Από όλα όσα έχουν γραφτεί, αγαπώ μόνο αυτό που γράφει κανείς με το αίμα του ~ F. W. Nietzsche
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τάσος Λειβαδίτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τάσος Λειβαδίτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Τετάρτη 2 Απριλίου 2014
Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014
Τάσος Λειβαδίτης ~ Εκείνο
Έρχονται ώρες, που ξαφνικά σε πλημμυρίζει ολάκερο
Η νοσταλγία του ανέκφραστου - σαν τη θολή, αόριστη ανάμνηση απ' τη γεύση ενός καρπού
Πού 'φαγες κάποτε, πριν χρόνια, σαν ήσουνα παιδί
Μια μέρα μακρινή, λιόλουστη - και θέλεις να τη θυμηθείς
Κι όλο ξεφεύγει. Τα μάτια σου
Γεμίζουν τότε από να θάμπος χαμένων παιδικών καιρών
Ή ίσως κι από δάκρυα.
Γι' αυτό, σας λέω, πιστεύετε πάντοτε έναν άνθρωπο που κλαίει
Είναι η στιγμή που σας απλώνει το χέρι του
Φιμωμένο και γιγάντιο
Εκείνο που ποτέ δε θα ειπωθεί...
Η νοσταλγία του ανέκφραστου - σαν τη θολή, αόριστη ανάμνηση απ' τη γεύση ενός καρπού
Πού 'φαγες κάποτε, πριν χρόνια, σαν ήσουνα παιδί
Μια μέρα μακρινή, λιόλουστη - και θέλεις να τη θυμηθείς
Κι όλο ξεφεύγει. Τα μάτια σου
Γεμίζουν τότε από να θάμπος χαμένων παιδικών καιρών
Ή ίσως κι από δάκρυα.
Γι' αυτό, σας λέω, πιστεύετε πάντοτε έναν άνθρωπο που κλαίει
Είναι η στιγμή που σας απλώνει το χέρι του
Φιμωμένο και γιγάντιο
Εκείνο που ποτέ δε θα ειπωθεί...
Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014
Τάσος Λειβαδίτης
Κι ακούμπησε το φανάρι που κρατούσε κάτω στο πάτωμα
Κι ο ίσκιος του μεγάλωσε στον τοίχο
Και τον ερώτησε: Που έχεις κρυμμένα τα όπλα;
Κι εκείνος, κανείς δεν ξέρει αν από σύμπτωση, ή ίσως για ν' απαντήσει έβαλε το χέρι πάνω στην καρδιά του
Και τότε τον χτύπησε
Ύστερα μπήκε άλλος άνθρωπος που 'χε χάσει το πρόσωπό του και τον χτύπησε κι αυτός
Κι οι άνθρωποι που 'χαν χάσει το πρόσωπό τους, ήσαν πολλοί
Και ξημέρωσε
Και βράδιασε
Ημέρες σαράντα
Κι ήρθαν στιγμές που φοβήθηκε πως θα χάσει το λογικό του
Και τον έσωσε μια μικρή αράχνη στη γωνιά, που την έβλεπε ακούραστη κι υπομονετική να υφαίνει τον ιστό της
Και κάθε μέρα της τον χάλαγαν με τις μπότες τους μπαίνοντας
Κι εκείνη ξανάρχιζε κάθε μέρα
Και της τον χάλαγαν πάλι
Κι άρχιζε ξανά
Εις τους αιώνας των αιώνων...
Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014
Τάσος Λειβαδίτης
Ναι αγαπημένη μου
Εμείς γι᾿ αυτά τα λίγα κι απλά πράγματα πολεμάμε
Για να μπορούμε να ῾χουμε μια πόρτα, εν᾿ άστρο, ένα σκαμνί
Ένα χαρούμενο δρόμο το πρωί
Ένα ήρεμο όνειρο το βράδυ
Για να ῾χουμε έναν έρωτα που να μη μας τον λερώνουν
Ένα τραγούδι που να μπορούμε να τραγουδάμε...
Όμως αυτοί σπάνε τις πόρτες μας
Πατάνε πάνω στον έρωτά μας
Πριν πούμε το τραγούδι μας
Μας σκοτώνουν...
Μας φοβούνται και μας σκοτώνουν
Φοβούνται τον ουρανό που κοιτάζουμε
Φοβούνται το πεζούλι που ακουμπάμε
Φοβούνται το αδράχτι της μητέρας μας και το αλφαβητάρι του παιδιού μας
Φοβούνται τα χέρια σου που ξέρουν να αγκαλιάζουν τόσο τρυφερά
Και να μοχτούν τόσο αντρίκια
Φοβούνται τα λόγια που λέμε οι δυο μας με φωνή χαμηλωμένη
Φοβούνται τα λόγια που θα λέμε αύριο όλοι μαζί
Μας φοβούνται, αγάπη μου, και όταν μας σκοτώνουν
Νεκρούς μας φοβούνται πιο πολύ...
Εμείς γι᾿ αυτά τα λίγα κι απλά πράγματα πολεμάμε
Για να μπορούμε να ῾χουμε μια πόρτα, εν᾿ άστρο, ένα σκαμνί
Ένα χαρούμενο δρόμο το πρωί
Ένα ήρεμο όνειρο το βράδυ
Για να ῾χουμε έναν έρωτα που να μη μας τον λερώνουν
Ένα τραγούδι που να μπορούμε να τραγουδάμε...
Όμως αυτοί σπάνε τις πόρτες μας
Πατάνε πάνω στον έρωτά μας
Πριν πούμε το τραγούδι μας
Μας σκοτώνουν...
Μας φοβούνται και μας σκοτώνουν
Φοβούνται τον ουρανό που κοιτάζουμε
Φοβούνται το πεζούλι που ακουμπάμε
Φοβούνται το αδράχτι της μητέρας μας και το αλφαβητάρι του παιδιού μας
Φοβούνται τα χέρια σου που ξέρουν να αγκαλιάζουν τόσο τρυφερά
Και να μοχτούν τόσο αντρίκια
Φοβούνται τα λόγια που λέμε οι δυο μας με φωνή χαμηλωμένη
Φοβούνται τα λόγια που θα λέμε αύριο όλοι μαζί
Μας φοβούνται, αγάπη μου, και όταν μας σκοτώνουν
Νεκρούς μας φοβούνται πιο πολύ...
Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013
Τάσος Λειβαδίτης
Εγώ κι εσύ και τα εκατομμύρια τιποτένιοι σαν και σένα και σαν εμένα.
Υποκριτές, φιλόδοξοι, μικρόψυχοι, εγωιστές, δειλοί εμείς κρατάμε μες στα ένοχα παράφορα τούτα χέρια τις τύχες του κόσμου.
Να το θυμάσαι αυτό...
Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013
Μια μέρα σαν τις άλλες ~ Τάσος Λειβαδίτης
Το να ξυπνάς ντυμένος στο κρεβάτι, σ’ ένα δωμάτιο που το βλέπεις για πρώτη φορά, είναι βέβαια, ένας κακός οιωνός για τη μέρα που αρχίζει. Μα να μη θυμάσαι καθόλου το πώς βρέθηκες μέσα σε τούτο το άγνωστο σπίτι καταντάει λίγο σαν εφιάλτης.
"Μήπως με βρήκαν μεθυσμένο χτες το βράδυ και με περιμάζεψαν;" σκέφτηκα.
Μου συνέβαινε καμιά φορά. Το στόμα μου όμως ήταν περίφημα, χωρίς εκείνη την ξινή, τραχιά γεύση του χωνεμένου κρασιού. Και το κεφάλι μου ανάλαφρο.
Κοίταξα γύρω το δωμάτιο μήπως μπορέσω να θυμηθώ. Ήταν ευρύχωρο, σχεδόν βαρετά ευρύχωρο, με ψηλό ταβάνι, τέτοια δωμάτια πρέπει να ’χουν κάτι παλιά γερασμένα αρχοντικά που βλέπεις καμιά φορά σε μακρινά σημεία της πόλης. Μοναδική επίπλωση το κρεβάτι που’ μουνα πλαγιασμένος, κι αυτό παλαιϊκό, φαρδύ, με μαύρα σιδερένια κάγκελα, και σε μια εσοχή του τοίχου ένας θαμπός νιπτήρας, σαν κείνους στα φτηνά ξενοδοχεία των συνοικιών. Το πιο περίεργο απ’ όλα ήταν ένα παράθυρο κοντά στην οροφή. Μα ένα παράθυρο που δεν ήταν δικό μου, θέλω να πω, δεν ήταν της κάμαρας που βρισκόμουνα. Το παράθυρο ανήκε στο διπλανό σπίτι κι οι γρίλιες του ανοίγαν προς τα μένα.
"Τόσο έφτασε, λοιπόν, στο αδιαχώρητο η ανοικοδόμηση της πόλης, συλλογίστηκα, που τα παράθυρα του ενός σπιτιού κοιτάζουν μέσα στο άλλο;"
Πίσω στα τζάμια ένας άνθρωπος απροσδιόριστος, έκανε πως τηλεφωνεί, ενώ με την άκρη του ματιού κάρφωνε κάθε κίνησή μου. Ήμουνα έτοιμος να κάνω μια σειρά σκέψεις γύρω από την πολεοδομική και την αλματώδη αύξηση του πληθυσμού, όταν στο βάθος άνοιξε η πόρτα και μπήκε ένας γερασμένος κυρτός άντρας με αραιά, άσπρα μαλλιά κρατώντας ένα δίσκο στο χέρι. Το πρόσωπό του σα να μου φάνηκε γνωστό, χωρίς όμως να μπορώ και με ακρίβεια να το βεβαιώσω.
"Μήπως με βρήκαν μεθυσμένο χτες το βράδυ και με περιμάζεψαν;" σκέφτηκα.
Μου συνέβαινε καμιά φορά. Το στόμα μου όμως ήταν περίφημα, χωρίς εκείνη την ξινή, τραχιά γεύση του χωνεμένου κρασιού. Και το κεφάλι μου ανάλαφρο.
Κοίταξα γύρω το δωμάτιο μήπως μπορέσω να θυμηθώ. Ήταν ευρύχωρο, σχεδόν βαρετά ευρύχωρο, με ψηλό ταβάνι, τέτοια δωμάτια πρέπει να ’χουν κάτι παλιά γερασμένα αρχοντικά που βλέπεις καμιά φορά σε μακρινά σημεία της πόλης. Μοναδική επίπλωση το κρεβάτι που’ μουνα πλαγιασμένος, κι αυτό παλαιϊκό, φαρδύ, με μαύρα σιδερένια κάγκελα, και σε μια εσοχή του τοίχου ένας θαμπός νιπτήρας, σαν κείνους στα φτηνά ξενοδοχεία των συνοικιών. Το πιο περίεργο απ’ όλα ήταν ένα παράθυρο κοντά στην οροφή. Μα ένα παράθυρο που δεν ήταν δικό μου, θέλω να πω, δεν ήταν της κάμαρας που βρισκόμουνα. Το παράθυρο ανήκε στο διπλανό σπίτι κι οι γρίλιες του ανοίγαν προς τα μένα.
"Τόσο έφτασε, λοιπόν, στο αδιαχώρητο η ανοικοδόμηση της πόλης, συλλογίστηκα, που τα παράθυρα του ενός σπιτιού κοιτάζουν μέσα στο άλλο;"
Πίσω στα τζάμια ένας άνθρωπος απροσδιόριστος, έκανε πως τηλεφωνεί, ενώ με την άκρη του ματιού κάρφωνε κάθε κίνησή μου. Ήμουνα έτοιμος να κάνω μια σειρά σκέψεις γύρω από την πολεοδομική και την αλματώδη αύξηση του πληθυσμού, όταν στο βάθος άνοιξε η πόρτα και μπήκε ένας γερασμένος κυρτός άντρας με αραιά, άσπρα μαλλιά κρατώντας ένα δίσκο στο χέρι. Το πρόσωπό του σα να μου φάνηκε γνωστό, χωρίς όμως να μπορώ και με ακρίβεια να το βεβαιώσω.
- Βράδιασε κιόλας, είπε, με κάπως κουρασμένη φωνή, κι ακούμπησε πλάι μου, στο κρεβάτι, το δίσκο με το φλιτζάνι.
Πριν προφτάσω να τον ρωτήσω πού βρίσκομαι είχε κιόλας βγει, κλείνοντας την πόρτα πίσω του. "Μάλλον ξενοδοχείο θα ’ναι, καλά το κατάλαβα" και κοίταξα ξανά το θαμπό νιπτήρα.
"Πρέπει όμως να ’ναι η τελευταία φορά που κάνω αυτή την ανέμελη, τι ανέμελη, την αηδιαστική ζωή, να γυρίζω στα καπηλειά και τα ξενοδοχεία. Στο τέλος, δεν είμαι πια παιδί".
Οι υγιεινές τούτες αποφάσεις μου δώσαν κουράγιο κι ένοιωθα αρκετά ευδιάθετος όταν γύρισα να πάρω το φλιτζάνι. Μα το φλιτζάνι ήταν άδειο. Ωραίο κι αυτό!
"Μήπως χύθηκε;" Έσκυψα να δω κάτω στο πάτωμα· ούτε στάλα. Είχα ανοίξει κιόλας το στόμα μου να βάλω τις φωνές και να κατσαδιάσω αυτό το γερο βλάκα τον ξενοδόχο, όταν μια σκέψη με καθησύχασε.
"Καλύτερα, ποιος ξέρει πόσες ώρες θα ’χανε ψήσει τον καφέ, κι αν τον είχαν αφήσει έρημο στην κουζίνα και τον είχε μαγαρίσει καμιά γάτα; Δεν αποκλείεται πριν μου τον σερβίρει να 'χε βγάλει ωραία-ωραία από μέσα μια κατσαρίδα ή και έναν ολόκληρο ποντικό. Αμ’ τους ξέρω εγώ αυτούς τους τύπους. Με μια λέξη, είσαι πιο τυχερός, όταν οι άλλοι δε σου προσφέρουν τίποτα, πίσω απ’ την προσφορά τους, να 'σαι βέβαιος, παραμονεύει πάντα κάποιος κίνδυνος".
Είναι αλήθεια πως απόρησα γι’ αυτήν την τόσο απάνθρωπη σκέψη μου, εγώ που ’χα εντρυφήσει σε τόσο φιλολαϊκά συγγράμματα, κι είχα συγγράψει μάλιστα κι ο ίδιος μια πραγματεία για τα ξωτικά και τα φαντάσματα στη λαϊκή παράδοση. Στο μεταξύ ο άνθρωπος ψηλά στ’ ανοιχτό παράθυρο έκανε πως τηλεφωνεί.
Είναι αλήθεια πως απόρησα γι’ αυτήν την τόσο απάνθρωπη σκέψη μου, εγώ που ’χα εντρυφήσει σε τόσο φιλολαϊκά συγγράμματα, κι είχα συγγράψει μάλιστα κι ο ίδιος μια πραγματεία για τα ξωτικά και τα φαντάσματα στη λαϊκή παράδοση. Στο μεταξύ ο άνθρωπος ψηλά στ’ ανοιχτό παράθυρο έκανε πως τηλεφωνεί.
"Στο διάβολο, δεν μπορεί πια κανείς ούτε μέσα στην κάμαρά του να μείνει μονάχος. Είναι ανάγκη αυτά τα παράθυρα ν’ ανοίγουν πάνω στα μούτρα σου;"
Σηκώθηκα, με την απόφαση να φύγω το γρηγορότερο από δω μέσα, έστω κι αν είχα πληρώσει για ένα ολάκερο μήνα προκαταβολή. Έπιασα, αρκετά νευριασμένος, το πόμολο της πόρτας, κι άνοιξα με δύναμη. Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκα, ο γερασμένος άντρας που μου ’φερε το άδειο φλιτζάνι, ήταν ολόιδιος ο γερο επιστάτης του σχολείου που πήγαινα παιδί.
"Μα πώς; Αναρωτήθηκα. Τότε θα ’ταν εξήντα χρονών περίπου. Κι έχουν περάσει άλλα τριάντα χρόνια; Θα ’πρεπε να ’χει πεθάνει".
Τον αγαπούσα αυτόν τον επιστάτη, με τα αιώνια δακρυσμένα μάτια και το μεγάλο κουδούνι που έβαζε τέρμα στην ακατάσχετη φλυαρία των δασκάλων. Μα γιατί μου ’φερε το φλιτζάνι άδειο;
"Ίσως να ’ναι ο γιος του". Παραδέχτηκα πως αυτό ήταν το πιο φυσικό, όταν εκεί, μπροστά στα πόδια μου, στη γωνιά του τοίχου είδα ένα μεγάλο κουδούνι.
"Αυτό καταντάει αστείο", έκανα, κάπως, βέβαια επηρεασμένος από το αναπάντεχο εύρημα. Έσκυψα και το σήκωσα. Θα ’παιρνα όρκο πως ήταν το ίδιο εκείνο κουδούνι του σχολείου, μα άλλαξα αμέσως γνώμη.
"Μην είσαι χαζός. Όλα τα κουδούνια μοιάζουν". Καθώς το κοίταζα με περιέργεια, είδα πως έλειπε το γλωσσίδι, "άχρηστο πια, σκέφτηκα, γι’ αυτό το άφησαν έξω απ’ την πόρτα μου". Και χωρίς να το καταλάβω άρχισα να το κουνάω. Ξαφνιάστηκα με την κίνησή μου και με το βαρύ, κάπως αλλόκοτο, συναίσθημα που μου ’δωσε, ένα κουδούνι να πηγαίνει πέρα δώθε χωρίς ν’ ακούγεται κανένας ήχος, λες κι είχα αφαιρέσει όλο τον αέρα γύρω μου. Πήρα μια βαθιά εισπνοή σα να πνιγόμουν. Ακούμπησα το κουδούνι στη θέση του και διασχίζοντας το διάδρομο γρήγορα γρήγορα κατέβηκα την ξύλινη σκάλα. Μα αντί να βγω στο δρόμο βρέθηκα στην αίθουσα ενός καφενείου. Το απροσδόκητο τούτο μ’ έκανε να μην παραξενεύομαι πια με τίποτα.
Το καφενείο θα ’χε το ουδέτερο χρώμα όλων των καφενείων της γης, αν στο βάθος δεν υπήρχαν τρία κρεβάτια. Τρεις άρρωστοι, προφανώς, σκεπασμένοι με σταχτιές στρατιωτικές κουβέρτες. Θυμήθηκα την επαρχία, που έζησα ένα διάστημα, και που στο ίδιο μαγαζί που πουλούσε είδη κιγκαλερίας σου προσφέρανε και Πρώτες Βοήθειες, τίποτα λιποθυμίες, πολύ πιοτό ή κανά φονικό για λόγους τιμής. Μα για όνομα του Θεού, εδώ είναι πρωτεύουσα! Ή μήπως συμβαίνει τίποτα πιο τρομερό; Κι ο νους μου πήγε στους τραυματίες, σε μια παλιά επανάσταση, που ελλείψει νοσοκομείων τους βάζαμε στα πιο απίθανα μέρη. Κάποτε ακουμπήσαμε έναν πληγωμένο σύντροφό μας σ’ ένα μαγαζί που πουλούσε είδη γάμου. Κι επειδή κρύωνε, σε λίγο πέθανε, τον σκεπάσαμε με πολλά κάτασπρα νυφικά φορέματα.
Στο ακρινό κρεβάτι, πλάι στην έξοδο, αναγνώρισα μια εξαδέρφη μου, που την είχα κάποτε αγαπήσει, στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια. Ήξερα πως πριν ένα χρόνο της είχαν οι γιατροί αφαιρέσει το ’να στήθος, από καρκίνο. Μήπως ήταν και πάλι άρρωστη, ανησύχησα. Δίπλα της, όρθιος με κείνο το παχουλό, πάντα γελαστό πρόσωπο, έστεκε ο πεθαμένος πατέρας της.
- Μας ξέχασες, είπε, σ’ ένα τόνο κάπως αστείο. Ούτε έρχεσαι να μας δεις καμιά φορά.
Ο θείος μου, βέβαια, θα εννοούσε το νεκροταφείο. Πραγματικά δεν είχα πάει ούτε μια φορά να δω το μέρος που τον θάψανε. Προσπάθησα να δικαιολογηθώ:
- Θείε μου, έκανα, ξέρετε, ένα σωρό ασχολίες, πού να σ’ αφήσουν καιρό.
Χαμογέλασε καλόκαρδα, σαν τάχα να με καταλάβαινε, ενώ η άρρωστη με κινήσεις που δεν ήθελε να φαίνονται, διόρθωνε, κάτω απ’ το νυχτικό, το δεξί ψεύτικο στήθος της. Στην άλλη άκρη του καφενείου δυο τρεις συντροφιές παίζαν χαρτιά, ακουγόντουσαν καθαρά, τα πειράγματα και οι χοντρές βρισιές τους.
Κοίταξα το ρολόι μου. Είχα ραντεβού με την κοπέλα μου, συνδεόμαστε αρκετό καιρό, μα σκόπευα να περάσω πρώτα να δω τη μητέρα μου που έμενε σ’ ένα προάστιο. Χαιρέτησα το θείο και την εξαδέλφη μου και βγήκα. Στάθηκα στη στάση του λεωφορείου και περίμενα. Ήταν φθινόπωρο κι όπως βασίλευε ο ήλιος οι στέγες παίρναν κάθε τόσο καινούργιες αποχρώσεις – κόκκινες, μενεξεδένιες, χρυσαφιές.
Ήδη, θα ’μουνα από αρκετή ώρα πια στο λεωφορείο, όταν, όχι χωρίς έκπληξη, πρόσεξα πως ήταν μισό. Μάλιστα μισό, ένα λεωφορείο κομμένο στη μέση. Το τιμόνι ήταν στο πίσω μέρος, πίσω απ’ τους επιβάτες και τ’ οδηγούσε μια γυναίκα με χοντρά μυωπικά γυαλιά, γεροντοκόρη ασφαλώς. "Επιτέλους, σκέφτηκα, οι αρμόδιοι βρήκαν έναν έξυπνο τρόπο να λιγοστέψουν τις δαπάνες. Κι αυτή η γυναίκα στο τιμόνι; Αρχίζουμε να εκπολιτιζόμαστε. Η γυναίκα παίρνει στην κοινωνία τη θέση που της αξίζει".
Το καφενείο θα ’χε το ουδέτερο χρώμα όλων των καφενείων της γης, αν στο βάθος δεν υπήρχαν τρία κρεβάτια. Τρεις άρρωστοι, προφανώς, σκεπασμένοι με σταχτιές στρατιωτικές κουβέρτες. Θυμήθηκα την επαρχία, που έζησα ένα διάστημα, και που στο ίδιο μαγαζί που πουλούσε είδη κιγκαλερίας σου προσφέρανε και Πρώτες Βοήθειες, τίποτα λιποθυμίες, πολύ πιοτό ή κανά φονικό για λόγους τιμής. Μα για όνομα του Θεού, εδώ είναι πρωτεύουσα! Ή μήπως συμβαίνει τίποτα πιο τρομερό; Κι ο νους μου πήγε στους τραυματίες, σε μια παλιά επανάσταση, που ελλείψει νοσοκομείων τους βάζαμε στα πιο απίθανα μέρη. Κάποτε ακουμπήσαμε έναν πληγωμένο σύντροφό μας σ’ ένα μαγαζί που πουλούσε είδη γάμου. Κι επειδή κρύωνε, σε λίγο πέθανε, τον σκεπάσαμε με πολλά κάτασπρα νυφικά φορέματα.
Στο ακρινό κρεβάτι, πλάι στην έξοδο, αναγνώρισα μια εξαδέρφη μου, που την είχα κάποτε αγαπήσει, στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια. Ήξερα πως πριν ένα χρόνο της είχαν οι γιατροί αφαιρέσει το ’να στήθος, από καρκίνο. Μήπως ήταν και πάλι άρρωστη, ανησύχησα. Δίπλα της, όρθιος με κείνο το παχουλό, πάντα γελαστό πρόσωπο, έστεκε ο πεθαμένος πατέρας της.
- Μας ξέχασες, είπε, σ’ ένα τόνο κάπως αστείο. Ούτε έρχεσαι να μας δεις καμιά φορά.
Ο θείος μου, βέβαια, θα εννοούσε το νεκροταφείο. Πραγματικά δεν είχα πάει ούτε μια φορά να δω το μέρος που τον θάψανε. Προσπάθησα να δικαιολογηθώ:
- Θείε μου, έκανα, ξέρετε, ένα σωρό ασχολίες, πού να σ’ αφήσουν καιρό.
Χαμογέλασε καλόκαρδα, σαν τάχα να με καταλάβαινε, ενώ η άρρωστη με κινήσεις που δεν ήθελε να φαίνονται, διόρθωνε, κάτω απ’ το νυχτικό, το δεξί ψεύτικο στήθος της. Στην άλλη άκρη του καφενείου δυο τρεις συντροφιές παίζαν χαρτιά, ακουγόντουσαν καθαρά, τα πειράγματα και οι χοντρές βρισιές τους.
Κοίταξα το ρολόι μου. Είχα ραντεβού με την κοπέλα μου, συνδεόμαστε αρκετό καιρό, μα σκόπευα να περάσω πρώτα να δω τη μητέρα μου που έμενε σ’ ένα προάστιο. Χαιρέτησα το θείο και την εξαδέλφη μου και βγήκα. Στάθηκα στη στάση του λεωφορείου και περίμενα. Ήταν φθινόπωρο κι όπως βασίλευε ο ήλιος οι στέγες παίρναν κάθε τόσο καινούργιες αποχρώσεις – κόκκινες, μενεξεδένιες, χρυσαφιές.
Ήδη, θα ’μουνα από αρκετή ώρα πια στο λεωφορείο, όταν, όχι χωρίς έκπληξη, πρόσεξα πως ήταν μισό. Μάλιστα μισό, ένα λεωφορείο κομμένο στη μέση. Το τιμόνι ήταν στο πίσω μέρος, πίσω απ’ τους επιβάτες και τ’ οδηγούσε μια γυναίκα με χοντρά μυωπικά γυαλιά, γεροντοκόρη ασφαλώς. "Επιτέλους, σκέφτηκα, οι αρμόδιοι βρήκαν έναν έξυπνο τρόπο να λιγοστέψουν τις δαπάνες. Κι αυτή η γυναίκα στο τιμόνι; Αρχίζουμε να εκπολιτιζόμαστε. Η γυναίκα παίρνει στην κοινωνία τη θέση που της αξίζει".
Το μυαλό μου θρεμμένο απ’ τα κοινωνιολογικά διαβάσματα είχε αμέσως έτοιμη μιαν απάντηση για το κάθε τι. Και πολύ με κολάκευε αυτή η ικανότητά μου.
Οι άλλοι επιβάτες δεν φαίνονταν να δίνουν και πολλή σημασία σ’ αυτές τις καινοτομίες: ένας όμορφος νεαρός, δυο κοπέλες και μερικοί άλλοι, άχρωμοι. Ο νεαρός, σε μια ηλικία που ’χα κι εγώ κάποτε, ήθελε να επιδειχθεί και μην έχοντας καθόλου φαντασία να βρει κάτι πρωτότυπο σηκώθηκε όρθιος κι άρχισε κάτι ασυναρτησίες, που όμως, αν τις συναρμολογούσες, καταλάβαινες καθαρά πως ήταν μια βαριά προσβολή για μένα. Οι κοπέλες χαχάνιζαν. Εγώ, έκανα τάχα πως είμαι αφηρημένος. Κοίταζα, έξω τα γκρίζα τοπία, είχε αρχίζει να βραδιάζει πια, κι έκανα ένα σωρό σκέψεις για τις επιτεύξεις της τεχνικής, τον κοινωνικό ρόλο της γυναίκας κλπ. κλπ. στο βάθος, βέβαια, προσπαθώντας να μη σκέφτομαι αυτόν τον αυθάδη νεαρό που όλο γινόταν και πιο συγκεκριμένος στα πειράγματά του. Παρ’ όλα αυτά, δεν κατέβηκα εκεί που έπρεπε, μα δυο στάσεις παρακάτω.
Οι άλλοι επιβάτες δεν φαίνονταν να δίνουν και πολλή σημασία σ’ αυτές τις καινοτομίες: ένας όμορφος νεαρός, δυο κοπέλες και μερικοί άλλοι, άχρωμοι. Ο νεαρός, σε μια ηλικία που ’χα κι εγώ κάποτε, ήθελε να επιδειχθεί και μην έχοντας καθόλου φαντασία να βρει κάτι πρωτότυπο σηκώθηκε όρθιος κι άρχισε κάτι ασυναρτησίες, που όμως, αν τις συναρμολογούσες, καταλάβαινες καθαρά πως ήταν μια βαριά προσβολή για μένα. Οι κοπέλες χαχάνιζαν. Εγώ, έκανα τάχα πως είμαι αφηρημένος. Κοίταζα, έξω τα γκρίζα τοπία, είχε αρχίζει να βραδιάζει πια, κι έκανα ένα σωρό σκέψεις για τις επιτεύξεις της τεχνικής, τον κοινωνικό ρόλο της γυναίκας κλπ. κλπ. στο βάθος, βέβαια, προσπαθώντας να μη σκέφτομαι αυτόν τον αυθάδη νεαρό που όλο γινόταν και πιο συγκεκριμένος στα πειράγματά του. Παρ’ όλα αυτά, δεν κατέβηκα εκεί που έπρεπε, μα δυο στάσεις παρακάτω.
"Είναι κι αυτό μια νίκη" ήμουν έτοιμος να σκεφτώ. Μα απλώς είχα σαστίσει και δεν πρόσεξα την στάση που ήθελα.
Βρέθηκα σ’ ένα συνοικισμό, θα ’πρεπε να 'ταν κάπου κοντά στα Σφαγεία της πόλης, γιατί ακουγόντουσαν κάθε τόσο θρηνητικά μουγκρητά και μια γλυφή μυρουδιά αίματος πλανιόταν τριγύρω. Από μακριά όλα ήταν ήσυχα και γραφικά σαν τα μικρά ορεινά χωριά που βλέπεις περνώντας με το τραίνο. Μα μόλις μπήκα λίγο στο εσωτερικό ο θόρυβος κι οι φωνές με απογοήτευσαν. Είχε πολλά μαγαζιά, όλα κρεοπωλεία, κι οι μαγαζάτορες, όπως βράδιαζε, στέκαν στις πόρτες κοιτώντας αόριστα το κενό. Τα πρόσωπα ήταν χοντρά και αιματώδη.
Πιο κει δυο γυναίκες λογόφερναν κι οι παραγιοί απ’ τα διπλανά καπηλειά χάζευαν με τα σαγόνια κρεμασμένα. Προσπάθησα να θυμηθώ αν είχα ξαναπεράσει από δω, μήπως και προσανατολιστώ. Μάταια όμως. Βέβαια, όλα, κάτι μου θύμιζαν, μα στον κόσμο μοιάζουν όλα τόσο πολύ. Να, πριν από λίγα χρόνια μ’ είχε πιάσει μια αλλόκοτη μανία σε κάθε περαστικό που αχνογράφονταν μέσα στο σούρουπο ή στα θολά φώτα της νύχτας, να βλέπω ένα φίλο μου, παλιό, που ’χε αυτοκτονήσει. Εγώ, προσωπικά, δεν είχα παίξει κανένα ρόλο στην αυτοκτονία του, απλώς τον κορόιδευα κάθε φορά που μου εξομολογιόταν πόσο δυστυχισμένος είναι. Τον κορόιδευα και του γελούσα περιφρονητικά, κατάμουτρα. Αυτό γινόταν κάμποσο καιρό, θέλω να πω, ότι έβλεπα συχνά ανθρώπους που του ’μοιαζαν. Ώσπου, μια μέρα, δεν ξαναφάνηκε πια. Ήταν από κείνο το βράδυ που πλησίασα κάποιον, και του ’πιασα το χέρι.
- Κοσμά, έκανα, γιατί δε με χαιρετάς;
- Μα σε χαιρέτησα, μου ’πε, δε θα πρόσεξες. Και ξεφεύγοντας το χέρι μου χάθηκε στην πρώτη γωνιά.
Από τότε δε με ξαναενόχλησε. Ίσως να ’φυγε απ’ την πόλη, είπα. Πάντα, θυμάμαι, είχε κατά νου ένα μεγάλο ταξίδι.
Προχώρησα στους στενούς δρόμους του συνοικισμού ψάχνοντας να βρω κάποιον ν’ απευθυνθώ. Στάθηκα έξω από ’να κρεοπωλείο. Ο άντρας, που, σχεδόν με μίσος, λιάνιζε πάνω στο στρογγυλό ξύλινο τραπέζι ένα σφαγμένο αρνί, ήταν ψηλόσωμος μ’ ένα πρόσωπο τεράστιο κι ανέκφραστο, σαν την χοντρή κοιλιά μιας νεαρής χωριάτισσας που ’χαμε, παλιά, υπηρέτρια και την είχα δει γυμνή απ’ τη μέση και κάτω, καθώς την εξέταζε ο γιατρός. Ήταν έγκυος απ’ το μεγαλύτερο αδερφό μου και πέθανε στη γέννα. Ο πατέρας μου, θαυμάσιος άνθρωπος, έδωσε ένα μικροποσό στον πατέρα της, που προίκισε μ’ αυτό τη δεύτερη κόρη του.
- Με συγχωρείτε, ζητάω το προάστιο τάδε, είπα, όσο μπορούσα πιο ταπεινά. Μήπως μπορείτε να με πληροφορήσετε;
Εκείνος χωρίς καν να σηκώσει τα μάτια του συνέχισε το κομμάτιασμα του αρνιού. Το αίμα έτρεχε από το τραπέζι κάτω στα βρώμικα πλακάκια κι έκανε έν’ αυλάκι που έφτανε μέχρι τα πόδια μου. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα, γιατί άραγε ζητάω αυτό το προάστιο; Η μητέρα μου έμεινε εκεί πριν δέκα χρόνια, και την είχαμε θάψει στο εξοχικό κοιμητήρι του. Μα ήδη πάνω δυο χρόνια που το νεκροταφείο μεταφέρθηκε, σηκώσανε όλα τα κόκαλα, και πάνω στο ίδιο χώμα είχαν χτιστεί τώρα βίλες και τα βράδια άκουγες εύθυμη μουσική απ’ τα ανοιχτά φωτισμένα παράθυρα. Αποφάσισα, λοιπόν, ν’ αλλάξω δρομολόγιο, θα πήγαινα σε μια θεία μου, αδερφή της μητέρας μου, σε μια συνοικία που πλάι της περνούσε ο σιδηρόδρομος. Θυμάμαι, παιδί, όταν η μητέρα μου αρρώστησε από μελαγχολία, ετούτη η θεία μου μ’ είχε δυο χρόνια κοντά της, κι άκληρη όπως ήταν, μου ’δειξε μια λατρεία που δε θα ξεχάσω ποτέ. Το σπίτι, βέβαια, μύριζε υγρασία και, για δυστυχία μου, μαγείρευαν την ψαρόσουπα με ρύζι και αυγολέμονο, μα και το βράδυ στο κρεβάτι, ένοιωθα το πάτωμα να τραντάζεται καθώς περνούσε ο σιδηρόδρομος, κι ήταν μια καταπληκτική μαγεία για μένα. Πρώτη φορά στη ζωή μου η νύχτα δε με φόβιζε, την περίμενα, μάλλον, για να νιώσω αυτό το λίκνισμα στο κρεβάτι, που καμιά φορά, πολύ σπάνια, μου το ξαναδίνει μια μεγάλη ερωτική στιγμή.
Πήρα, λοιπόν, το θάρρος να ξαναρωτήσω τον άντρα, που τώρα κρεμούσε στα τσιγκέλια διάφορα κομμάτια ματωμένο κρέας.
- Κύριε, με συγχωρείτε, δεν είμαι επίμονος, αλλά νυχτώνει και βιάζομαι. Μήπως μπορείτε να μου πείτε κατά πού πέφτει η συνοικία τάδε;
Τα ρουθούνια του παίξανε με κακία. Το ’βλεπα πως ήθελε να με παιδέψει. Μα εγώ έγινα ακόμα πιο γλυκομίλητος.
- Μη νομίζετε πως είμαι κάνας αχάριστος. Μια μικρή πληροφορία θέλω, και θα μπορούσα να σας την ξεπληρώσω. Ξέρω, στις μέρες μας δεν μπορεί να ’ναι κανείς απλόχερος. Μια μικρή πληροφορία, να, τόση δα, ελάχιστη, κι εγώ θα κάνω ό,τι θελήσετε. Μη με βλέπετε έτσι καλοντυμένο. Θα μπορούσα, λόγου χάρη, να σας σκουπίσω όλα αυτά τα αίματα…
Περίμενα να δω την αντίδρασή του. Μα εκείνος μου ’χε στρέψει κιόλας τα νώτα. Πήγε στο βάθος, άνοιξε το μεγάλο ψυγείο, κι έβγαλε ένα δεύτερο αρνί. Τα αίματα είχαν βρέξει πια τα παπούτσια μου. "Θα ’ναι κουφός" είπα μέσα μου και με πήρε μια μεγάλη συμπόνια. Προχώρησα, λοιπόν, κι εγώ στην τύχη. Σε λίγο ήμουν έξω απ’ το συνοικισμό, σε μια ερημιά, σαν πλαγιά λόφου, γεμάτη αραιούς θάμνους.
- Θέλετε να πάμε μαζί; Άκουσα μια φωνή δίπλα μου. Αυτός ο δρόμος είναι λίγο δύσκολος, μα είναι ο συντομότερος.
Τρόμαξα κάπως, έτσι όπως ήταν γύρω ησυχία, μα σκεφθείτε την έκπληξή μου, όταν, γυρίζοντας, είδα δίπλα μου τον επιστάτη του σχολείου.
- Γιατί μου ’φερες το φλιτζάνι άδειο; ρώτησα, αρκετά θυμωμένος.
Κούνησε το κεφάλι του με αποδοκιμασία. Οι λέξεις βγήκαν μουντές, σαν τυλιγμένες σε μπαμπάκι, απ’ το φαφούτικο στόμα του:
- Έμαθες τόσα γράμματα, και δεν μπόρεσες ακόμα να καταλάβεις!
Έκανα να επιμείνω στην ερώτηση, μα τότε πρόσεξα πως ήταν πολύ γέρος, όχι όπως το πρωί. Δεν είχε τίποτα το αντιπαθητικό ή το πρόστυχο, μα όχι δε θα πήγαινα μαζί του για όλον τον κόσμο. Μπορούσε να γυρίσει στο σχολείο ή το ξενοδοχείο, δε μ’ ένοιαζε καθόλου, φτάνει να με άφηνε ήσυχο. Δε μπορούσα να τριγυρίζω στους δρόμους μ’ έναν άνθρωπο που πετάγεται σαν ακρίδα από δουλειά σε δουλειά και πού, το χειρότερο, γερνάει μέσα σε μια μέρα. Κάτι τέτοιες ταχυδακτυλουργίες είναι ύποπτες.
Έστριψα αριστερά και βρέθηκα σε μια ασφαλτοστρωμένη δημοσιά. Είχε νυχτώσει πια για καλά. Πού και πού κάνας περαστικός που περπατούσε με βιασύνη. Οι θολές ανταύγειες από κάτι μικρά λαμπιόνια στις γωνιές έκαναν να γυαλίζουν οι γραμμές του τραμ.
Βρέθηκα σ’ ένα συνοικισμό, θα ’πρεπε να 'ταν κάπου κοντά στα Σφαγεία της πόλης, γιατί ακουγόντουσαν κάθε τόσο θρηνητικά μουγκρητά και μια γλυφή μυρουδιά αίματος πλανιόταν τριγύρω. Από μακριά όλα ήταν ήσυχα και γραφικά σαν τα μικρά ορεινά χωριά που βλέπεις περνώντας με το τραίνο. Μα μόλις μπήκα λίγο στο εσωτερικό ο θόρυβος κι οι φωνές με απογοήτευσαν. Είχε πολλά μαγαζιά, όλα κρεοπωλεία, κι οι μαγαζάτορες, όπως βράδιαζε, στέκαν στις πόρτες κοιτώντας αόριστα το κενό. Τα πρόσωπα ήταν χοντρά και αιματώδη.
Πιο κει δυο γυναίκες λογόφερναν κι οι παραγιοί απ’ τα διπλανά καπηλειά χάζευαν με τα σαγόνια κρεμασμένα. Προσπάθησα να θυμηθώ αν είχα ξαναπεράσει από δω, μήπως και προσανατολιστώ. Μάταια όμως. Βέβαια, όλα, κάτι μου θύμιζαν, μα στον κόσμο μοιάζουν όλα τόσο πολύ. Να, πριν από λίγα χρόνια μ’ είχε πιάσει μια αλλόκοτη μανία σε κάθε περαστικό που αχνογράφονταν μέσα στο σούρουπο ή στα θολά φώτα της νύχτας, να βλέπω ένα φίλο μου, παλιό, που ’χε αυτοκτονήσει. Εγώ, προσωπικά, δεν είχα παίξει κανένα ρόλο στην αυτοκτονία του, απλώς τον κορόιδευα κάθε φορά που μου εξομολογιόταν πόσο δυστυχισμένος είναι. Τον κορόιδευα και του γελούσα περιφρονητικά, κατάμουτρα. Αυτό γινόταν κάμποσο καιρό, θέλω να πω, ότι έβλεπα συχνά ανθρώπους που του ’μοιαζαν. Ώσπου, μια μέρα, δεν ξαναφάνηκε πια. Ήταν από κείνο το βράδυ που πλησίασα κάποιον, και του ’πιασα το χέρι.
- Κοσμά, έκανα, γιατί δε με χαιρετάς;
- Μα σε χαιρέτησα, μου ’πε, δε θα πρόσεξες. Και ξεφεύγοντας το χέρι μου χάθηκε στην πρώτη γωνιά.
Από τότε δε με ξαναενόχλησε. Ίσως να ’φυγε απ’ την πόλη, είπα. Πάντα, θυμάμαι, είχε κατά νου ένα μεγάλο ταξίδι.
Προχώρησα στους στενούς δρόμους του συνοικισμού ψάχνοντας να βρω κάποιον ν’ απευθυνθώ. Στάθηκα έξω από ’να κρεοπωλείο. Ο άντρας, που, σχεδόν με μίσος, λιάνιζε πάνω στο στρογγυλό ξύλινο τραπέζι ένα σφαγμένο αρνί, ήταν ψηλόσωμος μ’ ένα πρόσωπο τεράστιο κι ανέκφραστο, σαν την χοντρή κοιλιά μιας νεαρής χωριάτισσας που ’χαμε, παλιά, υπηρέτρια και την είχα δει γυμνή απ’ τη μέση και κάτω, καθώς την εξέταζε ο γιατρός. Ήταν έγκυος απ’ το μεγαλύτερο αδερφό μου και πέθανε στη γέννα. Ο πατέρας μου, θαυμάσιος άνθρωπος, έδωσε ένα μικροποσό στον πατέρα της, που προίκισε μ’ αυτό τη δεύτερη κόρη του.
- Με συγχωρείτε, ζητάω το προάστιο τάδε, είπα, όσο μπορούσα πιο ταπεινά. Μήπως μπορείτε να με πληροφορήσετε;
Εκείνος χωρίς καν να σηκώσει τα μάτια του συνέχισε το κομμάτιασμα του αρνιού. Το αίμα έτρεχε από το τραπέζι κάτω στα βρώμικα πλακάκια κι έκανε έν’ αυλάκι που έφτανε μέχρι τα πόδια μου. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα, γιατί άραγε ζητάω αυτό το προάστιο; Η μητέρα μου έμεινε εκεί πριν δέκα χρόνια, και την είχαμε θάψει στο εξοχικό κοιμητήρι του. Μα ήδη πάνω δυο χρόνια που το νεκροταφείο μεταφέρθηκε, σηκώσανε όλα τα κόκαλα, και πάνω στο ίδιο χώμα είχαν χτιστεί τώρα βίλες και τα βράδια άκουγες εύθυμη μουσική απ’ τα ανοιχτά φωτισμένα παράθυρα. Αποφάσισα, λοιπόν, ν’ αλλάξω δρομολόγιο, θα πήγαινα σε μια θεία μου, αδερφή της μητέρας μου, σε μια συνοικία που πλάι της περνούσε ο σιδηρόδρομος. Θυμάμαι, παιδί, όταν η μητέρα μου αρρώστησε από μελαγχολία, ετούτη η θεία μου μ’ είχε δυο χρόνια κοντά της, κι άκληρη όπως ήταν, μου ’δειξε μια λατρεία που δε θα ξεχάσω ποτέ. Το σπίτι, βέβαια, μύριζε υγρασία και, για δυστυχία μου, μαγείρευαν την ψαρόσουπα με ρύζι και αυγολέμονο, μα και το βράδυ στο κρεβάτι, ένοιωθα το πάτωμα να τραντάζεται καθώς περνούσε ο σιδηρόδρομος, κι ήταν μια καταπληκτική μαγεία για μένα. Πρώτη φορά στη ζωή μου η νύχτα δε με φόβιζε, την περίμενα, μάλλον, για να νιώσω αυτό το λίκνισμα στο κρεβάτι, που καμιά φορά, πολύ σπάνια, μου το ξαναδίνει μια μεγάλη ερωτική στιγμή.
Πήρα, λοιπόν, το θάρρος να ξαναρωτήσω τον άντρα, που τώρα κρεμούσε στα τσιγκέλια διάφορα κομμάτια ματωμένο κρέας.
- Κύριε, με συγχωρείτε, δεν είμαι επίμονος, αλλά νυχτώνει και βιάζομαι. Μήπως μπορείτε να μου πείτε κατά πού πέφτει η συνοικία τάδε;
Τα ρουθούνια του παίξανε με κακία. Το ’βλεπα πως ήθελε να με παιδέψει. Μα εγώ έγινα ακόμα πιο γλυκομίλητος.
- Μη νομίζετε πως είμαι κάνας αχάριστος. Μια μικρή πληροφορία θέλω, και θα μπορούσα να σας την ξεπληρώσω. Ξέρω, στις μέρες μας δεν μπορεί να ’ναι κανείς απλόχερος. Μια μικρή πληροφορία, να, τόση δα, ελάχιστη, κι εγώ θα κάνω ό,τι θελήσετε. Μη με βλέπετε έτσι καλοντυμένο. Θα μπορούσα, λόγου χάρη, να σας σκουπίσω όλα αυτά τα αίματα…
Περίμενα να δω την αντίδρασή του. Μα εκείνος μου ’χε στρέψει κιόλας τα νώτα. Πήγε στο βάθος, άνοιξε το μεγάλο ψυγείο, κι έβγαλε ένα δεύτερο αρνί. Τα αίματα είχαν βρέξει πια τα παπούτσια μου. "Θα ’ναι κουφός" είπα μέσα μου και με πήρε μια μεγάλη συμπόνια. Προχώρησα, λοιπόν, κι εγώ στην τύχη. Σε λίγο ήμουν έξω απ’ το συνοικισμό, σε μια ερημιά, σαν πλαγιά λόφου, γεμάτη αραιούς θάμνους.
- Θέλετε να πάμε μαζί; Άκουσα μια φωνή δίπλα μου. Αυτός ο δρόμος είναι λίγο δύσκολος, μα είναι ο συντομότερος.
Τρόμαξα κάπως, έτσι όπως ήταν γύρω ησυχία, μα σκεφθείτε την έκπληξή μου, όταν, γυρίζοντας, είδα δίπλα μου τον επιστάτη του σχολείου.
- Γιατί μου ’φερες το φλιτζάνι άδειο; ρώτησα, αρκετά θυμωμένος.
Κούνησε το κεφάλι του με αποδοκιμασία. Οι λέξεις βγήκαν μουντές, σαν τυλιγμένες σε μπαμπάκι, απ’ το φαφούτικο στόμα του:
- Έμαθες τόσα γράμματα, και δεν μπόρεσες ακόμα να καταλάβεις!
Έκανα να επιμείνω στην ερώτηση, μα τότε πρόσεξα πως ήταν πολύ γέρος, όχι όπως το πρωί. Δεν είχε τίποτα το αντιπαθητικό ή το πρόστυχο, μα όχι δε θα πήγαινα μαζί του για όλον τον κόσμο. Μπορούσε να γυρίσει στο σχολείο ή το ξενοδοχείο, δε μ’ ένοιαζε καθόλου, φτάνει να με άφηνε ήσυχο. Δε μπορούσα να τριγυρίζω στους δρόμους μ’ έναν άνθρωπο που πετάγεται σαν ακρίδα από δουλειά σε δουλειά και πού, το χειρότερο, γερνάει μέσα σε μια μέρα. Κάτι τέτοιες ταχυδακτυλουργίες είναι ύποπτες.
Έστριψα αριστερά και βρέθηκα σε μια ασφαλτοστρωμένη δημοσιά. Είχε νυχτώσει πια για καλά. Πού και πού κάνας περαστικός που περπατούσε με βιασύνη. Οι θολές ανταύγειες από κάτι μικρά λαμπιόνια στις γωνιές έκαναν να γυαλίζουν οι γραμμές του τραμ.
"Ακόμα να τις ξηλώσουν", και πήγα να χαμογελάσω, όταν άκουσα από μακριά το γνωστό καμπανάκι του τραμ. "Πού στο διάβολο βρίσκομαι, μήπως έχασα πάλι το δρόμο;" Φορούσα κι αυτήν την κουβέρτα στο κεφάλι που, ενώ με προστάτευε απ’ το ψιλόβροχο, μ’ έκανε να ιδρώνω και ν’ ανασαίνω δύσκολα. Ευτυχώς, σ’ ένα μεγάλο πλάτωμα, πλάι στο δρόμο, φάνηκε μια γυναίκα που έτρεχε. Ώσπου να αρθρώσω όμως την ερώτησή μου, αν πηγαίνω καλά, είχε κιόλας απομακρυνθεί, όταν παρουσιάστηκε ένας άντρας που έτρεχε κι εκείνος, προφανώς την κυνηγούσε. Τους έβλεπα να τρέχουν ο ένας πίσω απ’ τον άλλον σ’ ένα αδιάκοπο κύκλο, όταν πρόσεξα, πως τους χώριζε ένα ψηλό, σιδερένιο κιγκλίδωμα, οπωσδήποτε αδιαπέραστο, και χωρίς πουθενά πόρτα. Εκείνη έτρεχε μέσα απ’ το κιγκλίδωμα, εκείνος απ’ έξω. Κι όμως η γυναίκα φοβόταν, ενώ ήταν τόσο ασφαλισμένη, κι ο άντρας την κυνηγούσε, ενώ ήταν τόσο μάταιο. "Τρελοί για δέσιμο, συλλογίστηκα. Κι έναν αιώνα αν τρέχουν δε θα μπορέσει ποτέ να πιάσει ο ένας τον άλλον".
Η βροχή είχε δυναμώσει. Αποφάσισα, να μη ρωτήσω πια κανένα. Θα προσπαθούσα ολομόναχος να βρω το δρόμο, και, είμαι βέβαιος, όσο κι αν αργοπορούσα, τελικά θα τα κατάφερνα. Σα να πήρα καινούργιες δυνάμεις μ’ αυτή τη σκέψη. Και συνέχισα να προχωράω, όλη τη νύχτα, κάτω απ’ τη βροχή, ψάχνοντας για τη συνοικία που έμενε η θεία μου, μικρότερη αδερφή της μητέρας μου, χρόνια κι κείνη τώρα πεθαμένη…
Η βροχή είχε δυναμώσει. Αποφάσισα, να μη ρωτήσω πια κανένα. Θα προσπαθούσα ολομόναχος να βρω το δρόμο, και, είμαι βέβαιος, όσο κι αν αργοπορούσα, τελικά θα τα κατάφερνα. Σα να πήρα καινούργιες δυνάμεις μ’ αυτή τη σκέψη. Και συνέχισα να προχωράω, όλη τη νύχτα, κάτω απ’ τη βροχή, ψάχνοντας για τη συνοικία που έμενε η θεία μου, μικρότερη αδερφή της μητέρας μου, χρόνια κι κείνη τώρα πεθαμένη…
Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013
Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου ~ Τάσος Λειβαδίτης
Ο θάνατος περιοδεύει τον κόσμο με τη μάσκα ενός στρατηγού.
Τα μάτια μας θα ζήσουνε και πέρα από το θάνατό μας για να κλαίνε.
Φυσάει...
Τα μέγαρα ρίχνουν έναν ίσκιο βαρύ που σπάει τη ραχοκοκαλιά μας
Τρέχουν οι δρόμοι λαχανιασμένοι
Τα παραμύθια είναι τυφλά
Φυσάει...
Φυσάει μέσα από τα τρύπια βρακιά των ανέργων
Φυσάει...
Φυσάει μέσα στην οργισμένη καρδιά του λαού
Ο άνεμος μπερδεύει τους δρόμους τις χρονολογίες τα πρόσωπα
Παρασέρνει τη σκόνη απ’ τα πεδία των μαχών
Αυτή η σκόνη θάβει σιγά σιγά την Ευρώπη
Τα χέρια τους είναι έτοιμα να σώσουνε τον κόσμο
Εις τους αιώνας των αιώνων
Ερχόμαστε
Παραμερίστε
Κατεβαίνουμε σαν μια χιονοστιβάδα που όσο κατηφορίζει μεγαλώνει...
Τα μάτια μας θα ζήσουνε και πέρα από το θάνατό μας για να κλαίνε.
Φυσάει...
Τα μέγαρα ρίχνουν έναν ίσκιο βαρύ που σπάει τη ραχοκοκαλιά μας
Τρέχουν οι δρόμοι λαχανιασμένοι
Τα παραμύθια είναι τυφλά
Φυσάει...
Φυσάει μέσα από τα τρύπια βρακιά των ανέργων
Φυσάει...
Φυσάει μέσα στην οργισμένη καρδιά του λαού
Ο άνεμος μπερδεύει τους δρόμους τις χρονολογίες τα πρόσωπα
Παρασέρνει τη σκόνη απ’ τα πεδία των μαχών
Αυτή η σκόνη θάβει σιγά σιγά την Ευρώπη
Τα χέρια τους είναι έτοιμα να σώσουνε τον κόσμο
Εις τους αιώνας των αιώνων
Ερχόμαστε
Παραμερίστε
Κατεβαίνουμε σαν μια χιονοστιβάδα που όσο κατηφορίζει μεγαλώνει...
Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013
Ραψωδία 25η ~ Τάσος Λειβαδίτης
Έζησα σ’ έναν κόσμο αλλόκοτο
Απλώνοντας στους άλλους ένα χέρι
Ακρωτηριασμένο απ’ τη δυσπιστία,
Τρώγοντας ένα ψωμί νεκρό
Δολοφονημένο από την ταπείνωση...
Νευρώσεις
Δάκρυα
Απλώνοντας στους άλλους ένα χέρι
Ακρωτηριασμένο απ’ τη δυσπιστία,
Τρώγοντας ένα ψωμί νεκρό
Δολοφονημένο από την ταπείνωση...
Νευρώσεις
Δάκρυα
Δεινόσαυροι με ημίψηλα
Ατομική ιδιοχτησία
Ψάχνοντας απεγνωσμένα για ένα δρόμο
Μέσα σ’ αυτή τη χιονοθύελλα από χαρτονομίσματα
Οικοδομές
Και χαμένα χρόνια...
Ατομική ιδιοχτησία
Ψάχνοντας απεγνωσμένα για ένα δρόμο
Μέσα σ’ αυτή τη χιονοθύελλα από χαρτονομίσματα
Οικοδομές
Και χαμένα χρόνια...
Παρθένες συνουσιάζονται με τις ομπρέλες τους
Άνθρωποι κομμένοι κατακόρυφα στη μέση παρακολουθούν τη λειτουργία της Κυριακής
Τ’ άλλο μισό τους παζαρεύει στα μπακάλικα και στα μπορντέλα
Τα ματωμένα εντόσθιά τους μπερδεύονται
Με τα μαλλιά των γυναικών, τις κονσέρβες, τα εικονίσματα,
Καθρέφτες κλέφτες κάθε πρωί σου αρπάζουνε
Έν’ ανεπίστρεπτο κομμάτι από τη νιότη σου, βελάζουνε, βελάζουνε
Τα δευτερόλεπτα
Μες τα σφαγεία των ρολογιών, η συνήθεια και η εκβιασμένη ηδονή
Αποπατούν τα συζυγικά κρεβάτια, θηρία που κάθε νύχι τους
Ήταν και μια γυναίκα
Και μεγάλα σαρκοφάγα αισθήματα
Που μου μάσησαν τα πλεμόνια, το συκώτι
Την καρδιά
Κι ύστερα φτύσαν πάνω στο χαρτί
Μερικά απομεινάρια λέξεων...
Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013
Τάσος Λειβαδίτης
Κι έζησα πάντα με τον εαυτό μου...
Σαν δυο ακροβάτες που μισούνται θανάσιμα...
Που όλη μέρα βρίζονται και ραδιουργούν...
Κι ετοιμάζει το θάνατο ο ένας του άλλου...
Μα όταν έρθει η ώρα κι ανάψουν τα φώτα
Μα όταν έρθει η ώρα κι ανάψουν τα φώτα
Και το θέατρο ξεχειλίσει απ'την πελώρια αναμονή...
Ορθοί κι οι δυο πάνω στο απέραντο, μοιραίο σκοινί...
Να, που βρίσκονται κιολας πάνω απ'το μίσος και τον κίνδυνο...
Ορθοί κι οι δυο πάνω στο απέραντο, μοιραίο σκοινί...
Να, που βρίσκονται κιολας πάνω απ'το μίσος και τον κίνδυνο...
Και το θαυμασμό και το χρόνο
Αδερφωμένοι ξαφνικά μες στην παμμέγιστη αρετή της Τέχνης...
Τάσος Λειβαδίτης
Μια δειλή πράξη σου, σε κάνει να πεθαίνεις μέσα στους άλλους...
Με μια συγνώμη αργοπορημένη, πεθαίνουν οι άλλοι μέσα σου...
Λίγη περισσότερη σιωπή μπορεί να σκοτώσει το ίδιο αλάνθαστα, όπως και μια λέξη...
Μια κίνηση αδιαφορίας, ένα βλέμμα επίμονο, το κουδούνι που δε χτύπησε, το γράμμα που ήρθε, κάνουν το ίδιο καλά τη δουλειά τους όπως ένα μαχαίρι ή λίγο υδροκυάνιο...
Κάθε μέρα, όλες τις νύχτες, 24 ολάκερες ώρες ο φόβος σκοτώνει, η απροδιοριστία σκοτώνει, τ' όνειρο σκοτώνει, η πράξη σκοτώνει...
Κι όταν πεθαίνεις, κανείς δεν ξέρει από πόσους καθημερινούς θανάτους σε προφυλάσει αυτό το μικρό χωματένιο ύψωμα...
Με μια συγνώμη αργοπορημένη, πεθαίνουν οι άλλοι μέσα σου...
Λίγη περισσότερη σιωπή μπορεί να σκοτώσει το ίδιο αλάνθαστα, όπως και μια λέξη...
Μια κίνηση αδιαφορίας, ένα βλέμμα επίμονο, το κουδούνι που δε χτύπησε, το γράμμα που ήρθε, κάνουν το ίδιο καλά τη δουλειά τους όπως ένα μαχαίρι ή λίγο υδροκυάνιο...
Κάθε μέρα, όλες τις νύχτες, 24 ολάκερες ώρες ο φόβος σκοτώνει, η απροδιοριστία σκοτώνει, τ' όνειρο σκοτώνει, η πράξη σκοτώνει...
Κι όταν πεθαίνεις, κανείς δεν ξέρει από πόσους καθημερινούς θανάτους σε προφυλάσει αυτό το μικρό χωματένιο ύψωμα...
Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013
Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013
Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος ~ Τάσος Λειβαδίτης
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
Δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν' αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκαιο
Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα ματώσουν απ' τις φωνές
Το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες, μα ούτε βήμα πίσω
Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων
Κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζει την αδικία
Και πρόσεξε, μη ξεχαστείς ούτε στιγμή
Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια
Αφήνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις πολιτείες
Μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα
Αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται στη νύχτα του πολέμου
Έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς
Εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω από τις οβίδες
Δεν έχεις καιρό
Δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος...
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
Μπορεί να χρειαστεί ν' αφήσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη ή το παιδί σου
Δε θα διστάσεις
Θ' απαρνηθείς τη λάμπα σου και το ψωμί σου
Θ' απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι
Για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.
Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις κι ούτε θα φοβηθείς
Το ξέρω, είναι όμορφο ν' ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδυ
Να κοιτάς ένα άστρο, να ονειρεύεσαι
Είναι όμορφο σκυμμένος πάνω απ' το κόκκινο στόμα της αγάπης σου
Να την ακούς να σου λέει τα όνειρα της για το μέλλον
Μα εσύ πρέπει να τ' αποχαιρετήσεις όλ' αυτά και να ξεκινήσεις
Γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου
Για όλα τ' άστρα, για όλες τις λάμπες και για όλα τα όνειρα
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος...
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
Μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή και περισσότερα χρόνια
Μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη
Τη μάνα σου και τον κόσμο
Εσύ και μες απ' το τετραγωνικό μέτρο του κελιού σου
Θα συνεχίσεις τον δρόμο σου πάνω στη γη
Κι' όταν μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα
Θα χτυπάς τον τοίχο του κελιού σου με το δάχτυλο
Απ' τ' άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία
Εσύ, κι ας βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου και ν' ασπρίζουν
Τα μαλλιά σου δε θα γερνάς
Εσύ και μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος
Αφού όλο και νέοι αγώνες θ' αρχίζουνε στον κόσμο
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος...
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
Θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό
Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό
Γράμμα στη μάνα σου
Θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία, τ' αρχικά του ονόματος σου και μια λέξη Ειρήνη
Σα να 'γραφες όλη την ιστορία της ζωής σου
Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό
Να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξι ντουφέκια
Σα να στεκόσουνα μπροστά σ' ολάκερο το μέλλον.
Να μπορείς, απάνω απ' την ομοβροντία που σε σκοτώνει
Εσύ ν' ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που
Τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος...
Πέμπτη 18 Ιουλίου 2013
Σάββατο 13 Ιουλίου 2013
Η δίκη του αιώνος ~ Τάσος Λειβαδίτης
Σας παρακαλώ αφήστε με να περάσω...
Είμαι ο μοναδικός μάρτυς σ’ αυτή τη δίκη...
Πρόκειται για το έγκλημα του αιώνος...
Βέβαια, όλα αυτά είναι υπερβολές της φαντασίας μου...
Πως αλλιώς να δικαιώσω την ύπαρξη μου σ’ έναν ακατανόητο κόσμο...
Συνήθως τις περισσότερες ώρες μου τις περνώ στο ζωολογικό κήπο...
Και σκέφτομαι πράγματα τόσο θλιβερά, που τα ζώα γρυλίζουν φοβισμένα...
Τέλος, βγάζω το περίστροφο μου, το ακουμπώ στο μέτωπο μου και πυροβολώ...
Αλλά μ’ έχουν ξεχάσει κι οι σφαίρες μου φεύγουν προς τον ουρανό...
Όπως θα φύγω κάποτε κι εγώ λυπημένος, χωρίς να μάθω ποτέ ποιος είμαι...
Είμαι ο μοναδικός μάρτυς σ’ αυτή τη δίκη...
Πρόκειται για το έγκλημα του αιώνος...
Βέβαια, όλα αυτά είναι υπερβολές της φαντασίας μου...
Πως αλλιώς να δικαιώσω την ύπαρξη μου σ’ έναν ακατανόητο κόσμο...
Συνήθως τις περισσότερες ώρες μου τις περνώ στο ζωολογικό κήπο...
Και σκέφτομαι πράγματα τόσο θλιβερά, που τα ζώα γρυλίζουν φοβισμένα...
Τέλος, βγάζω το περίστροφο μου, το ακουμπώ στο μέτωπο μου και πυροβολώ...
Αλλά μ’ έχουν ξεχάσει κι οι σφαίρες μου φεύγουν προς τον ουρανό...
Όπως θα φύγω κάποτε κι εγώ λυπημένος, χωρίς να μάθω ποτέ ποιος είμαι...
Τρίτη 9 Ιουλίου 2013
Συμφωνία Αρ. 1 ~ Τάσος Λειβαδίτης
Ύστερα είδαμε πως δεν ήτανε πρόσωπα...
Μα οι σιωπηλές χειρονομίες του ηλιοβασιλέματος…
Σαν ένας θεός που τον ξέχασαν κι από το βάθος του χρόνου...
Καλούσε βοήθεια...
O ουρανός αμίλητος και σταχτής...
Το ίδιο αδιάφορος και για τους νικητές και για τους νικημένους...
Είδες ποτέ σου μες στα μάτια των νικημένων στρατιωτών...
Την πικρή θέληση να ζήσουν...
Η δυστυχία σε κάνει πάντα να αναβάλλεις, έφυγε η ζωή...
Οι φίλοι είχαν χαθεί...
Κι οι εχθροί ήταν μικρόψυχοι για να μπορείς να τρέφεσαι απ’ το μίσος σου…
…Και τα μάτια σου βουρκώνουν, θαμπωμένα ξαφνικά...
Από τους παλιούς λησμονημένους θεούς και τις παντοδύναμες...
Παιδικές ευπιστίες…
Πάνω στα υγρά τσαλακωμένα σεντόνια μαραίνονταν το γέλιο...
Των αγέννητων παιδιών…
Και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι...
Και δεν παίρνει τίποτα ο ένας απ’ τον άλλον...
Γιατί ο έρωτας είναι ο πιο δύσκολος δρόμος να γνωριστούν...
Γιατί οι άνθρωποι, σύντροφε, ζουν από τη στιγμή...
Που βρίσκουν μια θέση στη ζωή των άλλων...
Και τότε κατάλαβες γιατί οι απελπισμένοι...
Γίνονται οι πιο καλοί επαναστάτες...
Και μένουμε ανυπεράσπιστοι ξαφνικά, σαν ένα νικητή...
Μπροστά στο θάνατο...
Ή ένα νικημένο αντίκρυ στην αιωνιότητα…
Μεγάλες λέξεις δε λέγαν πια τίποτα και τις πετούσαν στους οχετούς...
Α, εσύ δεν είδες ποτέ το ίδιο το χέρι σου να σε σημαδεύει αλύπητα...
Απ’ το βάθος των περασμένων...
… Θέ μου πόσο ήταν όμορφη...
Σαν ένα φωτισμένο δέντρο μια παλιά νύχτα των Χριστουγέννων
Συχώρα με, αγάπη μου, που ζούσα πριν να σε γνωρίσω...
Μισώ τα μάτια μου που πια δεν καθρεφτίζουν το χαμόγελό σου…
Η πλατεία θα μείνει έρημη...
Σα μια ζωή που όλα τα 'δωσε, κι όταν ζήτησε κι αυτή λίγη επιείκεια...
Της την αρνήθηκαν...
Χωρίς όνειρα να μας ξεγελάσουνε και δίχως φίλους πια να μας προδώσουν…
Γιατί οι άνθρωποι υπάρχουν απ’ τη στιγμή που βρίσκουνε μια θέση...
Στη ζωή των άλλων...
Ή...
Ένα θάνατο...
Για τη ζωή των άλλων…
Μα οι σιωπηλές χειρονομίες του ηλιοβασιλέματος…
Σαν ένας θεός που τον ξέχασαν κι από το βάθος του χρόνου...
Καλούσε βοήθεια...
O ουρανός αμίλητος και σταχτής...
Το ίδιο αδιάφορος και για τους νικητές και για τους νικημένους...
Είδες ποτέ σου μες στα μάτια των νικημένων στρατιωτών...
Την πικρή θέληση να ζήσουν...
Η δυστυχία σε κάνει πάντα να αναβάλλεις, έφυγε η ζωή...
Οι φίλοι είχαν χαθεί...
Κι οι εχθροί ήταν μικρόψυχοι για να μπορείς να τρέφεσαι απ’ το μίσος σου…
…Και τα μάτια σου βουρκώνουν, θαμπωμένα ξαφνικά...
Από τους παλιούς λησμονημένους θεούς και τις παντοδύναμες...
Παιδικές ευπιστίες…
Πάνω στα υγρά τσαλακωμένα σεντόνια μαραίνονταν το γέλιο...
Των αγέννητων παιδιών…
Και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι...
Και δεν παίρνει τίποτα ο ένας απ’ τον άλλον...
Γιατί ο έρωτας είναι ο πιο δύσκολος δρόμος να γνωριστούν...
Γιατί οι άνθρωποι, σύντροφε, ζουν από τη στιγμή...
Που βρίσκουν μια θέση στη ζωή των άλλων...
Και τότε κατάλαβες γιατί οι απελπισμένοι...
Γίνονται οι πιο καλοί επαναστάτες...
Και μένουμε ανυπεράσπιστοι ξαφνικά, σαν ένα νικητή...
Μπροστά στο θάνατο...
Ή ένα νικημένο αντίκρυ στην αιωνιότητα…
Μεγάλες λέξεις δε λέγαν πια τίποτα και τις πετούσαν στους οχετούς...
Α, εσύ δεν είδες ποτέ το ίδιο το χέρι σου να σε σημαδεύει αλύπητα...
Απ’ το βάθος των περασμένων...
… Θέ μου πόσο ήταν όμορφη...
Σαν ένα φωτισμένο δέντρο μια παλιά νύχτα των Χριστουγέννων
Συχώρα με, αγάπη μου, που ζούσα πριν να σε γνωρίσω...
Μισώ τα μάτια μου που πια δεν καθρεφτίζουν το χαμόγελό σου…
Η πλατεία θα μείνει έρημη...
Σα μια ζωή που όλα τα 'δωσε, κι όταν ζήτησε κι αυτή λίγη επιείκεια...
Της την αρνήθηκαν...
Χωρίς όνειρα να μας ξεγελάσουνε και δίχως φίλους πια να μας προδώσουν…
Γιατί οι άνθρωποι υπάρχουν απ’ τη στιγμή που βρίσκουνε μια θέση...
Στη ζωή των άλλων...
Ή...
Ένα θάνατο...
Για τη ζωή των άλλων…
Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013
Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013
Τάσος Λειβαδίτης
Έβρεχε εκείνο το βράδυ, έβρεχε...
Ανέβηκα τα σκαλιά, κανείς στην κάμαρα...
Έβρεχε; Έτρεμε στ᾿ ανοιχτό παράθυρο η κουρτίνα...
Έβρεχε...
"Φεύγω μη ζητήσεις να με βρεις. Αγαπώ άλλον", έγραφε...
Αγαπώ άλλον;
Που είσαι; Που να πάω;
Φυσάει, κρυώνω;
Που είσαι; Που να πάω;
Φυσάει, κρυώνω;
Οἱ δρόμοι λασπωμένοι, κίτρινα φώτα, έβρεχε...
Ζευγάρια αγκαλιασμένα κάτω απ᾿ τις ομπρέλες τους...
Σε λίγο θα ανάβουνε το φως...
Θα κοιτάζονται στα μάτια και θα πετάν από πάνω τους όλη τη μοναξιά...
Οι φωτεινές ρεκλάμες ανοιγοκλείνουνε τα μάτια τους...
Όλα στην εποχή μας διαφημίζονται γιατί όχι και αυτό …
Έβρεχε...
"Αγαπώ άλλον..."
Με κόκκινα πελώρια γράμματα θα ᾿ταν υπέροχη διαφήμιση...
Γιατί όχι και αυτό "Αγαπώ άλλον...
Θα αγαπώ άλλον";
Που είσαι;
Που να πάω;
Φυσάει κρυώνω...
Που είσαι;
Ανέβηκα τα σκαλιά, κανείς στην κάμαρα...
Έβρεχε; Έτρεμε στ᾿ ανοιχτό παράθυρο η κουρτίνα...
Έβρεχε...
"Φεύγω μη ζητήσεις να με βρεις. Αγαπώ άλλον", έγραφε...
Αγαπώ άλλον;
Που είσαι; Που να πάω;
Φυσάει, κρυώνω;
Που είσαι; Που να πάω;
Φυσάει, κρυώνω;
Οἱ δρόμοι λασπωμένοι, κίτρινα φώτα, έβρεχε...
Ζευγάρια αγκαλιασμένα κάτω απ᾿ τις ομπρέλες τους...
Σε λίγο θα ανάβουνε το φως...
Θα κοιτάζονται στα μάτια και θα πετάν από πάνω τους όλη τη μοναξιά...
Οι φωτεινές ρεκλάμες ανοιγοκλείνουνε τα μάτια τους...
Όλα στην εποχή μας διαφημίζονται γιατί όχι και αυτό …
Έβρεχε...
"Αγαπώ άλλον..."
Με κόκκινα πελώρια γράμματα θα ᾿ταν υπέροχη διαφήμιση...
Γιατί όχι και αυτό "Αγαπώ άλλον...
Θα αγαπώ άλλον";
Που είσαι;
Που να πάω;
Φυσάει κρυώνω...
Που είσαι;
Κυριακή 9 Ιουνίου 2013
Τέχνη ~ Τάσος Λειβαδίτης
Έζησα τα πάθη σα μια φωτιά...
Τα 'δα ύστερα να μαραίνονται...
Και να σβήνουν...
Και να σβήνουν...
Και μ' όλο που ξέφευγα από 'να κίνδυνο...
Έκλαψα, γι' αυτό το τέλος που υπάρχει σε όλα...
Δόθηκα στα πιο μεγάλα ιδανικά...
Μετά τ' απαρνήθηκα...
Και τους ξαναδόθηκα ακόμα πιο ασυγκράτητα...
Ένοιωσα ντροπή μπροστά στους καλοντυμένους...
Και θανάσιμη ενοχή για όλους τους ταπεινωμένους και τους φτωχούς...
Είδα τη νεότητα να φεύγει, να σαπίζουν τα δόντια...
Είδα τη νεότητα να φεύγει, να σαπίζουν τα δόντια...
Θέλησα να σκοτωθώ, από δειλία ή ματαιοδοξία...
Συχώρεσα εκείνους που με σύντριψαν...
Έγλυψα εκεί που έφτυσα...
Έζησα την απάνθρωπη στιγμή...
Όταν ανακαλύπτεις, πλέον αργά, ότι είσαι ένας άλλος...
Από κείνον που ονειρευόσουνα...
Από κείνον που ονειρευόσουνα...
Ντρόπιασα τ' όνομά μου...
Για να μη μείνει ούτε κηλίδα εγωισμού απάνω μου...
Κι ήταν ο πιο φριχτός εγωισμός...
Για να μη μείνει ούτε κηλίδα εγωισμού απάνω μου...
Κι ήταν ο πιο φριχτός εγωισμός...
Τις νύχτες έκλαψα...
Συνθηκολόγησα τις μέρες...
Αδιάκοπη πάλη μ' αυτόν τον δαίμονα μέσα μου...
Που τα ήθελε όλα...
Που τα ήθελε όλα...
Του 'δωσα τις πιο γενναίες μου πράξεις...
Τα πιο καθάρια μου όνειρα...
Και πείναγε...
Τα πιο καθάρια μου όνειρα...
Και πείναγε...
Του 'δωσα αμαρτίες βαριές, τον πότισα αλκοόλ...
Χρέη, εξευτελισμούς...
Και πείναγε...
Bούλιαξα σε μικροζητήματα...
Φιλονίκησα για μιας σπιθαμής θέση, κατηγόρησα...
Έκανα το χρέος μου από υπολογισμό...
Φιλονίκησα για μιας σπιθαμής θέση, κατηγόρησα...
Έκανα το χρέος μου από υπολογισμό...
Και την άλλη στιγμή...
Χωρίς κανείς να μου το ζητήσει...
Έκοψα μικρά, μικρά κομμάτια τον εαυτό μου και τον μοίρασα στα σκυλιά...
Τώρα, κάθομαι μες στη νύχτα και σκέφτομαι...
Χωρίς κανείς να μου το ζητήσει...
Έκοψα μικρά, μικρά κομμάτια τον εαυτό μου και τον μοίρασα στα σκυλιά...
Τώρα, κάθομαι μες στη νύχτα και σκέφτομαι...
Πως ίσως πια...
Μπορώ να γράψω...
Ένα στίχο, αληθινό...
Μπορώ να γράψω...
Ένα στίχο, αληθινό...
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)