Κάποτε που ο Καλός Θεός τριγύριζε γι' ακόμα μια φορά στη Γη, σκοτείνιασε, κι έτσι εχτύπησε την πόρτα ενός πλούσιου και του ζήτησε να μείνει τη νύχτα.
Όμως ο πλούσιος δεν κατάλαβε ποιος στεκόταν εκεί μπροστά του και του είπε:
"Μπες μέσα, άγνωστε ξένε, ευτυχώς που χτύπησες την πόρτα μου. Θα ζητήσω αμέσως να σου ετοιμάσουν το καλύτερο κρεβάτι σ' όλο το σπίτι, αλλά στο μεταξύ να σου προσφέρω υπέροχα κουλουράκια και εξαίσια κρασιά;"
Τότε ο Καλός Θεός του αποκάλυψε ποιος ήταν και του είπε χαρούμενος:
"Η προσφορά σου είναι πολύ φιλική πλούσιε. Τις προηγούμενες φορές που τριγύριζα πάνω στη Γη, αναγκαζόμουνα πάντα να μένω σε φτωχούς. Κι εκεί, ειλικρινά, δε μ' άρεσε καθόλου, εκεί όλα ήταν - μεταξύ μας - πολύ φτωχικά και μίζερα".
Κι αφού απόσωσαν τα λόγια τους, άρχισαν να τρώνε και να πίνουν με την καρδιά τους κι οι δυο, και η βραδιά κύλησε όμορφα κι ωραία...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου