μην ωραιοποιεί...

Αυτός που έτσι ενεργεί
Φαίνεται μόνο να επιβεβαιώνει ξανά πως είναι αποφασισμένος
Και στους καιρούς της αυξανόμενης καταπίεσης
Να μην χάνει το κύρος του, μα στην πραγματικότητα
Είναι βέβαια αποφασισμένος μόνο να μην χάνει το ψωμί του...

Σίγουρα, αυτή του η απόφαση
Να μην λέει καμιά αναλήθεια, τον εξυπηρετεί σε τούτο
Από δω και πέρα να αποσιωπά την αλήθεια...

Αυτό βέβαια μπορεί
Λίγο μόνο καιρό να κρατήσει...

Αλλά και στον καιρό αυτό
Που στη διάρκειά του περιφέρονται στα δημόσια αξιώματα και
Στων εφημερίδων τις συντάξεις
Στα επιστημονικά εργαστήρια και στων εργοστασίων τις αυλές
Ως άνθρωποι που από το στόμα τους καμιά δεν βγαίνει αναλήθεια
Αρχίζει κιόλας η βλαβερότητά τους...

Όποιου τ’ αυτί
Δεν ιδρώνει μπρος στη θέα αιματηρών εγκλημάτων, τα κάνει ακριβώς
Να έχουν την όψη του φυσικού.
Χαρακτηρίζει το φοβερό ανοσιούργημα ως κάτι τόσο ανάξιο για να το προσέξουμε όσο η βροχή
Αλλά και τόσο μη δυνάμενο να εμποδιστεί όσο η βροχή...

Έτσι υποστηρίζει ήδη με τη σιωπή του
Τους εγκληματίες, σε λίγο όμως
Θα παρατηρήσει πως, για να μη χάσει το ψωμί του
Πρέπει όχι μόνο την αλήθεια να αποσιωπά, αλλά
Και τα ψέματα να λέει...

Όχι δυσμενώς
Υποδέχονται οι καταπιεστές αυτόν, που είναι έτοιμος
Να μη χάσει το ψωμί του...

Αυτός δεν περιφέρεται σαν κάποιος δωροδοκημένος
Αφού κανείς τίποτα δεν του έχει δώσει, μα
Και τίποτα από κανέναν δεν έχει πάρει...

Όταν ο εγκωμιαστής
Καθώς σηκώνεται απ’ το τραπέζι των εξουσιαστών, το στόμα του ανοίγει
Και βλέπει κανείς τα υπολείμματα απ’ το γεύμα, ακούει κανείς
Τα εγκώμιά του με αμφιβολία...

Τα εγκώμια όμως εκείνου
Που χτες ακόμα τους καθύβριζε και στο επινίκιο γλέντι δεν ήταν προσκαλεσμένος
Περισσότερη έχουν αξία...

Μα αυτός
Είναι ο φίλος των καταπιεσμένων. Τον γνωρίζουν.
Ό,τι λέει, ισχύει
Κι ό,τι δεν λέει, δεν ισχύει...

Και τώρα μας λέει πως δεν υπάρχει
Καθόλου καταπίεση.
Στην καλύτερη περίπτωση στέλνει ο φονιάς
Τον αδελφό του δολοφονημένου
Που τον έχει εξαγοράσει να επιβεβαιώσει
Πως τον αδελφό του
Τον σκότωσε ένα κεραμίδι που έπεσε από τη σκεπή...

Το απλό ψέμα
Προφανώς δεν βοηθάει πλέον άλλο αυτόν που θέλει
Να μη χάσει το ψωμί του.
Τώρα υπάρχουνε πολλοί
Στο είδος του...

Γρήγορα ανακατώνεται στον ανηλεή ανταγωνισμό όλων όσων
Θέλουν να μη χάσουν το ψωμί τους, δεν αρκεί πια η θέληση να ψεύδεται...

Η ικανότητα είναι αναγκαία και η εμπάθεια γίνεται ισχυρή.
Η επιθυμία, να μη χάσει το ψωμί του αναμιγνύεται
Με την επιθυμία, μέσω ιδιαίτερης τέχνης στις πιο ασυνάρτητες αερολογίες
Να προσδίνει νόημα, το ανέκφραστο
Να μπορεί να το λέγει...

Συμβαίνει τότε, αυτός στους καταπιεστές
Να χρειάζεται να απευθύνει περισσότερα υμνολόγια από κάθε άλλον
Γιατί σκιάζεται από την υποψία ότι κάποτε παλιότερα
Την καταπίεση είχε καταγγείλει.

Έτσι
Οι γνώστες της αλήθειας γίνονται οι πιο άγριοι ψεύτες.
Και όλα τούτα ισχύουν μόνο
Μέχρι να περάσει κάποιος και να τους ζητήσει να λογοδοτήσουν
Για την προηγούμενη τιμιότητά τους, για την αλλοτινή τους αξιοπρέπεια
και τότε
Χάνουν το ψωμί τους...

Ποιος είμαι ~ Τζελαλαντίν Ρουμί


Αν προσπαθήσεις να μου βάλεις μια ταμπέλα
Και να με περιορίσεις
Μέσα σε μια κάσα με λέξεις
Αυτή η κάσα θα γίνει το φέρετρό σου
Διότι δεν ξέρω ποιος είμαι
Είμαι μια εκπληκτική διαυγής σύγχυση
Είμαι η δικιά σου φωνή
Που κάνει αντίλαλο
Στους τοίχους του Σύμπαντος...

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2014

Renzo Novatore

Η Αναρχία, είναι για μένα το μέσο για να φτάσουμε στην ατομικότητα, και όχι το άτομο ένα μέσο για να φτάσουμε στην Αναρχία.
Μια τέτοια αναρχία δεν θα' ταν παρά μια ακόμα πλάνη.
Εάν οι αδύναμοι φαντασιώνονται την Αναρχία σαν ένα κοινωνικό σκοπό, οι δυνατοί πραγματώνουν την Αναρχία σαν το μέσο ανίχνευσης του απείρου της ατομικότητας.
Μήπως οι αδύναμοι δεν είναι που δίνουν ζωή - τη ζωή τους - σ' αυτήν την κοινωνία που με τη σειρά της γεννά την ιδέα του νόμου;
Μα όποιος κάνει την Αναρχία πράξη εχθρεύεται τον νόμο και ζει σε πόλεμο με την κοινωνία.
Κι ο πόλεμος αυτός είναι ατέρμονος καθώς με την πτώση του Τσάρου ενθρονίζεται ο Λένιν, με την διάλυση της αυτοκρατορικής φρουράς έρχεται η κόκκινη φρουρά...
Ο αναρχισμός σαν μια κληρονομιά ηθική και πνευματική, θα' ναι πάντοτε υπόθεση μιας ευγενικής φάλαγγας, και όχι των μαζών ή του λαού.
Ο αναρχισμός είναι θησαυρός και ιδιοκτησία μοναδική αυτών των λίγων που αισθάνονται σ' όλο της το βάθος, να αντηχεί μέσα τους η κραυγή μιας αδιαπραγμάτευτης και απόλυτης άρνησης...

Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014

Ανολοκλήρωτο όνειρο ~ Χοσέ Μιγκέλ Σάντσες Χιμένες



Βαδίζοντας στους δρόμους τους βουτηγμένους στην αδικία
Η μάχη στο δρόμο φουντώνει ενάντια στους εξουσιαστές
Ορδές ενσυνείδητων πνευμάτων προασπίζονται τη λευτεριά
Ξεκάνοντας τον μπουρζουά και όσα κονόμησε απ’ τη σκλαβιά
Τρέμει από φόβο ο αλαζόνας ο λεφτάς και κλαίει τα πλούτη του
Ο εκμεταλλευτής χάνει τον έλεγχο των υποτακτικών.

Καίγονται τα εικονίσματα της εξουσίας,
τσαλαπατιούνται από προλετάριους αντάρτες
Οι μπράβοι των Αρχών τσακίζονται απ’ τη θριαμβεύτρια αναρχία
Ξέσπασε η πάλη των τάξεων, κι επιτέλους η άμεση δράση απέδωσε καρπούς.

Η αντεπίθεση κάποιων λίγων αποσταθεροποίησε το βάρβαρο σύστημα
Η ειρήνη των πλουσίων σαμποταρίστηκε, κι η καταπίεση έγινε κομμάτια
Είναι ο βασανισμένος ο λαός που έσπασε τις χειροπέδες
Γκρεμίστηκε εντέλει η κοινωνία των φυλακών
Οι μισθωτοί σκλάβοι εξεγερθήκανε
Κι αυτό το γλυκό όνειρο δυστυχώς μας τέλειωσε.


Χοσέ Μιγκέλ Σάντσες Χιμένες
Από την 4η πτέρυγα του κέντρου εξόντωσης της φυλακής Κολίνα II, Χιλή

Οι ελεύθερες κινήσεις και η παλλόμενη καρδιά ~ Chase Valette




Τελείωσα με το να περπατάω μόνο ευθεία. Έχω προχωρήσει για πολύ καιρό σε αυτόν τον κόσμος, κινούμενος πάντα προς τα εμπρός, με τον ίδιο άκαμπτο τρόπο. Είμαι ένα ζώο, αλλά για τόσον καιρό, έχω περιπλανηθεί σε αυτόν τον κόσμο όχι πολύ διαφορετικά από ένα ρομπότ. Έχω καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα από πριν, αλλά στο παρελθόν μόνο το ανέβαλλα και συνέχιζα να κινούμαι προς τα εμπρός.

Δε μπορώ να το αναβάλλω πλέον. Χρειάζομαι να κινηθώ διαφορετικά. Μου το λέει ολόκληρη η ύπαρξή μου. Ορισμένοι αχρησιμοποίητοι μύες καίνε και ζωντανεύουν, όταν αποβάλλω τις ρομποτικές κινήσεις μου και χοροπηδώ. Αλλά, το χοροπήδημα έχει ωραία αίσθηση μόνο για λίγο. Αρχίζω να πηδώ και να στροβιλίζομαι, καθώς πηγαίνω μπροστά. Ξεσπάω σε ένα τρέξιμο. Τρέχω φορώντας το παλτό μου πάνω από ένα πουλόβερ, τζιν πάνω από μακρυά εσώρουχα, μάλλινες κάλτσες και παπούτσια. Τρέχω μέχρι να μου κοπεί η ανάσα. Τρέχω επειδή το τρέξιμο έχει γίνει υπερβολικά παράξενο και ο άνεμος έχει απίστευτη αίσθηση, όταν φυσάει στο πρόσωπο μου και νιώθω το κρύο.

Χαμογελάω.
Αφουγκράζομαι.

Υπάρχει ένας απόμακρος χτύπος τυμπάνου μέσα στην καρδιά μου. Ένας, που ήταν τόσο δυνατός, μέχρι που τα πράγματα άρχισαν να γίνονται με τον τρόπο τους. Εγώ δεν έδινα καν σημασία και αυτοί προσπάθησαν να το σκοτώσουν, με το ένα χτύπημα μετά το άλλο. Προσπάθησαν να σβήσουν τον χτύπο, μια για πάντα.

Ωστόσο, ποτέ δεν πέθανε, μολονότι ώρες ώρες ήταν απίστευτα αδύναμος. Σχεδόν φασματώδης, ο απαλότερος χτύπος. Η απελευθέρωση και η επανάκτηση της κίνησής μου είναι ένας τρόπος να δυναμώσω τον χτύπο της καρδιάς μου. Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι. Θα τους αφουγκραστώ. Τελείωσα με το να περπατάω μόνο ευθεία.

Το κείμενο γράφτηκε από τον Chase Valette και εκδόθηκε στο έκτο τεύχος του αναρχοατομικιστικού εντύπου “The Sovereign Self”, από τις Η.Π.Α., το Μάρτιο του 2012.

Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2014

Η αρκετά ευφυής μύγα ~ Τζέιμς Θέρμπερ

Μια μεγάλη αράχνη, σ' ένα παλιό σπίτι, είχε απλώσει έναν όμορφο ιστό για να πιάσει μύγες.
Κάθε φορά που μια μύγα προσγειωνόταν και πιανόταν στον ιστό της, η αράχνη την έτρωγε, ώστε η επόμενη μύγα να έχει την εντύπωση πως ο ιστός είναι ένα ήσυχο και τερπνό λιμανάκι.
Ωστόσο, μια μέρα, μια αρκετά ευφυής μύγα βούιζε πάνω από τον ιστό, χωρίς να προσγειώνεται, οπότε παρουσιάστηκε η αράχνη και της είπε "Κατέβα κι έλα να καθίσεις".
Η μύγα όμως ήταν πιο πονηρή απ' την αράχνη. Της είπε "Δεν πηγαίνω πουθενά όταν δε βλέπω άλλες μύγες και σ' αυτό το σπίτι δε βλέπω άλλες μύγες".
Συνέχισε λοιπόν να πετάει, κι έφτασε σ' ένα σημείο, όπου είχαν συγκεντρωθεί πολλές, πάρα πολλές μύγες.
Αμέσως θέλησε να πάει κοντά τους, όταν πέρασε από 'κει μουγκρίζοντας μια μέλισσα και της είπε "Πρόσεχε, ηλίθια! Είναι μυγόχαρτο! Οι μύγες έχουν πέσει όλες στην παγίδα".
"Ανοησίες" είπε η μύγα, "αυτές χορεύουν"!
Κι αμέσως κάθισε και κόλλησε στο μυγόχαρτο σαν όλες τις άλλες...

Mauricio Morales

Οπλίσου και γίνε βίαιος, όμορφα βίαιος, μέχρι να ανατραπούν όλα.

Γιατί θυμήσου κάθε βίαιη πράξη ενάντια στους υποκινητές της ανισότητας είναι απόλυτα δίκαιη απέναντι στους αιώνες ατέλειωτης βίας που μας έχει επιβληθεί.

Οπλίσου, συνωμότησε, σαμποτάρισε και γίνε βίαιος, όμορφα βίαιος, φυσικά βίαιος, ελεύθερα βίαιος...

Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2014

Λάμπρος Φούντας



Αν ήμουν κόρακας, χρόνια διακόσια να ζήσω,
δάσκαλος τσίφτης θα πάαινα στην Πίνδο ψηλά,
σ' ένα σχολειό, μες στα ζούδια τ' αθώα, βουνίσιο,
πέντε γενιές ,σύντροφοι, να σπουδάξω παιδιά.

Θα δασκάλευα, σύντροφοι, πέντε γενιές,
μια και δυο για ν' αλλάξω τον κόσμο φορές.
Αηδονάκια, μικρά, 'μπρος στης Γκιώνας τον πέτρινο πίνακα,
θα τα βάφτιζα αητούς, στ' άστρου τον μαυροκόκκινο πίδακα.
Με γραφές πέτρινες, θα τους μπόλιαζα ωραία, βουνίσια
υποδόρια, αυτόνομα θάματα, παλληκαρίσια,
κι υποδόριες επαναστάσεις,
από μία στις έξι τις τάξεις !
........................................
­........................................­.......
Είναι κρύο πολύ το φεγγάρι, απάνω απ' τ' Αγρίνιο,
όπως λέει το τραγούδι, συντρόφοι μου, σαν τ' αλουμίνιο.
Πέντε κίσσες στο μνήμα μου, σαν χαρτορίχτρες γριές,
"-Θα ξανάρθεις -μου λέν' - πάλι, Λάμπρο, σε πέντε γενιές!"

Θα ξανάρθω, συντρόφοι, σε πέντε γενιές,
μια και δυο για ν' αλλάξω τον κόσμο φορές.
Αηδονάκια, μικρά, 'μπρος στης Γκιώνας τον πέτρινο πίνακα,
θα βαφτίζω αητούς, στ' άστρου τον μαυροκόκκινο πίδακα.
Με γραφές πέτρινες, θα μπολιάζω, συντρόφοι, βουνίσια
υποδόρια, αυτόνομα θάματα, παλληκαρίσια,
κι υποδόριες επαναστάσεις,
από μία στις έξι τις τάξεις!


Απόσπασμα από την "απολογία" του Κώστα Γουρνά στο ειδικό δικαστήριο των φυλακών Κορυδαλλού, στις 31/1/13, που αφορά τον πολυαγαπημένο του σύντροφο κι επαναστάτη
Λάμπρο Φούντα.



Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2014

Θέλεις να πατάς σταθερά ~ Νικόλας Άσιμος

Θέλεις να πατάς σταθερά
Σ’ αρέσουν οι ρηχές θάλασσες
Σ’ αρέσει να γυρνάς τον κόσμο
Αλλά πάντα στα ρηχά
Εμένα μ’ αρέσουν οι βαθιές θάλασσες
Κι ας μη γυρνώ τον κόσμο
Κι ας με νομίζεις κολλημένο
Στο ίδιο σημείο
Δεν υπάρχει σύμπαν
Υπάρχουν μόνο στιγμές
Συμπαντικές στιγμές
Αν φτάσεις στην ακινησία
Μπορείς παντού να ταξιδέψεις
Γι’ αυτό το ξέχασες που σου 'λεγα
Μωρό μου, κείνο το πρωινό
Δίπλα στην σκάλα πως η ζωή
Και ο θάνατος δεν είναι θέμα περιβάλλοντος
Είναι θέμα αντοχής στην ίδια γραμμή πλεύσης
Εγώ δεν χρειάζομαι τον κόσμο
Κακώς έχεις νομίσει
Για μένα δεν υπάρχει κόσμος
Χρειάζομαι απλά
Να δημιουργώ κόσμους...

Μόνος ήρθα κάποιο βράδυ ~ Ναπολέων Λαπαθιώτης

Μόνος ήρθα κάποιο βράδυ, κι ήσαν όλοι, γύρω μόνοι
Κι όλοι ξένοι, τραγουδάμε, μες στη νύχτα που σιμώνει

Κι όσο ζω, κι όσο μαθαίνω, τόσο νιώθω, αλίμονό μου
Το βαθύ και το μεγάλο κι απροσμέτρητο κενό μου

Tη στιγμή του σταυρωμού μου και για μόνη συντροφιά μου
Μόλις ένιωσα τα χέρια που σταυρώσαν τα καρφιά μου

Μόνος ήρθα, κάποιο βράδυ, μόνος πόνεσα για λίγο,
Μόνος έζησα του κάκου, κι όπως ήρθα και θα φύγω

Τ’ είναι τάχα, για τους άλλους, ο χαμός ενός ατόμου;
Κι όπως ήρθα, και θα φύγω, μόνος μες στο θάνατό μου…

Αποχαιρετισμοί στη μουσική


Bruno Filippi ~ Η Ομοσπονδία του Πόνου

Καλώ να μαζευτούν όλοι οι σπασμοί της γης. Οποιοσδήποτε έχει ένα κρυφό σκουλήκι που τον ροκανίζει, οποιοσδήποτε βυθίζεται στο πένθος για το Ιδανικό, οποιοσδήποτε χαμογελά στην παρακμή της ψυχής, μπορεί να έρθει. Εγώ χρειάζομαι ο πόνος μου να γίνει μία πλημμύρα, μια καταιγίδα, θέλω να ακούσω την κραυγή του πόνου, το βογγητό της απόγνωσης.
Γιατί υπάρχει γέλιο σε αυτόν τον κόσμο και εγώ δεν μπορώ ν' ακούσω το γέλιο. Αλυσοδεμένα αδέρφια, βασανισμένοι σύντροφοι, η μάχη είναι κοντά. Σύντομα θα εξαπολύσουμε την επίθεσή μας μεθυσμένοι από εκδίκηση, ο εχθρός θα τραφεί σε φυγή γιατί η Ομοσπονδία του Πόνου είναι τρομερή.
Από την ημέρα που γεννήθηκα κουβαλάω ένα βαρύ φορτίο. Οι ώμοι μου είναι κυρτοί και τα μάτια μου βαθουλωμένα. Το σκουλήκι ροκανίζει και ροκανίζει, με έχει καταστρέψει.
Αρκετά, για όνομα του Θεού! Κουράστηκα.
Πετάω το φορτίο και σταματάω, είχα αρκετό στη ζωή μου. Δεν μπόρεσα να ζήσω, αλλά θα ξέρω πώς να πάρω την εκδίκησή μου. Θα κράζω σε κάποιο πεζοδρόμιο με την τελική βλασφημία στα χείλη και την τελική σπίθα μίσους στο μάτι.
Πόσο μισώ...! Τα βρωμερά πλακόστρωτα της πόλης αναβλύζουν όλη την οσμή των υπονόμων. Με έχει δηλητηριάσει. Κάποτε ήμουν τόσο δυνατός!
Γελούσα ακόμα τότε... Τότε... Πρέπει στ' αλήθεια να κραυγάσω το τι έγινε, πρέπει στ' αλήθεια να ξεγυμνώσω τον εαυτό μου σε εσάς;
Αλλά ηλίθιοι, είναι η συνηθισμένη ιστορία!
Αγαπάς, ελπίζεις, δουλεύεις, πράττεις και μετά έρχεται η αηδία, το τίποτα, η απόγνωση.
Μια μέρα με οδήγησαν στον πόλεμο. Εγώ ονειρεύομουνα, ήμουν ακόμα παιδί. Η πρώτη ριπή του πολυβόλου κροτάλισε σκληρά τα νεύρα μου, άνοιξα τα μάτια μου, είδα αίμα, τίποτα άλλο.
Θυμάμαι μια τεράστια φλόγα, μια συνεχόμενη βροντή... νεκροί, νεκροί... και αυτή η μπόχα των πτωμάτων...
Δεν καταλαβαίνω πως αυτή η απαίσια γεύση αυτής της δυσωδίας παρέμεινε στο λαιμό μου. Φαίνεται λες και είμαι σ' ένα τεράστιο νεκροταφείο... σταυροί, φέρετρα και δυσωδία. Η κοινωνία βρωμάει πτώματα.
Τα αυτιά μου πονούν φριχτά. Το κανόνι το έκανε αυτό. Το βροντερό θηρίο έκανε γρατζουνιές στο καημένο μυαλό μου.
ακούω πάντα μια κραυγή από μακριά, παρόμοια με τα αναφιλητά ενός απελπισμένου γίγαντα. Αλλά ποιος είναι αυτός που κλαίει στον κόσμο;
Ο πόλεμος έχει ξανά - αφυπνίσει μέσα μου το ζώο. Τα σαγόνια μου συστέλλονται σπασμωδικά, η όρασή μου διευρύνεται και τα χέρια μου θέλουν να σφίξουν, να αρπάξουν...
Όταν κοιτάζω κάποιον αιφνιδιάζομαι από μία παράξενη επιθυμία να τον κομματιάσω. Γατί θέλω να σκοτώσω και να κομματιάσω κάποιον; Δεν υπάρχουν πια γερμανοί τώρα, ποιόν πρέπει να σκοτώσω λοιπόν;
Θα είμαι μάλλον τρελός. Αλλά η παραφροσύνη μου είναι η πιο τρομερή λογική. Βλέπω πιο μακριά, νιώθω τη ζωή πιο έντονα.
Δεν ξέρω τι είναι ακριβώς, αλλά το σίγουρο είναι ότι υποφέρω πάρα πολύ, πολύ περισσότερο από ό,τι πριν.
Πριν; Να σκεφτείς πως πριν ήμουν ένα παιδί!
Αλλά γίνεται αυτό; Βλέπω τις μαργαρίτες να μεγαλώνουν ειρηνικά, τα χελιδόνια έρχονται και φεύγουν μέσα από τους δρόμους του ουρανού. Αφήστε  με να ζήσω λοιπόν! Και εγώ είμαι μία μαργαρίτα και ένα χελιδόνι. Και εμένα μ' αρέσει η δροσιά και το ανοιχτό γαλάζιο.
Αλλά αντί γι' αυτό... δεμένος με χειροπέδες, πιτσιλισμένος με λάσπη, πεινασμένος. Χωρίς αγάπη, χωρίς ελευθερία.

Και έτσι είναι, αφού έτσι το θέλετε. Με μεταμορφώσατε σε λύκο και λύκος θα παραμείνω. Αλλά μέχρι τώρα έχω γρατζουνίσει μόνο το στήθος μου, αύριο θα θέλω άλλο αίμα. Μην παρακαλέσετε για έλεος τότε. Στο μυαλό μου έχετε γράψει: Μακελειό. Και μακελειό θα είναι.
Ίσως η ανθρωπότητα να είναι βρώμικη. Χρειάζεται να καθαριστεί και γι' αυτό το μπάνιο θα χρειαστεί αίμα.
Ποιος ξέρει, μετά την κάθαρση και την καταστροφή... Ίσως τότε γίνουμε σαν τις μαργαρίτες και τα χελιδόνια. Πόσο όμορφο θα ήταν.
Γι' αυτό, οι ψυχές που πενθείτε στον κόσμο, σας καλώ να συγκεντρωθείτε.
Η σημαία ήδη κυματίζει.
Είναι μαύρη, στέκεται πένθιμα. Εμπρός λοιπόν, άγριοι Προμηθείς. Η κραυγή της εκδίκησης είναι μουσική γλυκιά και αγαπημένη.
 Σήμερα πρέπει να σκοτώσουμε, να σκοτώσουμε... αύριο θα είμαστε μαργαρίτες...
Εμπρός, Ομοσπονδία του Πόνου!

Bruno Filippi ~ Το σκοτεινό γέλιο ενός επαναστάτη
Η μετάφραση του βιβλίου έγινε από τα φυλακισμένα μέλη της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς

Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2014

Γιώργος Σεφέρης



Δεν έχω τίποτα άλλο να σου δώσω τώρα, παρά αυτές τις ανόητες λέξεις
Και πάλι, δε θα σου τις έγραφα, αν δε με παρακινούσε η ελπίδα πως κάποτε, έστω και για μια στιγμή
Όταν σου κρατήσω το χέρι, δυο άνθρωποι, μέσα σ' αυτόν τον ψόφιο κόσμο που μας τριγυρίζει
Θα μπορέσουν να νιώσουν ότι ανασαίνουν επιτέλους, έξω απ’ όλα
Κάποτε, όταν αυτά που λέμε τώρα πάρουν μια ανθρώπινη υπόσταση και πάψουν να τριγυρνούν σα φαντάσματα...

Το δικαίωμα στην τεμπελιά ~ Paul Lafargue

Μια αλλόκοτη τρέλα διακατέχει τις εργατικές τάξεις των εθνών στα οποία βασιλεύει ο καπιταλιστικός πολιτισμός. Αυτή η τρέλα σέρνει στο κατόπι της ατομικές και κοινωνικές δυστυχίες οι οποίες βασανίζουν εδώ και αιώνες τη δύστυχη ανθρωπότητα. Αυτή η τρέλα είναι η αγάπη για τη δουλειά, το θνησιμαίο πάθος για τη δουλειά, που φτάνει μέχρι την εξάντληση των ζωτικών δυνάμεων του ατόμου και των απογόνων του. Αντί να αντιδράσουν σ' αυτό το διανοητικό παραλογισμό, οι ιερείς, οι οικονομολόγοι και οι ηθικολόγοι καθαγίασαν την εργασία...

Για να δοθεί δουλειά σε όλους τους ακαμάτηδες της τωρινής κοινωνίας, για να μπορέσει να αναπτυχθεί απεριόριστα ο βιομηχανικός εξοπλισμός, θα πρέπει η εργατική τάξη να αναπτύξει απεριόριστα τις καταναλωτικές της ικανότητες...

Αν η εργατική τάξη, ξεριζώνοντας από την καρδιά της το διεστραμμένο πάθος που την κυβερνά και διαστρεβλώνει τη φύση της, ύψωνε το ανάστημά της για να σφυρηλατήσει έναν ατσάλινο νόμο που θα απαγόρευε σε όλους να δουλέψουν περισσότερο από τρεις ώρες την ημέρα, η Γη θα ένιωθε να γεννιέται πάνω της ένας καινούριος κόσμος...

Κι ο λύκος ~ Mario Luzi

Όταν οι πάγοι τρίζουν κι ανήσυχα τα ζώα
Από τα παγωμένα περιγιάλια
Κοιτάνε το γιαλό αναστατωμένο
Τα παγόβουνα να παρασύρονται...

Και τα σκυλόψαρα καμακωμένα σπαρταρούν
Με μανία ώσπου ν' ακινητήσουν, κι ο σολομός
Λαχταρισμένος για διαιώνιση κι ετοιμοθάνατος
Σε χείμαρρους ορμητικούς ενάντια πλέει...

Κι ο λύκος
Μ' ένα σπασμό ολάκερης της ζήσης του
Της ζωής των πατέρων και των παιδιών του
Με τη λύσσα τούτη στην καρδιά...

Παίρνει το δρόμο των βουνών
Σβέλτος ξανά πάνω στα γέρικα ποδάρια
Έτοιμος στις φωνές αρχέγονων ανέμων
Που του σφυρίζουν έρωτα, ταξίδι, αρπαγή...

Ζωή όχι δική μου, οδύνη
Που στη νύχτα φέρνω
Κι απ' το χάος
Ξάφνου στα έγκατα τη νιώθεις
Σφαδάζεις μες στις στεναχώριες κάτω απ' το φορτίο...

Ηρωική Άνοιξη ~ Enzo Martucci

Στους νομάδες, τους αλήτες, τους εξεγερμένους...

Που είναι ο άνθρωπος αδέρφια μου, που είναι ο άνθρωπος που αναζητώ;
Που είναι ο γενναίος και ριψοκίνδυνος εξεγερμένος, που είναι ο ηρωικός πολεμιστής, γεμάτος με το όνειρο της ελευθερίας ή του μεγαλείου, όπως οι Αργοναύτες, εκείνος που με όρεξη παιχνιδιού αντιμετωπίζει την τιτάνια μάχη ενάντια στο σύμπαν, για την κατάκτηση μιας υψηλότερης, πιο όμορφης ζωής;
Που είναι η δύναμη, το κουράγιο και το ρίσκο που η παγανιστική μου καρδιά αναρχικά αγαπάει; Που είναι;
Ω! Είναι μάταιο να χολοσκάω ψάχνοντας... Στη σημερινή αστική, βιομηχανική κοινωνία υπάρχουν μόνο ο πάτος και οι δειλοί... Υπάρχουν μόνο δουλικοί σκλάβοι...
Ο ήρωας ανήκει σε μια παλιά εποχή, στη λαμπρότητα των μεγαλόπρεπων επών και της ελεύθερης περιπετειώδους ενέργειας του πολεμιστή...
Ίσως να ανήκει στη μελλοντική Αναρχία, όπου το άτομο δε θα είναι πλέον κάτω από το ζυγό του νόμου και θα δώσει νέα πνοή στις θρασείς πράξεις του παρελθόντος, για τον απόλυτο θρίαμβο του εαυτού του...
Αλλά τώρα; Τώρα υπάρχει μόνο η αποκτηνωμένη πλέμπα, παραιτημένη στη μοίρα της και οι μικρόνοοι, αξιολύπητοι μικροαστοί παραφουσκωμένοι από έπαρση και διαποτισμένοι από χυδαιότητα... Δουλοπρεπή υποκείμενα και δεσποτικοί αφέντες πλατσουρίζουν στη βρωμιά, που καλύπτει τον κόσμο σαν θλιβερό πέπλο, σαν τα σκουλήκια στη λάσπη. Αλλά κάτω από τα κουρέλια του ενός και τα πολυτελή ρούχα του άλλου χτυπάει μια καρδιά κότας. Και οι δυο είναι αδύναμοι, αποχαυνωμένοι...
Έτσι λοιπόν, το προλεταριάτο δε μπορεί να χειραφετηθεί, καθώς ο τύραννος δεν κυριαρχεί λόγω της δικιάς του δύναμης αλλά λόγω της απάθειας και της αποποίησης του λαού...

Σήμερα υπάρχουν μόνο σκουπίδια, λάσπη, κοπριά...

Οι πειρατές έχουν εξαφανιστεί από τους Ωκεανούς, οι ληστές έχουν εξαφανιστεί από τα δάση. Τα ρωμαλέα ένστικτα και τα δραστήρια συναισθήματα της ανθρωπότητας είναι μονάχα μακρινές αναμνήσεις...

Ο ήρωας είναι νεκρός...


Από τη μπροσούρα "Και γελώ...", συλλογή κειμένων του Enzo Martucci...
Είμαι ένας δραπέτης κατάδικος από το San Miguel de los Reyes, αυτό το απαίσιο κάτεργο που η μοναρχία έστησε για να θάψει ζωντανούς όσους, επειδή δεν είναι δειλοί, δεν θα υποτάσσονταν ποτέ στους αισχρούς νόμους που επιβάλλονται από τους ισχυρούς καταπιεσμένους. Με πήγαν εκεί, όπως τόσους άλλους, για να εξαλείψουν μια προσβολή. Συγκεκριμένα, επειδή εξεγέρθηκα ενάντια στις ταπεινώσεις στις οποίες υποβάλλονταν ένα ολόκληρο χωριό εν ολίγοις, επειδή σκότωσα έναν τσιφλικά.

Ήμουν νέος και εξακολουθώ να είμαι νέος, καθώς μπήκα στη φυλακή στα 23 μου και απελευθερώθηκα, χάρη στους αναρχικούς συντρόφους που άνοιξαν τις πύλες, όταν ήμουν 34. Για 11 χρόνια υποβαλλόμουν στο μαρτύριο να μην είμαι άνθρωπος, να είμαι απλώς ένα πράγμα, ένας αριθμός.
Πολλοί κρατούμενοι, που είχαν υποφέρει όπως εγώ από τη μέρα που γεννήθηκαν, απελευθερώθηκαν μαζί μου. Κάποιοι απ' αυτούς τράβηξαν τον δρόμο τους, άλλοι όπως εγώ, ενώθηκαν με τους απελευθερωτές μας, που μας συμπεριφέρθηκαν σαν φίλοι και μας αγάπησαν σαν αδέρφια. Μαζί τους σχηματίσαμε σταδιακά τη Σιδηρά Φάλαγγα, μαζί τους, με αυξανόμενο ρυθμό, σαρώσαμε στρατώνες και αφοπλίσαμε θηριώδεις φρουρές. Και μαζί τους βίαια απωθήσαμε τους φασίστες στα βουνά όπου ακόμα βρίσκονται.

Ούτε ψυχή ποτέ δεν νοιάστηκε για μας. Όλοι τους ακόμα μοιράζονται την κατάπληξη των αστών όταν εγκαταλείπαμε τη φυλακή. Και αντί να μας ενισχύσουν, να μας βοηθήσουν, και να μας υποστηρίξουν, μας συμπεριφέρθηκαν ως παράνομους και μας κατηγόρησαν ως ανεξέλεγκτους, επειδή δεν υποτάξαμε τον ρυθμό των ζωών μας, που επιθυμήσαμε και ακόμα επιθυμούμε να είναι ελεύθερες, στις ηλίθιες ιδιοτροπίες εκείνων που, έχοντας καταλάβει μια θέση σ' ένα υπουργείο ή μια επιτροπή, αλαζονικοί και σαν μεθυσμένοι θεωρούν τους εαυτούς τους ως αφέντες ανθρώπων κι ακόμα επειδή, έχοντας απαλλοτριώσει τις περιουσίες των φασιστών, αλλάξαμε τον τρόπο ζωής στα χωριά απ' όπου περάσαμε, εκμηδενίζοντας τους κτηνώδεις τσιφλικάδες που λήστευαν και βασάνιζαν τους αγρότες και τοποθετώντας τον πλούτο τους στα χέρια των μοναδικών που ήξεραν να τον δημιουργούν, των εργατών.

Οι αστοί και υπάρχουν τόσα πολλά είδη αστών, σε τόσο πολλά μέρη, υφαίνουν αδιάκοπα με το νήμα της συκοφαντίας τις κακόβουλες κατηγορίες με τις οποίες έχουμε "φιλοδωρηθεί", επειδή αυτοί και μόνο αυτοί, έχουν πληγεί από τη δράση μας, από την εξεγερτικότητά μας, από τις άγριες και αδάμαστες επιθυμίες που φέρουμε στις καρδιές μας για να είμαστε ελεύθεροι σαν τους αετούς των βουνοκορφών, σαν τα λιοντάρια της ζούγκλας...

Από τη Nosotros, την εφημερίδα της αναρχικής Σιδηράς Φάλαγγας
Ισπανία, Μάρτιος 1937...

* Προλεγόμενα ~ Εκδόσεις Δαίμων του Τυπογραφείου

Oscar Wilde

Πίσω από τα οδοφράγματα, μπορεί να υπάρχουν πολλά που είναι ευγενικά και ηρωικά.
Αλλά, τι υπάρχει πίσω από το κύριο άρθρο μιας εφημερίδας, πέρα από προκατάληψη, ηλιθιότητα, ψευδολογία και μωρολογία;
Και όταν αυτά τα τέσσερα ενώνονται, σχηματίζουν μια τρομερή δύναμη και συνθέτουν μια νέα εξουσία. Τον παλιό καιρό οι άνθρωπο είχαν τη μέγγενη. Τώρα έχουν τον Τύπο.

Η μοντέρνα δημοσιογραφία δικαιολογεί την ύπαρξή της χάρη στη σπουδαία Δαρβίνεια αρχή της επιβίωσης του χυδαιότερου.
Η διαφορά ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη δημοσιογραφία είναι πως η πρώτη δε διαβάζεται καθόλου, ενώ η δεύτερη δε διαβάζεται με τίποτα...

Hans Richter

Το γέλιο είναι μια αντίδραση ενάντια στην αυστηρότητα.
Γελούσαμε και κοροϊδεύαμε τα πάντα.
Κοροϊδεύαμε τους εαυτούς μας, όπως κοροϊδεύαμε τους καλοχορτασμένους και τους ψευτοειρηνοποιούς.
Παίρναμε το γέλιο μας στα σοβαρά.
Το γέλιο ήταν η μόνη εγγύηση της σοβαρότητας με την οποία, στο ταξίδι μας προς την ανακάλυψη του εαυτού μας, εξασκούσαμε την αντιτέχνη...

Τάλοκ το Αλληγκάρη

Η ιστορία αυτή δεν πρόκειται να διατεθεί ποτέ προς πώληση. Γράφτηκε από αγάπη με αγάπη και αυτό δεν πωλείται, μόνο χαρίζεται. Θα υπάρχει η δυνατότητα να το κατεβάζει όποιος επιθυμεί από κάποια blogs και κάποιες ιστοσελίδες, σε μορφή pdf και να το τυπώνει στον εκτυπωτή του χωρίς χρέωση, αποκλείεται όμως κάθε εμπορική ή οικονομική εκμετάλλευση του από οποιονδήποτε. Αντί αμοιβής, παρακαλούμε προαιρετικά όποιος θέλει να βοηθήσει όποιους, όπως, όποτε και όσο νομίζει από συνανθρώπους μας που έχουν ανάγκη. Όχι στα πλαίσια της φιλανθρωπίας, αλλά της αλληλεγγύης. 
***
Ιστόρηση «Τάλοκ το Αλληγκάρη» Μανόλης Κωνσταντάκης ©
Εικονογράφηση: Ιωάννα Σπανούδη Λογοτεχνική επιμέλεια: Κατερίνα (Fullmoon) Δήμα
Εκτύπωση-Βιβλιοδεσία: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΔΙΟΧΕΙΡΟ© (Μόνοι μας)
Επικοινωνία: mankonst@yahoo.gr
Εισαγωγή
Η ιστορία αυτή πέρασε στο χαρτί με δύσκολο και ταραχώδη τρόπο, ανάμεσα σε τηλεφωνήματα και κρατήσεις γηπέδων και με μεγάλες διακοπές και διαλείμματα. Αυτό που βοήθησε, ευτυχώς, ήταν η αγάπη και η θέρμη του ίδιου του Τάλοκ, όπως καθρεφτιζόταν στα μάτια των παιδιών μου.
Ίσως κάποιοι θεωρήσουν πως είναι μια απλοϊκή ιστορία, αλλά όπου θίγονται ευαίσθητα θέματα, όχι κατάλληλα για παιδιά, και που αρκετούς ενήλικες σίγουρα θα τους ενοχλούσαν. Η ιστορία του Τάλοκ δεν απευθύνεται σ’ αυτούς. Απευθύνεται σε παιδιά που οι γονείς τους οραματίζονται μια καλύτερη κοινωνία, ελεύθερη από προκαταλήψεις, αγκυλώσεις και αυταρχισμούς. Μια κοινωνία όπου οι άνθρωποι θα μπορούν να συνυπάρχουν και να δημιουργούν, να χαίρονται και να προσφέρουν δίκαια, ο καθένας με τις δυνάμεις του, και να απολαμβάνουν ανάλογα με τις ανάγκες τους. Μια κοινωνία ανθρώπων σκεπτόμενων, που η συσσώρευση πλούτου και «δύναμης» δε θα είναι αυτοσκοπός, ούτε θα έχει καν αξία στους κώδικές της, αντίθετα οι άνθρωποι θα ζητούν ίσες ευκαιρίες για όλους ανεξαρτήτως πεποιθήσεων, φυλής, θρησκείας. Μια κοινωνία που θα στηρίζεται στην αλληλεγγύη και την ανεκτικότητα, με ανθρώπους που θα στοχεύουν προς την προσωπική τους βελτίωση, ώστε μέσα από τέτοιες διαδικασίες να καλυτερεύει τελικά και ο κόσμος. Μια κοινωνία χωρίς βία. Η ιστορία του Τάλοκ απευθύνεται σε ανθρώπους που έχουν όνειρα, που τολμούν να προσπαθήσουν γι’ αυτά και που θέλουν και τα παιδιά τους να έχουν επίσης τα δικά τους όνειρα. Είναι μια ιστορία για την αγάπη, την αποδοχή, τη διαφορετικότητα, τις προσδοκίες, την αλληλεγγύη και τη γνώση.
Αυτά προσπαθεί να πει ο Τάλοκ, αυτά προσπαθώ να πω κι εγώ στα παιδιά μου, που ήταν αιτία και αφορμή για να περάσει στο χαρτί η ιστορία αυτή.
Προσοχή λοιπόν!
Αν βρίσκετε κάποιες από τις παραπάνω σκέψεις και έννοιες ενοχλητικές, θα ήταν καλύτερα να μη συνεχίσετε το διάβασμα. Θα χάσετε το χρόνο σας.
Οι υπόλοιποι, εύχομαι να απολαύστε την ιστορία.
Τέλη Νοέμβρη 2013
Μανόλης Κωνσταντάκης
***

ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΣΕ PDF KANONTAΣ ΚΛΙΚ ΕΔΩ

Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2014

Δυο άνθρωποι ~ Τίτος Πατρίκιος

Αν είδες ποτέ στη μέση του δρόμου
Δυο ανθρώπους να τους πηγαίνουν με χειροπέδες
Δεν αποκλείεται ο ένας να ήμουν εγώ
Που με ξαναστέλναν εξορία

Και 'κείνο το πρωί είχα και 'σένα
Τόσα όνειρα
Για τη δουλειά που θα 'βρισκα
Για έναν περίπατο στα φώτα και την άσφαλτο
Για λίγο ήλιο
Και 'κείνος
Που ξαφνικά τα σίδερα τον 'δέσαν στο κορμί του
Είχε και 'κείνος χαραγμένα τα όνειρά του
Στο αυστηρό του πρόσωπο
(Τον πήρανε χαράματα στις έξι από τη γυναίκα του...)

'Όταν βλέπεις στο δρόμο δυο ανθρώπους

Με χειροπέδες
Μη νομίσεις τίποτα περισσότερο
Μη νομίσεις τίποτα λιγότερο

Δυο άνθρωποι
Σαν και σένα

Social-Revolution: Συγκέντρωση έξω απ' τις Φυλακές Κορυδαλλού 31 Δεκεμβρίου 2013