Στο χυδαίο αυτό καρναβάλι, εφόρεσα αληθινή πορφύρα, στέμμα από καθαρό, ατόφιο χρυσάφι, ύψωσα ένα σκήπτρο πάνω από τα πλήθη κ' επήγαινα ακολουθώντας την εσωτερική μου φωνή. Έχανα τη συνείδηση του περιβάλλοντος, αλλά επήγαινα σαν υπνοβάτης, ακολουθώντας την εσωτερική μου φωνή.
Οι παλιάτσοι έτρεχαν μπροστά μου ή εχόρευαν γύρω δαιμονισμένα.
Εφώναζαν, εχτυπούσαν.
Αλλά εγώ επήγαινα βλέποντας τα σύννεφα και ακολουθώντας την εσωτερική μου φωνή. Δυσκολότατα επροχωρούσα.
Με τους αγκώνες άνοιγα τόπο, αφήνοντας πίσω μου ράκη.
Αποσταμένος, ματωμένος, στάθηκα κάπου.
Στον ήλιο έσπαζαν οι καγχασμοί των άλλων.
Κ' ήμουν γυμνός.
Γέρνοντας βαθιά, σαν τσακισμένο δέντρο, άκουσα για τελευταία φορά την εσωτερική μου φωνή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου