- Θα ΄ρθουν, όπου να ΄ναι θα ΄ρθουν!
- Ανυπομονούμε να μάθουμε ποιους περιμένετε.
Ο Ρεσίτ αγάς έβαλε μπροστά μας ένα μεταξωτό κεφαλομάντηλο. Το άνοιξε με προσοχή κι έβγαλε από μέσα τέσσερα άδεια πακέτα τσιγάρα. Τα δύο πακέτα ήταν μάρκας "Γιένιτζε", το ένα "Γκελιντζίκ" και το άλλο "Μπογάζιτσι".
- Εμείς, λέει, περιμένουμε τους κατόχους αυτών των κουτιών. Κι επειδή είναι αμανάτι, το φυλάγουμε με προσοχή. Μας έδωσε ο Ρεσίτ αγάς τα άδεια κουτιά των τσιγάρων. Σε μένα έτυχε η μάρκα "Γκελιντζίκ". Κοίταξα το πακέτο. Είχε γραμμένους κάτι αριθμούς, διάφορα ακαταλαβίστικα σχέδια…
Πήρα στο χέρι μου και τ΄ άλλα κουτιά. Στο ένα από αυτά έγραφε έξι φορές τη λέξη "Σουκράν" και μια φορά τη μισοτελειωμένη λέξη "Σούκ…" Ήταν σχεδιασμένα πλάι πλάι τρία αστέρια και μια βάρκα, επίσης ένα σωρό τριγωνάκια και τετραγωνάκια...
Στο άλλο κουτί ήταν σχεδιασμένο ένα μεγάλο μάτι κι ένα ζάρι. Επίσης ήταν γραμμένα με γράμματα τύπου, κατά διαφορετικό τρόπο, πέντε και δέκα φορές οι λέξεις "Μάλιστα, θα γίνει, θα γίνει, θα γίνει, μάλιστα"…
- Τι είναι αυτά, Ρεσίτ αγά; του λέω.
- Αυτά, μου λέει, είναι τα βάσανά μας…
- Τι βάσανα;
- Μα το Θεό, τα βάσανά μας είναι. Τώρα έγινε σύστημα! Όταν κοντεύουν οι εκλογές, οι μεγάλοι μας, ζωή να ΄χουν, γυρίζουν από χωριό σε χωριό και ακούνε τα βάσανα του αγρότη. Ήρθαν και σε μας. Παράγγειλαν όποιος έχει παράπονα να ΄ρθει στο καφενείο να τον ακούσουν. Η είδηση μαθεύτηκε στο χωριό. Ήταν τέσσερις νοματαίοι. Ένας απ’ αυτούς λέει: "Αγάδες μου, ως τώρα δεν ήρθε κανείς ν’ ακούσει τα ντέρτια σας. Δημοκρατία θα πει ν’ ακούγεται ό,τι λέει ο λαός! Γι’ αυτό ήρθαμε ως τα πόδια σας. Όποιος έχει κανένα παράπονο να ΄ρθει να μας το πει". Γυρεύεις ντέρτια απ’ τον αγρότη… Αρχίσαμε να τους τ’ αραδιάζουμε. Την ώρα που εμείς μιλούσαμε, αυτοί γράφανε.
"Εφέντη, του λέμε, πρώτ’ απ’ όλα γράψτε για την ελονοσία. Κάντε κάτι, να μας γλυτώσετε απ’ αυτήν… Αμάν, στείλτε μας δασκάλους…"
Και οι τέσσερίς τους έγραφαν, έγραφαν. Και συνέχεια παφ - πουφ κάπνιζαν. Ό,τι και να τους λέγαμε, έννοια σας, θα γίνει, λέγανε…
- Ο Θεός να σας έχει καλά, τους λέω. Ό,τι σας είπαμε, το γράψατε…
Βράδιασε. Οι δυο τους πέταξαν τ’ άδεια πακέτα. Τα πήρα κρυφά και τα 'βαλα στην τσέπη μου… Ετοιμάστηκαν να φύγουν. Βγαίνοντας απ’ το καφενείο πετάει άλλος ένας το άδειο πακέτο του. Το πήρα κι αυτό και το έκρυψα. Μπήκαν στο αυτοκίνητο κι έφυγαν αμέσως. Εμείς κουνούσαμε τα χέρια μας. Απλώθηκε ένα χέρι από το παράθυρο του αυτοκινήτου και πέταξε στον αέρα ένα άδειο πακέτο…
Ορίστε, αυτά τα τέσσερα άδεια κουτιά. Κατάλαβες, τώρα; Εδώ είναι γραμμένα τα βάσανά μας. Στείλανε είδηση ότι θα ΄ρθουν κι αυτή τη χρονιά ν’ ακούσουν τα αιτήματά μας...
- Έρχονται!
- Έρχονται!
Ακούστηκαν φωνές. Το καφενείο αναστατώθηκε. Κατέβηκαν τρεις νοματαίοι από τ’ αυτοκίνητο.
- Καλημέρα, αγάδες μου!
- Γεια σας, πατριώτες!
- Μέρχαμπε, φίλοι!
Ο πιο ηλικιωμένος απ’ τους τρεις άρχισε να μιλάει:
- Αγάδες μου, δημοκρατία θα πει ν’ ακούγεται η φωνή του λαού... Εμείς δουλεύουμε με τη δύναμη που αντλούμε από σας! Ήρθαμε στα πόδια σας, μην αποτραβιέστε καθόλου, μη στενοχωριέστε! Καθήκον μας είναι να σας ακούμε. Πέστε μας ό,τι βάσανα έχετε, ό,τι ντέρτια έχετε!
Στην αρχή μια βουβαμάρα, ύστερα ακούστηκαν κάτι ψιθυρίσματα...
- Πρώτα απ’ όλα η ελονοσία. Το έθνος μας αφανίζεται απ’ αυτή την αρρώστια... Πρέπει να γίνει αποξήρανση του έλους.
Το έγραψαν αυτό κι οι τρεις τους πάνω στα πακέτα των τσιγάρων τους.
- Μπέη, λέει ο Ρεσίτ αγάς, να με συγχωρείτε, αλλά γράφετε λάθος πράματα...
- Γιατί; Γράφω για την αποξήρανση του έλους...
Ο Ρεσίτ αγάς έβαλε πάνω στα γόνατά του το μαντίλι, έβγαλε το πακέτο μάρκας "Γκελιντζίκ" και του έδειξε τα ακαταλαβίστικα γράμματα.
- Πέρσι, όταν σας μιλήσαμε για την ελονοσία, αυτά είχατε γράψει...
Αντήχησε ένα ομαδικό γέλιο στο καφενείο. Γέλασαν κι οι ίδιοι...
- Θέλουμε δασκάλους, λέει ένας χωριάτης. Δε φτάνει ένας δάσκαλος για πέντε τάξεις!
- Και βέβαια, δε φτάνει, λέει αυτός που σημείωνε στο πακέτο μάρκας "Γένιτζε".
- Γράφεις λάθος, λέει πάλι ο Ρεσίτ αγάς.
Βγάζει απ’ το μαντίλι το περσινό άδειο πακέτο της ίδιας μάρκας. Πέρσι, όταν σου μιλήσαμε για το δάσκαλο, εσύ άρχισες να γράφεις "Σουκράν", "Σουκράν", "Σουκράν"!
Στην αρχή ο ένας και ύστερα οι άλλοι έβαλαν στην τσέπη τους τα πακέτα με τα τσιγάρα.
- Όλα εδώ είναι γραμμένα, συνέχισε ο Ρεσίτ αγάς. Κοιτάξτε αυτές τις γραμμές, είναι για το εργοστάσιο, αυτές οι καρδιές για το τρένο...
Σηκώθηκαν κι οι τρεις τους, έτοιμοι να φύγουν.
- Πρέπει να κόψω το τσιγάρο, είπε ο πρώτος.
- Και μένα με πειράζει, είπε ο άλλος.
Ο τρίτος:
-Πρέπει να το κόψουμε, μας πειράζει.
Το αυτοκίνητο έφυγε. Οι χωριάτες με τα χέρια στη μέση άρχισαν να γελάνε με την ψυχή τους...
- Ανυπομονούμε να μάθουμε ποιους περιμένετε.
Ο Ρεσίτ αγάς έβαλε μπροστά μας ένα μεταξωτό κεφαλομάντηλο. Το άνοιξε με προσοχή κι έβγαλε από μέσα τέσσερα άδεια πακέτα τσιγάρα. Τα δύο πακέτα ήταν μάρκας "Γιένιτζε", το ένα "Γκελιντζίκ" και το άλλο "Μπογάζιτσι".
- Εμείς, λέει, περιμένουμε τους κατόχους αυτών των κουτιών. Κι επειδή είναι αμανάτι, το φυλάγουμε με προσοχή. Μας έδωσε ο Ρεσίτ αγάς τα άδεια κουτιά των τσιγάρων. Σε μένα έτυχε η μάρκα "Γκελιντζίκ". Κοίταξα το πακέτο. Είχε γραμμένους κάτι αριθμούς, διάφορα ακαταλαβίστικα σχέδια…
Πήρα στο χέρι μου και τ΄ άλλα κουτιά. Στο ένα από αυτά έγραφε έξι φορές τη λέξη "Σουκράν" και μια φορά τη μισοτελειωμένη λέξη "Σούκ…" Ήταν σχεδιασμένα πλάι πλάι τρία αστέρια και μια βάρκα, επίσης ένα σωρό τριγωνάκια και τετραγωνάκια...
Στο άλλο κουτί ήταν σχεδιασμένο ένα μεγάλο μάτι κι ένα ζάρι. Επίσης ήταν γραμμένα με γράμματα τύπου, κατά διαφορετικό τρόπο, πέντε και δέκα φορές οι λέξεις "Μάλιστα, θα γίνει, θα γίνει, θα γίνει, μάλιστα"…
- Τι είναι αυτά, Ρεσίτ αγά; του λέω.
- Αυτά, μου λέει, είναι τα βάσανά μας…
- Τι βάσανα;
- Μα το Θεό, τα βάσανά μας είναι. Τώρα έγινε σύστημα! Όταν κοντεύουν οι εκλογές, οι μεγάλοι μας, ζωή να ΄χουν, γυρίζουν από χωριό σε χωριό και ακούνε τα βάσανα του αγρότη. Ήρθαν και σε μας. Παράγγειλαν όποιος έχει παράπονα να ΄ρθει στο καφενείο να τον ακούσουν. Η είδηση μαθεύτηκε στο χωριό. Ήταν τέσσερις νοματαίοι. Ένας απ’ αυτούς λέει: "Αγάδες μου, ως τώρα δεν ήρθε κανείς ν’ ακούσει τα ντέρτια σας. Δημοκρατία θα πει ν’ ακούγεται ό,τι λέει ο λαός! Γι’ αυτό ήρθαμε ως τα πόδια σας. Όποιος έχει κανένα παράπονο να ΄ρθει να μας το πει". Γυρεύεις ντέρτια απ’ τον αγρότη… Αρχίσαμε να τους τ’ αραδιάζουμε. Την ώρα που εμείς μιλούσαμε, αυτοί γράφανε.
"Εφέντη, του λέμε, πρώτ’ απ’ όλα γράψτε για την ελονοσία. Κάντε κάτι, να μας γλυτώσετε απ’ αυτήν… Αμάν, στείλτε μας δασκάλους…"
Και οι τέσσερίς τους έγραφαν, έγραφαν. Και συνέχεια παφ - πουφ κάπνιζαν. Ό,τι και να τους λέγαμε, έννοια σας, θα γίνει, λέγανε…
- Ο Θεός να σας έχει καλά, τους λέω. Ό,τι σας είπαμε, το γράψατε…
Βράδιασε. Οι δυο τους πέταξαν τ’ άδεια πακέτα. Τα πήρα κρυφά και τα 'βαλα στην τσέπη μου… Ετοιμάστηκαν να φύγουν. Βγαίνοντας απ’ το καφενείο πετάει άλλος ένας το άδειο πακέτο του. Το πήρα κι αυτό και το έκρυψα. Μπήκαν στο αυτοκίνητο κι έφυγαν αμέσως. Εμείς κουνούσαμε τα χέρια μας. Απλώθηκε ένα χέρι από το παράθυρο του αυτοκινήτου και πέταξε στον αέρα ένα άδειο πακέτο…
Ορίστε, αυτά τα τέσσερα άδεια κουτιά. Κατάλαβες, τώρα; Εδώ είναι γραμμένα τα βάσανά μας. Στείλανε είδηση ότι θα ΄ρθουν κι αυτή τη χρονιά ν’ ακούσουν τα αιτήματά μας...
- Έρχονται!
- Έρχονται!
Ακούστηκαν φωνές. Το καφενείο αναστατώθηκε. Κατέβηκαν τρεις νοματαίοι από τ’ αυτοκίνητο.
- Καλημέρα, αγάδες μου!
- Γεια σας, πατριώτες!
- Μέρχαμπε, φίλοι!
Ο πιο ηλικιωμένος απ’ τους τρεις άρχισε να μιλάει:
- Αγάδες μου, δημοκρατία θα πει ν’ ακούγεται η φωνή του λαού... Εμείς δουλεύουμε με τη δύναμη που αντλούμε από σας! Ήρθαμε στα πόδια σας, μην αποτραβιέστε καθόλου, μη στενοχωριέστε! Καθήκον μας είναι να σας ακούμε. Πέστε μας ό,τι βάσανα έχετε, ό,τι ντέρτια έχετε!
Στην αρχή μια βουβαμάρα, ύστερα ακούστηκαν κάτι ψιθυρίσματα...
- Πρώτα απ’ όλα η ελονοσία. Το έθνος μας αφανίζεται απ’ αυτή την αρρώστια... Πρέπει να γίνει αποξήρανση του έλους.
Το έγραψαν αυτό κι οι τρεις τους πάνω στα πακέτα των τσιγάρων τους.
- Μπέη, λέει ο Ρεσίτ αγάς, να με συγχωρείτε, αλλά γράφετε λάθος πράματα...
- Γιατί; Γράφω για την αποξήρανση του έλους...
Ο Ρεσίτ αγάς έβαλε πάνω στα γόνατά του το μαντίλι, έβγαλε το πακέτο μάρκας "Γκελιντζίκ" και του έδειξε τα ακαταλαβίστικα γράμματα.
- Πέρσι, όταν σας μιλήσαμε για την ελονοσία, αυτά είχατε γράψει...
Αντήχησε ένα ομαδικό γέλιο στο καφενείο. Γέλασαν κι οι ίδιοι...
- Θέλουμε δασκάλους, λέει ένας χωριάτης. Δε φτάνει ένας δάσκαλος για πέντε τάξεις!
- Και βέβαια, δε φτάνει, λέει αυτός που σημείωνε στο πακέτο μάρκας "Γένιτζε".
- Γράφεις λάθος, λέει πάλι ο Ρεσίτ αγάς.
Βγάζει απ’ το μαντίλι το περσινό άδειο πακέτο της ίδιας μάρκας. Πέρσι, όταν σου μιλήσαμε για το δάσκαλο, εσύ άρχισες να γράφεις "Σουκράν", "Σουκράν", "Σουκράν"!
Στην αρχή ο ένας και ύστερα οι άλλοι έβαλαν στην τσέπη τους τα πακέτα με τα τσιγάρα.
- Όλα εδώ είναι γραμμένα, συνέχισε ο Ρεσίτ αγάς. Κοιτάξτε αυτές τις γραμμές, είναι για το εργοστάσιο, αυτές οι καρδιές για το τρένο...
Σηκώθηκαν κι οι τρεις τους, έτοιμοι να φύγουν.
- Πρέπει να κόψω το τσιγάρο, είπε ο πρώτος.
- Και μένα με πειράζει, είπε ο άλλος.
Ο τρίτος:
-Πρέπει να το κόψουμε, μας πειράζει.
Το αυτοκίνητο έφυγε. Οι χωριάτες με τα χέρια στη μέση άρχισαν να γελάνε με την ψυχή τους...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου