Τρίτη 4 Απριλίου 2017

Charles Baudelaire ~ Ο Καθένας Με Τη Χίμαιρά του

[Gustave Moreau - Chimère]

Κάτω από έναν απέραντο γκρίζο ουρανό, σε μια μεγάλη σκονισμένη πεδιάδα, χωρίς δρόμους, χωρίς χλόη, δίχως ένα γαϊδουράγκαθο, δίχως μια τσουκνίδα, συνάντησα πολλούς ανθρώπους που περπατούσαν σκυφτοί. Ο καθένας τους κουβαλούσε στην πλάτη του μια πελώρια Χίμαιρα, βαριά σαν ένα σακί αλεύρι ή κάρβουνο, ή σαν τον εξοπλισμό ενός Ρωμαίου στρατιώτη του πεζικού.

Αλλά το τερατόμορφο ζώο δεν ήταν ένα άψυχο βάρος, αντίθετα, τύλιγε και συμπίεζε τον άνθρωπο με τους ελαστικούς και δυνατούς μυς του, γαντζωνόταν με τα δυο μεγάλα νύχια του στο στήθος του υποζυγίου του και το μυθικό του κεφάλι δέσποζε πάνω στο μέτωπο του ανθρώπου σα μια απ' αυτές τις φριχτές περικεφαλαίες που φορούσαν οι παλιοί πολεμιστές ελπίζοντας να τρομάξουν περισσότερο τον εχθρό. Ρώτησα έναν απ' αυτούς τους ανθρώπους να μου πει που πήγαιναν έτσι. Μου απάντησε πως δεν ήξερε τίποτα, ούτε αυτός ούτε οι άλλοι, αλλά πως ήταν ολοφάνερο ότι κάπου πήγαιναν, αφού τους έσπρωχνε μια ακατανίκητη ανάγκη να περπατήσουν.

Και κάτι άξιο περιέργειας: κανείς απ' αυτούς τους ταξιδιώτες δε φαινόταν εξοργισμένος με το άγριο θηρίο που ήταν κρεμασμένο στο λαιμό του και κολλημένο στη ράχη του. Θα έλεγε κανείς ότι το λογάριαζε σα μέρος του εαυτού του. Όλα αυτά τα κουρασμένα και σοβαρά πρόσωπα δεν έδειχναν καμιά απελπισία, κάτω από τον μελαγχολικό θόλο του ουρανού, με τα πόδια βυθισμένα μέσα στη σκόνη μιας γης το ίδιο απελπισμένης μ΄αυτό τον ουρανό, βάδιζαν με το υποταγμένο πρόσωπο αυτών που είναι καταδικασμένοι να ελπίζουν πάντα.

Και η πομπή πέρασε πλάι μου και βυθίστηκε μέσα στην ατμόσφαιρα του ορίζοντα, στο σημείο που η στρογγυλή επιφάνεια του πλανήτη ξεφεύγει από την περιέργεια της ανθρώπινης ματιάς.

Και για λίγα λεπτά μ' έπιασε το πείσμα να θέλω να καταλάβω αυτό το μυστήριο, αλλά γρήγορα η ακατανίκητη Αδιαφορία με κυρίεψε και βρέθηκα πιο βαριά εξουθενωμένος εγώ παρά αυτοί από τις συντριπτικές τους Χίμαιρες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου