Η εκδήλωση της δυσαρέσκειας, οι μαζικές διαδηλώσεις στη Γαλλία που ξέσπασαν με αφορμή τον νόμο για τις συντάξεις, όσο σημαντική κι αν ήταν, δεν μπόρεσε να κλονίσει μια πολιτική τάξη, η οποία, τόσο στ΄αριστερά όσο και στα δεξιά, υπακούει σε καθαρά συντεχνιακά και πελατειακά συμφέροντα, διαχειρίζεται τους πόρους ακολουθώντας τις καταχρηστικές πρακτικές του κράτους, υποταγμένη, όπως και παντού, στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές εξουσίες.
Η δυσαρέσκεια προσέκρουσε στον κυνισμό και την αλαζονεία των αρχόντων - αρπακτικών, των οποίων η ανικανότητα, η γελοία επιδειξιομανία και η αποθρασυμένη ανοησία δεν πάει πολύς καιρός που κατάφεραν να σαγηνεύσουν μία μερίδα του εκλογικού σώματος. Κι αυτό γιατί η δικτατορία του εμπορεύματος και ο φετιχισμός του χρήματος έχουν αναγάγει σε αρετή την επιδεξιότητα των μετρίων να ασκούν τις απατεωνιές τους εντελώς ατιμώρητα.
Η δυσαρέσκεια λοιπόν αυτή δεν αποκαλύπτει παρά την πιο επιφανειακή όψη μιας βαθύτερης διεκδίκησης, της οποίας ο συνειδητός χαρακτήρας δεν θ΄αργήσει να εκδηλωθεί: Μιας απαίτησης να ζήσουμε ενάντια σε μια κοινωνία που μετατρέπει τη ζωή σε εμπορευματική αξία.
Το κράτος, που πλουτίζει τις τράπεζες οδηγώντας στη χρεωκοπία δημόσιες υπηρεσίες, κοινωνικές κατακτήσεις και κοινωφελείς βιομηχανίες, δεν έχει πια λόγο ύπαρξης πέραν της κατασταλτικής του λειτουργίας, την οποία θρέφει διογκώνοντας την επισφάλεια, τη σύγχυση και την απόγνωση.
Ο μαφιόζικος καπιταλισμός έχει ανάγκη το χάος για να βγάζει στο σφυρί τον κόσμο που μετατρέπει σε εμπόρευμα. Γι΄αυτό και προκαλεί παντού τον πόλεμο όλων εναντίον όλων που του διανοίγει ζωτικό χώρο να κινείται ανεμπόδιστα.
Το κράτος, οχυρωμένο στη γενικευμένη του διαφθορά, δεν δύναται πια να επιβεβαιώσει την εξουσία του παρά μόνον πουλώντας ασφάλεια. Δεν διστάζει να εφαρμόσει τη σιχαμερή μα αποτελεσματική τακτική του αποδιοπομπαίου τράγου: Συσπειρώνει όλα τα παλιά εθνικιστικά και τοπικιστικά αντανακλαστικά, ώστε την επισφάλεια και την αθλιότητα που σκορπούν παντού οι τραπεζικές και κρατικές απάτες, να τις πληρώνουν οι τσιγγάνοι, οι Εβραίοι, οι Άραβες, οι άνεργοι, οι ομοφυλόφιλοι, οι απ΄έξω, οι «διαφορετικοί».
Επιπλέον, το κράτος συνάπτει συμμαχίες μ ΄εκείνους που αναγνωρίζει ως πολύτιμους συνομιλητές του, εκείνους που θα είναι το έξωθεν πρόσωπό του, η βιτρίνα του. Αυτοί είναι τα πολιτικά κόμματα- και τα αριστερά βέβαια, που είναι εξίσου διεφθαρμένα και ανόητα όσο και τα υπόλοιπα. Αυτοί είναι, πάνω απ΄όλα, τα επίσημα συνδικάτα. Αν τα ΜΜΕ επικρίνουν τάχα τη δράση των συνδικάτων, το κάνουν για να τροφοδοτήσουν το θέαμα της δυσαρέσκειας και της οργής. Στην πραγματικότητα, οι συνδικαλιστικές ιεραρχίες είναι εντελώς ξεπερασμένες για τους αγωνιστές των οργανώσεων βάσης και για όσους γνωρίζουν ότι αλληλεγγύη και εξουσιαστικές δομές δεν συμβιβάζονται.
Σκηνοθετώντας τις διαδηλώσεις, θυσιάζονται σε μια τελετουργία απαράλλαχτη, όπου ο καθένας δηλώνει τη δυσαρέσκεια και το θυμό και κατόπιν επιστρέφει και κλείνεται στον εαυτό του με το αίσθημα ότι εξετέλεσε την αποστολή του, αλλά και με την πικρή πεποίθηση ότι οι πορείες στους δρόμους δεν ανακόπτουν τη ροή των γεγονότων. Με την ένδοξη διαδήλωση να έχει μεταμορφωθεί σε δύναμη καταδικασμένη στην αδράνεια, το πάθος εξαντλείται και τα πάντα κυριεύονται από την αίσθηση ότι δόθηκε μια μάχη μάταιη. Η κυβέρνηση το ξέρει, το ίδιο και τα συνδικάτα. Μια σιωπηρή συνενοχή προσδένει και τα δύο, κράτος και συνδικάτα, στο κοινό τους καθήκον να περιφρουρήσουν την εξουσία. «Ας τρέχουμε, αρκεί να μην κινούμαστε». Δηλαδή ας διαδηλώνουμε, αρκεί να μην ξεσηκωνόμαστε. Αυτό είναι το πραγματικό τους σύνθημα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου