Πάμε έχει περάσει η ώρα...
Είμαστε εχθροί των ρολογιών και αιρετικοί των ημερολογίων.
Το μαύρο είναι το αγαπημένο μας χρώμα.
Το μαύρο του μίσους, το μαύρο της μοναχικής σκέψης, το μαύρο της αναρχίας, το μαύρο του πολέμου.
Μέρα νύχτα διασχίζουμε δρόμους, πόλεις, σύνορα.
Κινούμαστε ανάμεσα στο σκονισμένο όχλο.
Ποτέ δεν αγαπήσαμε το θόρυβο του πλήθους. Το πλήθος δεν έχει δική του φωνή.
Το πλήθος ξερνάει μοναξιά, ταπείνωση, δουλικότητα, φθόνο και κούραση...
Το πλήθος δεν έχει δική του θέληση, το πλήθος επιθυμεί δανεικές εικόνες, δανεικές προσευχές, δανεικά όνειρα.
Ο αφέντης κουνάει τα χέρια και οι μαριονέτες χορεύουν.
Χορεύουν σαν σκιές δίχως ψυχή, μιλάνε δίχως νόημα, αισθάνονται δίχως πάθος, κοιμούνται δίχως όνειρα.
Η ανθρώπινη μάζα κρύβεται στην ανωνυμία του πλήθους, μιλάει τη γλώσσα των εντολών, ερωτεύεται αντικείμενα, κοιμάται τον ύπνο του αργού θανάτου.
Η ζωή του πλήθους είναι μια αυτοκτονία σε αργή κίνηση και η κοινωνία του μια διάφανη φυλακή.
Σήμερα ζούμε στο βασίλειο της μετριότητας.
Και η μετριότητα έχει νόημα... δημοκρατία είναι το όνομά της νέας αυτοκρατορίας.
Η αυτοκρατορία χαϊδεύει το πλήθος με το βελούδινο μαστίγιό της.
Και τα πλήθη αγαπάνε το μαστίγιο, θεωρώντας κάθε χτύπημα ως ένα χάδι στο πρόσωπο.
Κι αρχίζουν τα θορυβώδη "ζήτω".
Τα "ζήτω" για την ανάπηρη ελευθερία της δημοκρατίας, τα "ζήτω" για την ισότητα του ανθρώπινου κοπαδιού, τα "ζήτω" για τα δικαιώματα των νόμιμων σκλάβων.
Η αυτοκρατορία αποφάσισε για τον ελεύθερο σκλάβο "είσαι ελεύθερος να μιλήσεις, αλλά δεν είσαι ελεύθερος να σκεφτείς."
Η αυτοκρατορία διέταξε τον ελεύθερο σκλάβο "είσαι ελεύθερος να διαμαρτυρηθείς, αλλά δεν είσαι ελεύθερος να πράξεις..."
Και απ' τον θρόνο της η δημοκρατία χαμογέλασε και το πλήθος υποκλίθηκε για άλλη μια φορά δοξάζοντας την γενναιοδωρία της ελευθερίας της.
Και εμείς που δεν αγαπήσαμε ποτέ τις απομιμήσεις της ζωής και τη θορυβώδη μάζα, φοράμε τα μαύρα, καθαρίζουμε τα όπλα μας και γεμίζουμε τους γεμιστήρες μας.
Προτιμάμε τη μοναξιά του λύκου απ' την συντροφιά των προβάτων.
Ποτέ δεν αγαπήσαμε την κοινωνία των μετρίων.
Ποτέ δε μας άρεσε ο φασισμός του "γενικού καλού".
Ποτέ δε συμπαθούσαμε το ψέμα των επαναστατικών ιδεολογιών και το δόγμα του ταξικού πολέμου.
Είμαστε αναρχικοί της πράξης και οι πράξεις μας είναι μία αγκαλιά από ξυράφια για κάθε κοινωνικό ψέμα.
Η αναρχία μας, από όλα τα χρώματα, φοράει τα χρώματα του πολέμου και ξεχύνεται σαν μια βλαστήμια πάνω στην κοινωνία της υποκρισίας.
Είναι ο αιώνιος δραπέτης απ' τη μήτρα των ιδεολογιών που αναζητούν μεσσίες.
Η αναρχία μας είναι ο θάνατος τόσο του αστού όσο και του προλετάριου.
Κάθε λύκος είναι μοναδικός.
Κι όταν γελάει έχει τα άστρα μέσα στα μάτια του.
Κι όταν κλαίει απ' τα δάκρυά του φυτρώνουν κι ανθίζουν λουλούδια με ξυράφια για να ματώσουν τους περιττούς και την πλειοψηφία, που θέλησε να τον εξημερώσει.
Γελάμε και κλαίμε, κλαίμε και γελάμε κι όταν φοράμε κουκούλα και τα γάντια μας αγγίζουν τα όπλα μας ξέρουμε πως είναι η δικιά μας σειρά, ο δικός μας χορός, η δικιά μας ζωή.
Εγκαταλείπουμε την έρημη χώρα και τους γελοίους κατοίκους της.
Πάμε να φ΄γουμε είναι κιόλας αύριο και μία καινούρια μάχη ξεκινά...
Χρήστος Τ. (χειμώνας του '12) Φυλακές Κορυδαλλού
από Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς
Από το δεύτερο τεύχος της Μηδενιστικής Πορείας για τη διάχυση της Φωτιάς και του Χάους
Είναι κουτή αλαζονεία, ίσως να θέλεις να σκέφτεσαι αυτό που δεν είναι για να το σκέφτεσαι.
Όμως δεν υπάρχει αλαζονεία, τι πάει να πει αλαζονεία; Το γεγονός είναι πως δεν μπορώ να ξεκινήσω.
Πιστεύω πως είμαι στον τοίχο του κόσμου, να ξεχάσω το πέρα από τον τοίχο. Δεν τ' αποφασίζω να ξεκινήσω από τον τοίχο, ίσως να είναι αρρώστια. Έμεινα ολομόναχος στημένος σ' αυτό τον τοίχο. Ολομόναχος σαν ανόητος.
Αυτοί, προχώρησαν, ως και κοινωνίες οργανώνουν, κουτσά στραβά, είναι αλήθεια και υπάρχουν καταπληχτικά μηχανήματα. Εγώ δεν κάνω τίποτα άλλο έξω από το να κοιτάω ον τοίχο και γυρίζω την πλάτη μου στον κόσμο.
Είχα ήδη αποφασίσει, ναι, να μην σκέφτομαι, μια και δεν μπορεί κανείς να σκέφτεται.
Παράξενο, πιστεύουν πως ο κόσμος, το σύμπαν, η δημιουργία, πιστεύουν πως αυτό είναι εντελώς φυσικό ή φυσιολογικό, δεδομένο. Κι αυτοί είναι σοφοί κι εγώ ο κακός μαθητής, ο αμόρφωτος. Είμαστε φυλακή, σίγουρα, είμαστε φυλακή. Επειδή θέλω να τα μάθω όλα, δεν ξέρω τίποτε. Άραγε θα καταφέρουν να δώσουν την απάντηση; Ύστερα από δεκάδες ή εκατοντάδες γενιές θα συλλάβουν το ασύλληπτο, θα μπορέσουν να διανοηθούν το αδιανόητο. Αν δε σταματάνε να δουλεύουν, να παίρνουν λεωφορεία, να φτιάχνουν βιβλία, να λογαριάζουν, να πηγαίνουν στ' άστρα για να τα κατακτήσουν, αν μικροσκόπια ανακαλύπτουν πως υπάρχει ένα απειροελάχιστο, είναι γιατί σίγουρα νιώθουν, μ' ένα τρόπο ασυνείδητο και φυσικό, πως θα τα καταφέρουν.
Όμως εγώ έχω την εντύπωση πως στηρίζονται πάνω στο μηδέν κι αυτό ακόμη δεν είναι παρά μια λέξη. Δίνουμε ονομασίες που δεν σημαίνουν τίποτε, σε πράγματα που γι' αυτά δεν έχουμε τίποτε να πούμε. Το απειροελάχιστο...
Κυριευμένος από το απείρως μεγάλο γιατί να μην αφήσω να με κυριέψει και το απειροελάχιστον...
Όχι μονάχα τα κρεβάτια όπου πλάγιασες
Αλλά κι εκείνες τις επιθυμίες που για σένα
Γυάλιζαν μες στα μάτια φανερά
Κι ετρέμανε μες στη φωνή και κάποιο
Τυχαίον εμπόδιο τις ματαίωσε
Τώρα που είναι όλα πια μέσα στο παρελθόν
Μοιάζει σχεδόν και στις επιθυμίες
Εκείνες σαν να δόθηκες, πώς γυάλιζαν
Θυμήσου, μες στα μάτια που σε κοίταζαν
Πώς έτρεμαν μες στη φωνή, για σε, θυμήσου, σώμα...
Μιλώ γιατί υπάρχει ένας ουρανός που με ακούει Μιλώ γιατί μιλούν τα μάτια σου Και δεν υπάρχει θάλασσα, δεν υπάρχει χώρα Όπου τα μάτια σου δε μιλούν Τα μάτια σου μιλούν εγώ χορεύω Λίγη δροσιά μιλούν κι εγώ χορεύω Λίγη χλόη πατούν τα πόδια μου Ο άνεμος φυσά πού μας ακούει
Για αυτούς που πιστεύουν στον Θεό, οι περισσότερες από τις μεγάλες ερωτήσεις έχουν ήδη απαντηθεί.
Για τους υπόλοιπους από εμάς όμως που δεν μπορούμε να δεχτούμε εύκολα τη συνταγή του Θεού, οι μεγάλες απαντήσεις δεν παραμένουν γραμμένες σε πέτρινες πλάκες.
Προσαρμοζόμαστε σε νέες συνθήκες και ανακαλύψεις.
Η αγάπη δεν χρειάζεται να είναι μια εντολή ή μια ρήση.
Είμαι ο δικός μου Θεός.
Βρισκόμαστε εδώ για να ξεμάθουμε τη διδασκαλία της εκκλησίας, της πολιτείας και του εκπαιδευτικού μας συστήματος.
Βρισκόμαστε εδώ για να πίνουμε μπύρα.
Βρισκόμαστε εδώ για να σκοτώνουμε τον πόλεμο.
Βρισκόμαστε εδώ για να γελάμε με τις πιθανότητες και για να ζούμε τη ζωή μας τόσο καλά, όπου ο θάνατος θα τρέμει στην ιδέα να μας πάρει.
Βρισκόμαστε εδώ, για να διαβάζουμε τις λέξεις όλων αυτών των σοφών ανδρών και γυναικών, που μας λένε ότι είμαστε εδώ για διαφορετικούς λόγους αλλά και για τον ίδιο ακριβώς λόγο…
Κάτω απ’ το φορτίο της μοναξιάς
κάτω απ’ το φορτίο της δυσαρέσκειας
το βάρος
το βάρος που κουβαλάμε
…είναι η αγάπη.
Ποιος μπορεί να τ’ αρνηθεί;
στα όνειρα αγγίζει το κορμί,
στη σκέψη δημιουργεί ένα θαύμα
στη φαντασία αγωνιά
μέχρι να γίνει ανθρώπινη
κοιτάζει έξω απ’ την καρδιά
καίγεται με αγνότητα
γιατί το βάρος της ζωής
…είναι η αγάπη.
Είχε βρέξει όλη την ημέρα και τα αυτοκίνητα που συνόδευαν το φέρετρο ήταν γεμάτα λάσπη. Η μαυροκόκκινη σημαία που σκέπαζε τη νεκροφόρα ήταν βρώμικη.
Στο κτίριο των αναρχικών, που μέχρι την επανάσταση ήταν έδρα του βιομηχανικού και εμπορικού επιμελητηρίου της Βαρκελώνης, οι προετοιμασίες είχαν αρχίσει από το προηγούμενο βράδυ. Η αίθουσα υποδοχής είχε ετοιμαστεί για να υποδεχθεί τον νεκρό. Κατά μαγικό τρόπο όλα ήταν έτοιμα στην ώρα τους. Ο στολισμός ήταν απλός, χωρίς καμία επιτήδευση ή στόμφο. Οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με μαυροκόκκινο πανί, ένα βάθρο στα ίδια χρώματα, μερικά πολύφωτα, λουλούδια και στεφάνια. Αυτό ήταν όλο. Στις δύο πλαϊνές πόρτες, από τις οποίες θα περνούσε το πλήθος που πενθούσε, ήταν κρεμασμένα, κατά το ισπανικό έθιμο, μεγάλα πανώ που πάνω τους διάβαζες "Ο Ντουρρούτι σας καλωσορίζει" και "Ο Ντουρρούτι σας αποχαιρετά".
Άντρες της πολιτοφυλακής φρουρούσαν το φέρετρο με το όπλο παραπόδα. Εκείνοι που το είχαν φέρει από τη Μαδρίτη, τον κουβάλησαν μέχρι μέσα στην αίθουσα. Κανείς δε σκέφτηκε να τους ανοίξει τις μεγάλες μπροστινές πόρτες, κι έτσι αναγκάστηκαν να στριμωχτούν περνώντας μέσα από μια μικρή πλαϊνή πόρτα. Για να ανοίξουν δρόμο, μέσα από το πλήθος που είχε κατακλύσει το χώρο μπροστά στο κτίριο, κατέβαλαν πολύ κόπο. Από τις στοές της εισόδου που είχαν μείνει αστόλιστες, κοίταζαν διάφοροι περίεργοι.
Υπήρχε μια ατμόσφαιρα προσμονής, όπως σ' ένα θέατρο. Μερικοί κάπνιζαν. Πολλοί είχαν βγάλει τα καπέλα τους, ενώ άλλοι ούτε το είχαν σκεφτεί καν. Γινόταν θόρυβος. Πολιτοφύλακες που γύριζαν από τι μέτωπο, καλωσορίζονταν από φίλους τους. Οι σκοποί προσπαθούσαν να απωθήσουν τους συγκεντρωμένους. Κι αυτό γινόταν όχι χωρίς θόρυβο. Ο άνθρωπος που ήταν υπεύθυνος για την τελετή έδινε τις οδηγίες τους. Κάποιος σκόνταψε και έπεσε πάνω σ΄ένα στεφάνι. Ένας απ΄αυτούς που είχαν κουβαλήσει το φέρετρο, άναβε προσεκτικά την πίπα του την ώρα που σηκωνόταν το καπάκι. Το πρόσωπο του Ντουρρούτι βρισκόταν κάτω από ένα γυάλινο σκέπασμα πάνω σε άσπρο μεταξωτό, τυλιγμένο σε ένα άσπρο σάλι, που του έδινε την εμφάνιση Άραβα.
Το σκηνικό ήταν κωμικοτραγικό. Έμοιαζε πολύ με χαρακτικό του Γκόγια. Το περιγράφω έτσι όπως το έζησα, γιατί δίνει μια εικόνα τι συγκινεί τους Ισπανούς. Ο θάνατος στην Ισπανία είναι σαν το φίλο, το σύντροφο, σαν κάποιο εργάτη που ξέρει κανείς από το χωράφι ή το εργαστήρι. Σαν έρθει, δεν κάνει κανείς ιδιαίτερες φασαρίες. Αγαπά τους φίλους του μα δεν τους ενοχλεί. Μπορούν να έρχονται και να φεύγουν όποτε τους αρέσει. Ίσως αυτό να είναι η παλιά μοιρολατρία των Μαυριτανών που εμφανίζεται και πάλι, χαμένη εδώ και χρόνια κάτω από τις τελετουργίες της καθολικής εκκλησίας.
Ο Ντουρρούτι ήταν ένας φίλος. Είχε πολλούς φίλους. Είχε γίνει το είδωλο ενός ολόκληρου λαού. Αγαπήθηκε πολύ και ειλικρινά και όλοι όσοι είχαν έρθει αυτή την ώρα θρηνούσαν το χαμό του και του 'φερναν το σεβασμό τους. Κι όμως, εκτός από τη γυναίκα του, μια Γαλλίδα, είδα μόνο έναν άνθρωπο να κλαίει. Μια γριά καθαρίστρια, που είχε δουλέψει σ΄αυτό το κτίριο όταν ακόμα οι έμποροι και οι βιομήχανοι πηγαινοέρχονταν εκεί μέσα, και που, ίσως, δεν τον είχε συναντήσει ποτέ της. Οι άλλοι ένιωθαν το θάνατό του σαν ένα φριχτό, αναντικατάστατο χαμό, αλλά εκδήλωναν τα αισθήματά τους χωρίς καμία επισημότητα. Το να σωπάσουν, να βγάλουν τα καπέλα τους ή να σβήσουν τα τσιγάρα τους, θα ήταν εξίσου υπερβολικό όπως αν υψώνονταν σταυροί και αγιασμοί ράντιζαν την ατμόσφαιρα.
Χιλιάδες άνθρωποι πέρασαν στη διάρκεια της νύχτας μπροστά από το φέρετρο του Ντουρρούτι. Περίμεναν σε τεράστιες ουρές κάτω από τη βροχή. Ο φίλος τους και ηγέτης τους ήταν νεκρός. Δεν τολμώ να αποφασίσω ποιο κομμάτι στα συναισθήματά τους έπιανε ο πόνος και ποιο η περιέργεια. Για ένα όμως είμαι σίγουρος, εκείνο που τους ήταν ολότελα ξένο, ήταν ο σεβασμός προς το θάνατο.
Η κηδεία έγινε το άλλο πρωί. Ήταν ξεκάθαρο από την αρχή ότι η σφαίρα που σκότωσε τον Ντουρρούτι χτύπησε τη Βαρκελώνη στην καρδιά. Ένας στους τέσσερις κατοίκους της ακολούθησε το φέρετρο. Οι μάζες που γέμιζαν τα πεζοδρόμια, κοιτούσαν απ΄τα παράθυρα, τις ταράτσες κι ήταν σκαρφαλωμένες ως και τα δέντρα της Ράμπλας, δεν ήταν μέσα σ΄αυτό τον αριθμό. Όλα τα κόμματα και οι συνδικαλιστές οργανώσεις, χωρίς εξαίρεση, είχαν καλέσει τους οπαδούς τους. Δίπλα στις σημαίες των αναρχικών κυμάτιζαν οι σημαίες όλων των αντιφασιστικών ομάδων της Ισπανίας. Ήταν ένα μεγαλειώδες, υπέροχο και παράξενο θέαμα, γιατί κανείς δεν είχε καθοδηγήσει, οργανώσει, βάλει σε τάξη όλον τούτο τον κόσμο. Τίποτα δεν γινόταν όπως έπρεπε. Επικρατούσε ένα απερίγραπτο ανακάτωμα.
Το ξεκίνημα της πομπής είχε οριστεί για τις 10. Μια ώρα πριν ήταν τελείως αδύνατο να φτάσεις στο κτίριο της περιφερειακής επιτροπής των αναρχικών. Κανένας δεν είχε σκεφτεί να κρατήσει ανοιχτό το δρόμο που θα περνούσε η κηδεία. Οι αντιπροσωπείες όλων των εργατικών οργανώσεων της Βαρκελώνης πλησίαζαν, διαλύονταν και έκλειναν το δρόμο ή μια στην άλλη, απ' όλες τις μεριές. Μια ίλη ιππικού και μια ομάδα μοτοσικλετιστών που επρόκειτο να ηγηθούν της πομπής, βρέθηκαν αποκλεισμένες και τριγυρισμένες από πλήθη εργατών. Παντού έβλεπε κανείς αμάξια σκεπασμένα με στεφάνια, που είχαν αποκλειστεί και δεν μπορούσαν να κάνουν ούτε μπρος ούτε πίσω. Με πολύ κόπο ανοίχτηκε ένας δρόμος για να μπορέσουν οι υπουργοί να φτάσουν στο φέρετρο.
Στις δέκα και μισή το φέρετρο του Ντουρρούτι, σκεπασμένο με μια μαυροκόκκινη σημαία, εγκατέλειπε το κτίριο των αναρχικών πάνω στους ώμους πολιτοφυλάκων της φάλαγγάς του. Τα πλήθη σήκωσαν τη γροθιά για τον ύστατο χαιρετισμό. Ο ύμνος των αναρχικών ακούστηκε από παντού, Hijos Del Pueblo, Παιδιά του Λαού. Ήταν μια στιγμή μεγάλης συγκίνησης. Για κάποιο περίεργο όμως λόγο ή ίσως και από απροσεξία, κάποιος είχε καλέσει δυο ορχήστρες. Η μια έπαιζε πολύ σιγά, η άλλη πολύ δυνατά. Δεν μπόρεσαν να τα καταφέρουν να παίξουν στον ίδιο τόνο. Οι μοτοσικλέτες ούρλιαζαν, τα αυτοκίνητα άρχισαν να κορνάρουν, οι αξιωματικοί έδιναν διαταγές με σφυρίγματα και αυτοί που κρατούσαν το φέρετρο δεν μπορούσαν να κάνουν ούτε βήμα προς τα εμπρός. Ήταν κάτι το απίθανο μέσα σ' αυτό το χάος να σχηματίσεις πορεία. Οι δυό ορχήστρες έπαιξαν το ίδιο τραγούδι ακόμη μια φορά. Πολλές φορές. Είχαν εγκαταλείψει τις προσπάθειες να συγχρονιστούν. Άκουγες τους ήχους αλλά δεν μπορούσες να διακρίνεις τη μελωδία. Ακόμη και τώρα έβλεπες γύρω γύρω σηκωμένες γροθιές.
Επιτέλους βουβάθηκε η μουσική, οι γροθιές έπεσαν και ακουγόταν μόνο το βουητό της μάζας, που το κέντρο της, πάνω στους ώμους των συντρόφων του, αναπαυόταν ο Ντουρρούτι.
Πέρασε το λιγότερο μισή ώρα ώσπου να ανοιχτεί λίγο ο δρόμος και να κινηθεί η πορεία. Μέχρι να φτάσει στην πλατεία της Καταλωνίας, που απείχε μερικές εκατοντάδες μέτρα, πέρασαν αρκετές ώρες. Οι έφιπποι ακολουθούσαν ο καθένας το δρόμο του και οι μουσικοί διαλυμένοι μέσα στο πλήθος προσπαθούσαν να ξανασυγκεντρωθούν. Τα αυτοκίνητα που είχαν χάσει το δρόμο τους, προσπαθούσαν με την όπισθεν να βρουν διέξοδο. Τα αυτοκίνητα με τα στεφάνια προσπαθούσαν να χωθούν στην πορεία από πλάγιους δρόμους. Ο καθένας ούρλιαζε όσο πιο δυνατά μπορούσε.
Όχι, αυτή δεν ήταν κηδεία βασιλιά. Ήταν μια κηδεία που την είχε πάρει στα χέρια του ο λαός. Δεν υπήρχαν οδηγίες, όλα γινόντουσαν αυθόρμητα. Το απρόοπτο κυριαρχούσε. Ήταν απλά μια αναρχική κηδεία και κει βρισκόταν όλη της η μεγαλοπρέπεια. Είχε τις περίεργες όψεις της, αλλά το μεγαλείο της, ένα μοναδικό, βαθύ μεγαλείο, δεν το έχανε ποτέ.
Στη βάση της στήλης του Κολόμβου, όχι μακριά από τη θέση όπου κάποτε είχε αγωνιστεί και πέσει ο καλύτερος φίλος του Ντουρρούτι, εκφωνήθηκαν οι επικήδειοι.
Ο Γκαρθία Ολιβέρ, ο μοναδικός από τους τρεις συντρόφους που επέζησε, μίλησε σαν φίλος, σαν αναρχικός και σαν υπουργός Δικαιοσύνης της ισπανικής δημοκρατίας.
Μετά πήρε το λόγο ο Ρώσος πρόξενος. Έκλεισα το λόγο που έβγαλε σε καταλανική γλώσσα με την κραυγή "Θάνατος στο φασισμό". Ο πρόεδρος της Generalidad, Κομπανύς, μίλησε τελευταίος. Άρχισε και τελείωσε με το σύνθημα "Σύντροφοι, εμπρός".
Είχε προγραμματιστεί, μετά τους λόγους, να διαλυθεί η πορεία. Μόνο μερικοί φίλοι του θα ακολουθούσαν τη νεκροφόρα μέχρι το νεκροταφείο. Αλλά αποδείχθηκε αδύνατο να κρατηθεί αυτό το πρόγραμμα. Οι μάζες δεν έφευγαν από τη θέση τους. Είχαν ήδη καταλάβει το νεκροταφείο και είχαν μπλοκάρει το δρόμο προς τον τάφο. Ήταν δύσκολο να περάσεις, μια και όλοι οι διάδρομοι του νεκροταφείου είχαν γεμίσει στεφάνια.
Η νύχτα έφτασε. Ξανάρχισε να βρέχει. Σε λίγο έριχνε καταρράχτες και το νεκροταφείο μεταβλήθηκε σε βούρκο, όπου μέσα του πνίγηκαν τα στεφάνια. το τελευταίο λεπτό αποφασίστηκε να αναβληθεί η ταφή. Οι πολιτοφύλακες άφησαν τον τάφο και έφεραν το φορτίο τους στο νεκροθάλαμο.
Ο Ντουρρούτι κηδεύτηκε τελικά την επόμενη μέρα.
Χ. Ε. Καμίνσκι
"Κανείς συγγραφέας δε θα αποφάσιζε να γράψει την ιστορία της ζωής του. Θα έμοιαζε πάρα πολύ με περιπετειώδες μυθιστόρημα". Σ' αυτό το συμπέρασμα έφτασε ήδη το 1931 ο Ηλία Έρενμπουργκ, όταν γνώρισε τον Μπουεναβεντούρα Ντουρρούτι. Και αμέσως έπεσε στη δουλειά. Σε μερικές φράσεις έγραψε ό,τι νόμιζε πως ήξερε για τον Ντουρρούτι. "Αυτός ο εργάτης μεταλλουργίας αγωνίστηκε από πολύ νέος για την επανάσταση. Ανέβηκε σε οδοφράγματα, λήστεψε τράπεζες, έριξε βόμβες, απήγαγε δικαστές. Καταδικάστηκε τρεις φορές σε θάνατο, στην Ισπανία, τη Χιλή και την Αργεντινή. Γύρισε αμέτρητες φυλακές και απελάθηκε από οκτώ χώρες".
"Χ. Μ. Εντσενσμπέργκερ, Το σύντομο καλοκαίρι της Αναρχίας"
"Ήμουν αναρχικός σε όλη μου την ζωή και ελπίζω ότι είμαι και τώρα. Θα το θεωρούσα πράγματι πολύ θλιβερό να γινόμουν στρατηγός και να εξουσιάζω ανθρώπους με στρατιωτική πυγμή... Πιστεύω όπως πάντα στην ελευθερία που στηρίζεται στην αίσθηση ευθύνης. Θεωρώ την πειθαρχία απαραίτητη αλλά θα πρέπει να είναι αυτοπειθαρχία, εμπνεόμενη από ένα κοινό σκοπό και ένα ισχυρό αίσθημα συντροφικότητας."
Η μόνη μου γαλήνη είναι ότι αυτό το δικαίωμα να σ’ αγαπώ
μέχρι τα τρίσβαθα της ψυχής,
δεν μπορεί να μου το αμφισβητήσει και να μου το αφαιρέσει κανείς.
Σ’ αγαπώ.
Από τα πολλά όμως, τα πάρα πολλά που έχω να σου πω
άφησε να σου πω τουλάχιστον πως δεν υπάρχει πιο μεγάλη ευτυχία
στον κόσμο, προ πάντων για άνθρωπο
άκρως και αυστηρά απόλυτο, από το να σ’ αγαπά…
Και γιατί και μόνο κοντά σου είναι η Ευτυχία, η Χαρά, η Ζωή.
Γιατί εσύ είσαι η Ευτυχία, η Χαρά, η Ζωή.
Βρίσκω κάθε τι άλλο τέλεια αδιάφορο…
Κι είμαι κοντά σου
είμαι κοντά σου,
είμαι πολύ κοντά σου,
σου λέω, πάντα, παντού,
αλλά τι κρίμα που δεν σ’ αγγίζω,
που δεν σε βλέπω…
Κι ύστερα η πτώση η ανελέητη,
μέσα στην απαίσια ζωή που ζούσα,
που ζω,
απ’ όπου μ’ έβγαλες για λίγο
και τα ‘χασα με την απέραντη σου καλοσύνη...
Ο Sante Geronimo Caserio ήταν ένας νεαρός Ιταλός αναρχικός που μετανάστευσε στη Γαλλία για να μη συλληφθεί ως λιποτάκτης. Εκεί μαχαίρωσε και σκότωσε τον Sadi Carnot, τον πρόεδρο της γαλλικής δημοκρατίας, στη διάρκεια μιας προς τιμήν του δημόσιας εκδήλωσης στις 21 Μαΐου 1894.
O Caserio είχε ακόμα χρόνο να χαθεί μέσα στο πλήθος , αντιθέτως όμως έτρεξε μπροστά στην άμαξα φωνάζοντας " Ζήτω η Αναρχία, Ζήτω η Επανάσταση".
Η δίκη
Η δίκη ξεκίνησε στις 2 Αυγούστου 1894 στη Lyon και κράτησε οκτώ μέρες. Στον νεαρό αναρχικό, κατά την πρώτη μέρα της δίκης, τέθηκαν ερωτήσεις από τον δικαστή De Breuillac.
Πρόεδρος: Caserio, γεννήθηκες το 1873. Ο πατέρας σου ήταν βαρκάρης από τη Motta Visconti και πέθανε το 1887. Η οικογένειά σου ακόμα κατοικεί στη Motta. Ένας από τους αδελφούς σου έχει πανδοχείο, ο άλλος είναι υπηρέτης και ο τρίτος είναι βαρκάρης. Ως νεαρό παιδί ήσουν καλός και τίμιος εργαζόμενος. Κανείς δεν φανταζόταν που θα κατέληγες. Όπως πολλοί νέοι της ηλικίας σου ήσουν έξυπνος, παρορμητικός, με μεγάλη ζωτικότητα. Λέγεται ακόμα ότι είχες κατηφή έκφραση.
Caserio: (σηκώνεται βαριεστημένα και χαμογελώντας διακόπτει): Αυτό δεν είναι αληθές κύριε δικαστή.
Π: Σε ό,τι αφορά την υγεία σου, ο γαλλικός νόμος τιμωρεί μόνο άτομα που έχουν πλήρη συναίσθηση των αδικημάτων για τα οποία κατηγορούνται και, ως εκ τούτου, μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνοι για αυτά. Έχεις ποτέ υποφέρει από ψυχικές διαταραχές; Είχες πάντοτε πλήρεις νοητικές ικανότητες; Υπήρξες παράφρων;
C: Όχι. Διακηρύσσω ότι είμαι πλήρως υπεύθυνος των πράξεών μου.
Π: Ο πατέρας σου υπέφερε από επιληπτικές κρίσεις. Μια μέρα είχε δει, κατά την αυστριακή κατοχή, να κακοποιούν τον αδερφό του τρεις Γερμανοί στρατιώτες και υπέστη σοκ και ακραίο τρόμο από αυτή την πράξη. Ποτέ δεν το ξεπέρασε αλλά δεν φαίνεται να υπήρξε παράφρων.
Εσύ, δηλώνεις ότι έχεις πλήρως τα λογικά σου σε μια επιστολή της 25ης Ιούλη, κάτι που επίσης αποδεικνύεται από την κατάθεσή σου σχετικά με την επίθεση, που πραγματοποιήθηκε με πλήρη συνείδηση, καθώς επίσης και από τις σταθερές και ακριβείς απαντήσεις που έδωσες κατά την ανάκριση.
Η φτωχή μητέρα σου προσπάθησε όσο περισσότερο μπορούσε να σε μορφώσει. Παρακολούθησες το δημοτικό σχολείο της Motta Visconti, δίχως όμως ιδιαίτερη επιτυχία. Δεν ήσουν και τόσο καλός μαθητής. Σου αναφέρω αυτό το γεγονός επειδή θέλω να φωτίσω μια κατάσταση που ενδεχομένως θα είναι χρήσιμη ως προς την αμεροληψία της απόφασης. Δεν ήσουν λοιπόν και τόσο επιτυχημένος μαθητής...
C: Είμαι ο πρώτος που λυπάται γι' αυτό. Αν είχα μια σωστή παιδεία θα ήμουν δυνατότερος και καλύτερος άνθρωπος και θα είχα προσφέρει στο αναρχικό ιδανικό κάτι πολύ περισσότερο από τη φτωχή ζωή μου.
Π: Δεν υπάρχει τίποτα, ωστόσο, στο παρελθόν σου που να δηλώνει ότι θα γινόσουν δολοφόνος. Στην ομιλία σου, στις 24 Ιουνίου, ο πρόεδρος Carnot εξέφρασε την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι "...στη Γαλλία πλέον υπάρχει μία και μόνη παράταξη στην οποία όλες οι καρδιές χτυπούν ενωμένες". Στη μεγαλόψυχη καρδιά του ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ξεχνούσε 'οτι υπήρχε ακόμα μια παράταξη που δεν επιθυμούσε να αφοπλιστεί, η αναρχική παράταξη, και ότι ένα μέλος της ήταν έτοιμο να στήσει ενέδρα με σκοπό να τον δολοφονήσει. Εσύ, ένας εκπρόσωπος της αναρχικής εγκληματικότητας, στεκόσουν έξω από την είσοδο του μεγάρου.
Έγινες αναρχικός μετά τη δίκη του Amilcare Cipriani και των άλλων αναρχικών που έγινε στο δικαστήριο της Ρώμης, μετά την εξέγερση της 1ης Μαΐου στην Πλατεία του Αγίου Σταυρού;
C: Ήμουν ήδη αναρχικός αλλά αυτό το αισχρό θέαμα ταξικής ανισότητας έκανε ισχυρότερη την πίστη μου και ανακίνησε την επιθυμία μου για εκδίκηση.
Π: Κι ύστερα, οι συναντήσεις που οργάνωνε ο δικηγόρος Gori...
C: Ήμουν ήδη για πολύ καιρό αναρχικός πριν γνωρίσω τον Gori τον οποίο προσπαθείτε να εμπλέξετε σε αυτή τη δίκη. Οι συναντήσεις που οργάνωνε ήταν δημόσιες και αρκετά πολυπληθείς, και εκεί έμαθα ορισμένα καλά πράγματα που το σχολείο του συστήματος ξέχασε να μου διδάξει.
Π: Ναι, έμαθες να αψηφάς τις συμβουλές της φτωχής μητέρας σου και του αδερφού σου καθώς προσπαθούσαν να σε απομακρύνουν από τις κακές ιδέες σου. Στην αρχή θύμωσες μαζί τους κι ύστερα αρνήθηκες ολοκληρωτικά την οικογένειά σου.
C: Αυτό δεν είναι αλήθεια! Τώρα αγαπώ και τιμώ την μητέρα μου όσο κι όταν ήμουν παιδί, και η στοργή που νιώθω για τους συγγενείς μου είναι ίδια όπως πάντα. Μονάχα που δεν ήθελα να αποδεχτώ τον ζυγό τους που απαρτίζεται από προλήψεις. Εγώ απλώς κοίταξα πέρα από την μικρο-οικογένεια που ενώνεται από μικρο-συμφέροντα, κοίταξα προς μια μεγαλύτερη οικογένεια, την ανθρωπότητα, στην οποία ένιωσα ότι ήθελα να δώσω το όλον του εαυτού μου.
Ο πρόεδρος, που θέλει να ενισχύσει τη θεωρία της συνωμοσίας και προσπαθεί να φέρει τον Caserio σε αντιφάσεις, διαβάζει τα ονόματα αρκετών αναρχικών από το Μιλάνο και τον ρωτάει αν τους ξέρει.
C: Αυτές είναι ανούσιες ερωτήσεις και χάσιμο χρόνου. Δεν γνωρίζω κανέναν από αυτούς τους ανθρώπους που ανέφερες, αλλά και να τους γνώριζα δεν θα στο έλεγα.
Π: Η ανάκριση τεκμηρίωσε ότι ήσουν σε επαφή μαζί τους και η αστυνομία παρείχε πλήρεις αποδείξεις για αυτό.
C: Τότε αρκέσου στην αστυνομία σου, εγώ αηδιάζω μαζί τους.
Π: Η αστυνομία κάνει τη δουλειά της.
C: Δεν είναι δικό μου θέμα.
Π: Αρνείσαι ότι ξύρισε το γένι σου ο σύντροφός σου, ο κουρέας Faure;
C: Και ποιος ήθελες να με ξύριζε; Κανένας φούρναρης;
Π: Και είναι αλήθεια ότι στο Cafe du Garde στο Cette έκανες αποκλειστικά παρέα με αναρχικούς;
C: Κι αυτό είναι αλήθεια. Ποτέ δεν συναναστρεφόμουν την "υψηλή κοινωνία", και δεν φαντάζομαι ότι θα με καλοδέχονταν. Είναι όμως ανόητο το να ισχυρίζεται κάποιος ότι μόνο αναρχικοί σύχναζαν στο Cafe du Garde. Θυμάμαι μάλιστα μια φορά που είχα παίξει μπιλιάρδο με έναν από τους πολλούς ασφαλίτες που έρχονταν για να μας παρακολουθούν, δίχως να γνωρίζουν ότι εμείς τους παρακολουθούσαμε περισσότερο απ' ότι εκείνοι.
Π: Πρώτα περιφρόνησες την οικογένειά σου, και ύστερα την πατρίδα σου. Έφυγες από την Ιταλίαακριβώς τη στιγμή που έπρεπε να εκπληρώσεις το ιερό σου χρέος σε αυτήν, να γίνεις στρατιώτης.
C: Πάντα θεωρούσα ότι εμείς οι φτωχοί άνθρωποι εκπληρώνουμε περισσότερα χρέη προς την πατρίδα απ' ότι οι πλούσιοί της. Και αποφάσισα ν’ αφήσω απλήρωτο ένα από αυτά τα χρέη. Ας υπερασπιστούν την πατρίδα αυτοί που τη χαίρονται. Εμείς από την πατρίδα λαμβάνουμε μονάχα φτώχεια και καταφρόνια, και είμαστε διατεθειμένοι να τη ξεχάσουμε προς χάρη μιας μεγαλύτερης πατρίδας που δεν έχει ειδεχθή εμβλήματα αδελφοκτόνων σημαιών, που δεν έχει ανόητα σύνορα, την πατρίδα ολόκληρης της Γης όπου οι άνθρωποι μπορούν να μεγαλώνουν ελεύθεροι μέσα από τις νίκες της προόδου και του πολιτισμού.
Π: Πήγες στην Ελβετία και ύστερα στη Γαλλία, με πρώτη στάση τη Lyon. Εκεί σε υποδέχτηκαν οι σύντροφοί σου και κανόνισαν να μείνεις στο σπίτι της Maria, μιας γυναίκας που είναι γνωστή ως "η μητέρα των αναρχικών". Σύντομα γνωρίστηκες με όλους τους αναρχικούς της περιοχής αλλά σε λίγο μετακόμισες στο Vienne. Γιατί;
C: Επειδή έλπιζα ότι θα έβρισκα καλύτερα πράγματα να κάνω εκεί.
Π: Ή ίσως επειδή ωθήθηκες από τον Delahaye, πρώην συνεργάτη της Pere Peinard (Σημ. "Αιρετική" αναρχική εφημερίδα της εποχής), και τον Fure, τον κουρέα με τον οποίο ήσουν φίλος μέχρι και τη μέρα της αποτρόπαιης επίθεσής σου.
C: Όλα αυτά δεν αφορούν ούτε εσένα ούτε αυτό το δικαστήριο.
Π: Από το Vienne πήγες στο Cette. Σκέφτηκες ίσως ότι το Cette ήταν ένα πιο ζωντανό κέντρο προπαγάνδας;
C: Αυτό ακριβώς σκέφτηκα και αυτός ήταν ο μοναδικός λόγος για τον οποίο μετακινήθηκα. Μου αρέσει να ζω με συντρόφους που είναι καλλιεργημένοι, καλά πληροφορημένοι και δραστήριοι.
Π: Σίγουρα θα συνάντησες τον σύντροφό σου τον Lacroix στο Cette.
C: Ήδη σε έχω προειδοποιήσει ότι στο δικαστήριο θα δώσω πληροφορίες για πράγματα, γεγονότα και καταστάσεις που αφορούν εμένα, αλλά πάντα θα αρνούμαι να κάνω τη δουλειά της αστυνομίας και να εξυπηρετήσω τη διωκτική σου μανία αναφερόμενος σε ονόματα και γεγονότα που με βεβαιότητα είναι άσχετα με την επίθεσή μου, με αυτή τη δίκη και τον εκδικητικό σκοπό της.
Π: Οι αρχές του Cette δεν έδωσαν και μεγάλη σημασία στη νομοθεσία που αφορά τους αλλοδαπούς. Δεν ασχολήθηκαν με τη νομιμότητα της παρουσίας σου αν και γνώριζαν ότι είσαι ένας από τους πλέον διαβόητους αναρχικούς και επίκεντρο μιας δραστηριότητας που αποκάλυπτε το ποιόν σου.
C: Τι υπερβολή!
Π: Οι σύντροφοί σου σε επισκέπτονταν όταν νοσηλεύτηκες για κάποιο διάστημα στο νοσοκομείο και σου έφεραν εφημερίδες και τυπωμένα πορτραίτα του Ravachol, του Pallas και των αναρχκών του Σικάγο (Σημ. Ο Pallas ήταν Ισπανός αναρχικός που καταδικάστηκε σε θάνατο για την απόπειρα εκτέλεσης ενός στρατηγού το 1893. Οι αναρχικοί του Σικάγο είναι προφανώς οι εκτελεσμένοι της Πρωτομαγιάς). ύστερα βρήκες δουλειά στον φούρνο των Viala. Λέγεται ότι μια έκρηξη συνέβη εκεί τον καιρό που εσύ εργαζόσουν.
C: Ανοησίες! Χρησιμοποιούσαν χλωρά ξύλα για το κάψιμο του φούρνου.
Π: Εγκατέλειψες αιφνιδιαστικά το αφεντικό σου στις 23 Ιουνίου και ζήτησες να πληρωθείς. Έλαβες περίπου τριάντα φράγκα. Έφυγες από του Viala και πήγες στον σύντροφό σου Saurel για να ζητήσεις τη διεύθυνση του συντρόφου σου Laborie στο Montpellier. Ύστερα αγόρασες το μαχαίρι.
Σε αυτό το σημείο ζητήθηκε από τον Caserio να περιγράψει τις λεπτομέρειες του ταξιδιού του από το Cette ως τη Lyon. Μιλά για τα χωριά που διέσχισε.
C: Εντόπιζα τμήματα της χωροφυλακής σχεδόν σε κάθε χωριό που περνούσα. Μικρά φτωχόσπιτα βρίσκονταν παντού και άνθρωποι κουβέντιαζαν και κάπνιζαν στα κατώφλια τους.
Π: Δεν σε αποθάρρυνε το θέαμα αυτών των ειρηνικών ανθρώπων και των μικρών χωριών από το να φέρεις σε πέρας το αχρείο σχέδιό σου;
C: Ωχ! Οι σκλάβοι που πέφτουν για ύπνο υπό τον ίδιο τους τον ζυγό, δεχόμενοι χτυπήματα και καθημερινούς εξευτελισμούς, που βρίσκουν παρηγοριά παίζοντας χαρτιά ή κάτι άλλο τις Κυριακές, δεν μου προκαλούν τίποτα άλλο παρά περιφρόνηση. Είναι χάρη σε αυτούς που οι κυβερνώντες ατιμώρητα απολαμβάνουν το να μας καταπιέζουν και τα αφεντικά να μας εκμεταλλεύονται. Αν οι άνθρωποι ενώνονταν για να μαθαίνουν, να συζητούν, να κατανοούν ο ένας τον άλλον και να προετοιμάζονται έστω και για μικρές απαιτήσεις αντί να πνίγουν τις λύπες τους και τα ελάχιστα χρήματά τους στο κρασί και τα παίγνια, τότε αυτοί που μας κυβερνούν, μας εκμεταλλεύονται και μας δικάζουν δεν θα ήταν τόσο αλαζόνες.
Π: Και μια ιστορική μνήμη θα έπρεπε να σε έχει σταματήσει. Η 24η Ιουνίου είναι επέτειος της μάχης του Solferino (Σημ. Μεγάλη μάχη που έδωσε το 1859 ο γαλλικός στρατός, σε συμμαχία με τον Ιταλό βασιλιά Victor Emmanuele, κατά του αυστριακού στρατού) όπου από κοινού χύθηκε ιταλικό και γαλλικό αίμα στα πεδία μάχης της Λομβαρδίας. C: Αυτή η μάχη δεν έγινε για τα συμφέροντα των προλετάριων αλλά σε υπακοή στις διαταγές του Βοναπάρτη και του βασιλικού οίκου των Savoia. Ο πρώτος καλύφθηκε από την ατιμία ενώ οι δεύτεροι επωφελήθηκαν της ηρωικής υπομονής των Ιταλών εργατών μέχρι που και αυτοί ξεβράστηκαν από την ίδια δίνη.
Π: Υπήρξε η αναρχική ιδέα τόσο ισχυρή και μοναδική μέσα σου που σε έκανε να λησμονήσεις, αχάριστε άνθρωπε, ότι θα έδινες μονάχα εκδίκηση και πόνο στη Γαλλία, τη χώρα που σου είχε προσφέρει εργασιακή φιλοξενία; C: Όσο για την πράξη μου, ήταν καλά αποφασισμένη και προσεκτικά φροντισμένη, και τίποτα δεν θα μπορούσε να την αλλάξει ή να τη ματαιώσει. Όσο για την εργασιακή φιλοξενία, κύριες πρόεδρε, είσαι μεταξύ αυτών που απολαμβάνουν τους καρπούς της εργασίας άλλων ανθρώπων δίχως να έχεις τέτοιο δικαίωμα. Εγώ αντιθέτως, είμαι μεταξύ αυτών που υποφέρουν ταπεινώσεις και προβλήματα από τη δουλειά δίχως να τους πρέπει κάτι τέτοιο. Όταν μας παρέχετε αυτό που αποκαλείς εργασιακή φιλοξενία, μας αφήνετε να επιβιώνουμε χάρη της "μεγαλοψυχίας" σας, και για αυτό ζητάτε την ευγνωμοσύνη μας. Όταν, υποχρεωμένοι από την ανάγκη και με αντάλλαγμα λίγο ψωμί, πουλάμε την κούραση και τον ιδρώτα μας, διασφαλίζοντας τη ζωή σας, τις χαρές σας, την ασφάλειά σας, καλά γνωρίζουμε ότι σας παρέχουμε τη φιλοξενία της ευζωίας και ως εκ τούτου δεν νιώθουμε ότι σας χρωστάμε κάτι. Αν κάποιο χρέος παραμένει απλήρωτο είναι το ιερό χρέος του μίσους, της εκδίκησης, του μακελειού και μην εξαπατάστε, θα ξεπληρώσουμε αυτό τον λογαριασμό μια απ' αυτές τις ημέρες.
Π: Είσαι αναρχικός, ενστερνίζεσαι την ιδέα της καταστροφής της κοινωνίας και είσαι ορκισμένος εχθρός των ηγετών του κράτους, δημοκρατικού ή μοναρχικού. C: Είναι το ίδιο και το αυτό.
Π: Ενέκρινες την πράξη του Henry, με μια αντίρρηση την οποία εκφέρω με τα δικά σου λόγια: "Αντί να ρίξει τη βόμβα του σε ένα cafe, καλύτερα να την έριχνε στο άντρο κάποιας χοντρής μπουρζουάδικης οικογένειας".
C: Αλήθεια, έτσι το είπα.
Π:Μια μέρα είπες: "Τον καημένο τον Valliant τον σκοτώσανε δίχως αυτός να έχει σκοτώσει κανέναν". Και πρόσθεσες: "Όταν έρθει η ώρα μου, θα σκοτώσω κάποιο σημαντικό πρόσωπο και δεν θα με σταματήσει ούτε η σκέψη της μητέρας μου, της ζωής μου, του οτιδήποτε". Επίσης, δεν είπες ότι θα επιτιθόσουν στον βασιλιά και στον πάπα αν επέστρεφες στην Ιταλία;
C: (χαμογελώντας): Ω, όχι ταυτόχρονα, ποτέ δεν κυκλοφορούν μαζί.
Π: Δεν είσαι πράκτορας μιας αναρχικής συνομωσίας;
C: Όχι, είμαι μόνος μου και ήρθα ως εδώ για να φέρω σε πέρας τη δική μου πράξη δικαιοσύνης.
Π: Όμως οι αναρχικοί συνομωτούσαν για να υπερασπιστούν τους Ravachol, Vaillant και Henry. Ο πρόεδρος Carnot αποφάσισε να μη μετατρέψει την ποινή που επιβλήθηκε στους προκατόχους σου από ορκωτά δικαστήρια, αποτελούμενα από πολίτες που έπραξαν με πλήρη συνείδηση. για αυτό τον λόγο, μετά τον θάνατο του Henry, ο πρόεδρος, η σύζυγος και τα παιδιά του έλαβαν απειλητικές επιστολές. Δεν είναι αλήθεια ότι οι αρχηγοί τους οποίους υπακούς έγραψαν αυτές τις επιστολές;
C: Οι αναρχικοί δεν έχουν αρχηγούς. Αποφάσισα μόνος μου την πράξη μου και ελεύθερα μόνος μου τη διέπραξα.
Π: Υπάρχει ωστόσο ένα περιστατικό που το δικαστήριο και το κοινό θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους: μετά τον θάνατο του Carnot, μια εικόνα του Ravachol στάλθηκε στη χήρα του προέδρου. Στο πίσω της μέρος ήταν γραμμένο: "Επετεύχθη η δικαίωσή του κατά τον καλύτερο τρόπο". Αν δεν είσαι πράκτορας εκείνων που έστειλαν αυτή την εικόνα, έχεις το θάρρος να τους αποκηρύξεις;
C: Έχω το θάρρος να μην τους αποκηρύξω, δεν αποκηρύσσω τις ενέργειες άλλων ανθρώπων. Μου αρκεί με ειλικρίνεια να σας διαβεβαιώσω ότι ήμουν μονάχα εγώ αυτός που προετοίμασε και διέπραξε αυτή την επίθεση.
Π: Η εξέτασή σου τελειώνει εδώ. Μια απλή σκέψη θα πρέπει να γίνει: απαρνήθηκες τους ανθρώπινους νόμους και αυτό είναι δικό σου θέμα, περιφρόνησες όμως και τον ύψιστο νόμο που απαγορεύει τον φόνο. Όταν ένας δικαστής επιβάλλει τη θανατική ποινή, έχει ακούσει την υπεράσπιση, έχει σκεφτεί προσεκτικά, έχει συζητήσει, έχει λάβει υπόψη όλες τις πλευρές και έχει ερευνήσει όλους τους κανόνες. Εσύ ένα εικοσάχρονο αγόρι, στάθηκες κατήγορος, δικαστής και δήμιος.
C: Αν υφίσταται τέτοιος ύψιστος νόμος, τότε γιατί εσείς δεν τον σέβεστε; Είμαι μόλις είκοσι χρονών, η ηλικία που οι κυβερνήσεις εντάσσουν στον στρατό ανθρώπους παρμένους από τα σπίτια των φτωχών, προκειμένου να σκοτώνουν τους αδελφούς τους.
Π: Δεν σκότωσες απλώς τον ηγέτη του έθνους αλλά επίσης έναν άριστο σύζυγο και πατέρα.
C: Πατεράδες; Σκοτώνονται κατά χιλιάδες από τη φτώχεια και τη σκληρή δουλειά. O Vaillant δεν ήταν πατέρας; Δεν είχε μια σύντροφο κι ένα παιδί; Ο Henry δεν άφησε πίσω του μια μητέρα κι έναν αδελφό; Δείξατε επιείκεια σε αυτούς;
Πήρε είκοσι λεπτά στο δικαστήριο να αποφασίσει τη θανατική καταδίκη του Caserio. Όταν ο πρόεδρος ανακοίνωσε ότι ο Caserio θα εκτελούνταν στη γκιλοτίνα και ότι είχε το δικαίωμα να ασκήσει έφεση εντός τριών ημερών, ο Caserio χαμογέλασε και ανασήκωσε τους ώμους. ύστερα, βαδίζοντας πίσω για το κελί του, φώναξε: "Να είστε γενναίοι, σύντροφοι! Πάντα ζήτω η Αναρχία!"
Καθώς ανέβαινε στο ικρίωμα το πρωινό της 16ης Αυγούστου 1894, ο Caserio είχε ένα ενστικτώδες ρίγος εξέγερσης, εξέγερση της ζωής που δεν μπορεί να παραδοθεί στο θάνατο, και κραύγασε: "Voeri no!" (Δεν θέλω). Σύντομα όμως συνήλθε, κοίταξε τον δήμιο με προκλητικό βλέμμα και φώναξε "Ζήτω η Αναρχία" αντίκρυ στον ήλιο. Ήταν ο τελευταίος του χαιρετισμός προς το ιδανικό που ήταν η μοναδική χαρά της σύντομης ζωής του....
Οι δικαστές εισέρχονται, εξετάζουν τον Caserio
Κι αν έχει μετανοήσει τον ρωτάνε.
Πέντε λεπτά ακόμα αν μου δίνανε
Άλλον ένα πρόεδρο θα είχα "καθαρίσει".
Το αναγνωρίζεις αυτό το στιλέτο;
Σίγουρα το γνωρίζω, έχει στρογγυλεμένη λαβή
Και στην καρδιά του Carnot το έμπηξα βαθιά.
Γνωρίζεις τους συντρόφους σου;
Βέβαια τους γνωρίζω, ανήκω στην Αναρχία
Αλλά ο Caserio είναι φούρναρης, όχι ρουφιάνος...
Παραδοσιακό ιταλικό αναρχικό τραγούδι...
Sante Caserio, Το οπλισμένο χέρι της Αναρχίας ~ Εκδόσεις Δαιμων του Τυπογραφείου
Όπως αναφέρεται και στις πρώτες σελίδες του βιβλίου αφιερωμένο στους συντρόφους της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς...