Δεν ήταν μια φάλαγγα, ήταν ένας όχλος, ένα τρομερό ποτάμι που γέμιζε τον δρόμο, οι άνθρωποι της αβύσσου, έξαλλοι από το ποτό και το άδικο, επιτέλους όρθιοι βρυχιόνταν για το αίμα των αφεντάδων τους.
Είχα ξαναδεί τον κόσμο της αβύσσου, στο γκέτο του, και νόμιζα ότι τον ήξερα, μα διαπίστωσα ότι τώρα τον έβλεπα για πρώτη φορά.
Η νωθρή απάθεια είχε εξαφανιστεί.
Τώρα ήταν δυναμικός, ένα συναρπαστικό θέαμα τρόμου.
Περνούσε μπροστά μου σαν φουσκοθαλασσιά, σε συμπαγή κύματα οργής, μουγκρίζοντας και ξεσπώντας. Σαρκοβόρος, μεθυσμένος με ουίσκι από λεηλατημένες αποθήκες, μεθυσμένος από μίσος, μεθυσμένος από όρεξη για αίμα.
Άνδρες, γυναίκες, παιδιά με κουρέλια, με θηριώδη νοημοσύνη, με κατεστραμμένα όλα τα θεϊκά χαρακτηριστικά, και εντυπωμένα όλα τα δαιμονικά. Πίθηκοι και τίγρεις, αναιμικοί και φυματικοί, υποζύγια, πρόσωπα χλωμά απ' όπου ρούφηξε τον χυμό της ζωής η κοινωνία των βαμπίρ, μορφές επαρμένες, φουσκωμένες από τη φυσική αγένεια και εξαχρείωση, μαραμένες γριές και νεκρικά κεφάλια με πατριαρχικές γενειάδες, κακοφορμισμένη νεολαία και κακοφορμισμένη εποχή, πρόσωπα δαιμονικά, στρεβλά, δύσμορφα τέρατα, αφανισμένα από τη φθορά της ασθένειας και από τη φρίκη της χρόνιας ασιτίας.
Οι απόβλητοι και οι ακάθαρτοι της ζωής, μια μαινόμενη δαιμονική ορδή που ουρλιάζει και βρυχάται.
Και γιατί όχι; Ο κόσμος της αβύσσου δεν είχε τίποτα να χάσει, παρά μονάχα τη μιζέρια και τον πόνο της ζωής. Και τι να κερδίσει; Τίποτα από μια τελική και τρομερή εκδίκηση...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου