Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

George Orwell ~ 1984

Κάποτε περπατούσε σ' ένα πλημμυρισμένο από κόσμο δρόμο, όταν σε μια μικρή απόσταση ακούστηκε μια φασαρία τρομαχτική από εκατοταντάδες φωνές, γυναικείες φωνές. Ήταν ένα καταπληκτικό ξέσπασμα θυμού και απελπισίας, ένα δυνατό "ωχ" που αντηχούσε  σαν μια τεράστια καμπάνα. Η καρδιά του φτερούγισε. "Άρχισε", σκέφτηκε. "Επανάσταση! Οι προλετάριοι προκάνανε επιτέλους!" Όταν έφτασε κοντά, είδε μια μετά από διακόσιες ή τριακόσιες γυναίκες που στριμώχνονταν γύρω στα παραπήγματα μιας αγοράς δρόμου, με πρόσωπα τόσο τραγικά σαν να ήταν οι επιβάτες ενός πλοίου που βυθιζότανε. Αλλ' εκείνη τη στιγμή η γενική απελπισία μοιράστηκε σ' αμέτρητους προσωπικούς καυγάδες. Φαίνεται σ' ένα παράπηγμα πουλούσανε πιάτα τσίγκινα. Ήταν κάτι απερίγραπτα καλοφτιαγμένα πράγματα, αλλά ήτανε κατσαρόλες, ένα είδος πολύ σπάνιο. Τώρα χωρίς να το περιμένει κανείς, τις πουλάγανε. Αυτές που' χαν πάρει, σπρώχνονταν από τις άλλες και προσπαθούσαν να ξεφύγουν με τις κατσαρόλες τους, ενώ ντουζίνες άλλες γύρω στο κιόσκι κατηγορούσαν τον μαγαζάτορα πως έκανε χάρες και πως κάπου φύλαγε κατσαρόλες για ρεζέρβα. Σε λίγο ξέσπασε καινούρια φασαρία. Δυο πρησμένες γυναίκες, η μια με λυτά μαλλιά, είχαν πιάσει την ίδια κατσαρόλα και προσπαθούσε η κάθε μια να την αρπάξει απ' τα χέρια της άλλης. Για μια στιγμή, καθώς την τραβάγανε κι οι δυο, το χερούλι έσπασε. Ο Ουίνστον τις κοίταζε αηδιασμένος. Και πάλι όμως, τι φοβερή κραυγή ήταν εκείνη που βγήκε μόνο από δυο τρεις εκατοντάδες λάρυγγες. Γιατί να μην ξεσηκώνονται για κάτι που να 'χε σημασία; 
                  Έγραψε:

"Μέχρι να το καταλάβουν δεν θα επαναστατήσουν και μέχρι να επαναστατήσουν δεν θα το καταλάβουν."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου