Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2017

Χάρης Δεσμώτης ~ Γιάννης Πετρόπουλος


Χάρης: (Η φυλακή)... Να ανοιχτεί, να σπαστεί και τα κομμάτια της να σκορπιστούν στους δρόμους της κοιμισμένης πολιτείας, να την ξυπνήσουν και να της ξεσκίσουν το πέπλο της άγνοιας που μ’ αυτό έντυνε την εντιμότητά της. Άλλο από τις αλυσίδες αυτής της ζωής δεν γνώρισα, τίποτε άλλο.

Θέλεις να σου πω τι ένιωθα όταν μ’ έδεναν στο σταυρό, ε. Τότε που τράβαγαν ψηλά τους χαλκάδες, τους τέντωναν για ν’ ανυψωθώ και για να μην ακουμπάει ούτε το μεγάλο δάχτυλο στη γη, λες κι αν πατούσε θα τους έκλεβε την ευτυχία και επειδή ήμουν βαρύς, να βογγάνε, να λυσσάνε, να προσπαθούνε να με τραβήξουν ψηλά για να μου σκίζει ο πόνος τις σάρκες και αυτές την καρδιά:
“Δεσ’ τον, γερά τον πούστη,”
“Σκάσε ρε πούστη, βούλωστο!”
“Να μην πατάνε τα πόδια του στη γη. Να κρέμεται, να κρέμεται γιατί μόνο αυτός ο τρόπος υπάρχει για να καταλάβει τι είναι ανυπακοή.”
“Κάργαρε το χαλκά, τέντωσε ψηλά την αλυσίδα, ένωσέ τη μαζί του να μην έχει καθόλου λάσκο, καθόλου αέρα και σφιχτά τους καρπούς, γερά, γερά πολύ γερά.”
Και όταν, επιτέλους, καταϊδρωμένοι εκεί μέσα στη σκοτεινιά τους το καταφέρανε, τους είδα να χαίρονται. Γιατί το είχαν επιτέλους καταφέρει, γιατί με είχαν σταυρώσει στα δεσμά απάνω στον τοίχο και προπαντός γιατί, όσες προσπάθειες κι αν έκανα για ν’ ακουμπήσω στη γη και ν’ αλαφρώσω τους πόνους, συναντούσα το κενό, ήμουν κρεμασμένος στις αλυσίδες στον αέρα κι αυτό το είχαν σαν το μεγαλύτερό τους έργο. Θριαμβολογούσαν γιατί κατάφεραν κι έκτισαν έναν άνθρωπο ζωντανό.
Κι άρχιζαν:
“Τώρα λέγε ρε πούστη, εσύ είσαι ο μάγκας, εσύ είσαι ο νταής; Λέγε μωρή κουφάλα, εσύ είσαι ο νταής; Κοίτα ρε ο άψυχος, δεν έχει κότσια μια λέξη να βγάλει.”
“Μίλα μωρή πουτάνα, μίλα μωρή πόρνη, εσύ είσαι ο Χάρης, ο σκληρός, που δε δέχεσαι κουβέντα, μια κουβέντα, μια λέξη, λέγε ρε πούστη άμα έχεις καρδιά, μια λέξη κι άμα δε στην ξεριζώσω αυτή τη στιγμή, μωρή κουφάλα, να μη με λένε Καμπάνα.”
“Κοίτα ρε πούστη, το βλέπεις αυτό το γκλομπ, θα στο βάλω στον κώλο και θα στο βγάλω από το στόμα και έτσι όπως θα σ’ έχω παλουκωμένο, θα σε σύρω στο κουλούρι για να σε δούνε όλοι, για να δούμε αν άλλος, μωρή κουφάλα, θα ξανατολμήσει να αντιμιλήσει.”
“Εγώ ρε πούστη, είμαι εδώ, εγώ είμαι το κράτος, εγώ η εξουσία, εγώ τα πάντα, εγώ θα σας γαμήσω όλους, θα σας αλυσοδένω και θα σας παλουκώνω για να μάθετε ότι νταηλίκι σε μένα δεν περνάει από κανέναν.”
“Όπου να ’ναι θα μου φέρουν και τον φίλο σου κι αυτόν να δεις τι γιορτή του ετοιμάζω. Όχι από τον τοίχο όπως εσένα, αλλά από το ταβάνι θα τον κρεμάσω και κάθε ημέρα θα κόβω κι από ένα κομμάτι του για να ταΐζω τα σκυλιά.”
“Γιατί μουνόπανο,” και μου ’χωνε το ρόπαλο στο στόμα, “εδώ μέσα δεν περνάει το νταηλίκι κανενός. Εδώ θα είσαστε γονατιστά αρνάκια υπάκουα, με σκυφτά κεφάλια και γονατιστά και για να δούνε όλοι τι εστί Καμπάνας και Καπέλος. Τις σάρκες όσες θα ’χουν απομείνει στα κόκαλά σου, θα’ρθω να τις ξεκρεμάσω και με το τσιγκέλι θα τις κρεμάσω στο προαύλιο για να τις βλέπουν όλοι.”
“Για να δούμε ποιος, μωρή κουφάλα, θα ’χει ξανά την τόλμη να ξανασηκώσει σε μένα το κεφάλι. Ε, ποιος;”
“Εμπρός, βαράτε τον δυνατά, πιο δυνατά, πιο δυνατά σας λέω τον πούστη, τσακίστε τον αμείλικτα, εδώ ρε πούστη θα σαπίσεις.”

Και μεσ’ στη ζάλη του χορού τους με χτυπούσαν με τα γκλομπς, με μαστίγωναν, με έφτυναν και μου τα έχωναν:
“Είσαι άντρας ρε πούστη, μου λέγανε ξανά και ξανά, θα σε ξεσκίσουμε, θα σε γαμήσουμε, γαμώ τη μάνα σου ρε πούστη...”
Τρεις φορές λιγοθύμησα από τους πόνους και τις τρεις με συνέφεραν χτυπώντας το κεφάλι μου στον τοίχο.
“Ξύπνα μωρή κουφάλα”, ούρλιαζαν όλοι μαζί, “ξύπνα ρε πούστη, εδώ θα πεθάνεις όποτε θέλουμε εμείς και όχι όποτε θέλεις εσύ”. “Πρώτα θα σε ξεσκίσουμε και θα σε φάμε ζωντανό...”
“Γιατί από εδώ δεν πρόκειται να λυθείς ποτέ, εδώ θ’ αφήσεις την τελευταία σου πνοή...”
“Κι εμείς θα σε απολαμβάνουμε να σβήνεις και να πεθαίνεις.”
 
Κι εκεί μ’ άφηναν μέσα στο σκοτάδι, γεμάτο αίματα, πόνους, πληγές να ρέουν και να γίνονται, μέσα στη θλιβερή μοναξιά και στο φόβο που με κατάπινε, η μεγάλη μου συντροφιά, ο αμίλητος και βουβός αυτός καθρέφτης της κοινωνίας τους, ενώ κάθε τόσο έμπαινε κι από ένας δήμιος για να δει αν ακόμη αντέχω και ζω.

“Ζεις ακόμη ρε πούστη, ζεις, μωρή κουφάλα. Ρε, ζει ακόμα ρε, αυτός δεν έχει πάθει τίποτα... Χτύπα τον ρε, βάρα τον ρε τον πούστη στα σπλάγχνα, στο κεφάλι...”
Κι αυτό να επαναλαμβάνεται και να επαναλαμβάνεται. Και να το θέλω. Να το ζητώ, γιατί μέσα στο τρομερό και αδηφάγο σκοτάδι της μοναξιάς, αυτοί χωρίς να το ξέρουν, ενώ έρχονταν να μου μεταδώσουν τον τρόμο, μου έσπαζαν αυτόν τον μεγαλύτερο τρόμο, τον τρόμο της μοναξιάς και για λίγες στιγμές είχα παρέα την παρέα τους.
Ναι, αλυσοδεμένος στον σταυρό, ξέβραζα το σταυρό που είχα μέσα μου, και μαζί μ’ αυτόν και την κοινωνία τους, που τώρα εσύ μου λες να μη χιμήξω καταπάνω της και ν’ αφήσω άθικτα τους δήμιους και τους σταυρούς, όταν αυτή τη στιγμή άπειροι άλλοι είναι καρφωμένοι απάνω τους. Θες να τα ξεχάσω, να τα ξεγράψω όλα; Μ’ αυτά δεν είναι της σκέψης αλλά του κορμιού και αυτά δεν μπορεί καμία δύναμη να τα σβήσει, αυτά πάντα θα βγαίνουν και θα ξαναβγαίνουν στην επιφάνεια μέχρι κάποια στιγμή ή να πάρουν μια γλυκιά ικανοποίηση ή να σε στραγγαλίσουν από τη ίδια τη φρίκη που ζητά άκαρπα δικαίωση.

Δεν υπήρχε νύχτα που να μην πετάγομαι επάνω καθώς έβλεπα ότι με έσερναν για να με δέσουν στους χαλκάδες:
Όχι. Όχι. Μη, μη όχι άλλο ούρλιαζα... και ξεχυνόμουν έτοιμος να φύγω. Να πάω πού; Εκεί όπου η βουή του σκοταδιού μου ’δινε μια και με κατάπινε...
Και ύστερα ή πριν και μετά απ’ αυτό το αποξεγύμνωμα, τι ήταν η ζωή μου, ε. Τι ήταν... Ένα τεράστιο, ένα απαραβίαστο τείχος όπου απάνω του υπήρχε μόνο μία λέξη: Απαγορεύεται. Ναι, απαγορεύεται να την αγγίξεις και όχι να τη ζυγώσεις και όλα γίνονταν ανάσα και ουσία αυτής της λέξης. Δεν υπήρχε τίποτα, μα τίποτα που δεν απαγορευότανε και επειδή θελαν να είναι πιο ορατό επάνω εκεί, κρεμάσανε τις αλυσίδες, τους χαλκάδες και τα ρόπαλά τους. Πες μου πώς θα το βγάλω αυτό το μαρτύριο, πες μου ακόμη κι αν το
αποτελειώσω από τη σκέψη μου πώς θα του απονεκρώσω τις πληγές απ’ το κορμί;
Πώς να μην τις βλέπω, να μην φαίνονται, όταν αυτές είναι μέσα βαθιά καταχωνιασμένες και κάθε τόσο ορμάνε σαν πυρκαγιά και με καίνε, ε. Πώς;
 
Γιάννης: Αντίθετα, αυτός είναι ο λόγος που με κάνει να θέλω να ζήσουμε και κυρίως εσύ, γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος να τα ξεθάψεις, γιατί με το θάνατο, με τη σύγκρουση, θα λάμψουν μια στιγμή μα μετά θα σβήσουν, ενώ ζώντας, αυτά, σιγά-σιγά, θέλοντας και μη, όλο θα ριζώνουν και όλο κάποιες ασίγαστες στιγμές θα βγαίνουν στην επιφάνεια. Κι από κει σιγά-σιγά θα παίρνουν αθόρυβα τα μονοπάτια και θ’ απλώνονται.
Δεν πρέπει λοιπόν να τους κάνεις αυτή τη μεγάλη χάρη, να τους δώσεις το δικαίωμα να σε σκοτώσουν, γιατί αυτό επιζητούν και μόλις λάβουν την αφορμή που θέλουν, θα το κάνουν αμέσως για να σε βγάλουν απ’ τη μέση, γιατί είσαι ένας πού ’χει περάσει απ’ τα μαρτύριά τους κι αυτό δεν το θέλουν, δεν θέλουν μάρτυρες αλλά νεκρούς που η μνήμη τους γρήγορα σβήνει, ενώ ο Μάρτυρας και τίποτα να μην κάνει, εξακολουθεί βουβός να τους
δείχνει την αξία τους, αυτήν που ποτέ δεν είχαν.
Όχι αυτή που παρουσιάζουν αλλά αυτή που είναι μέσα στα σκοτάδια και πίσω από πανύψηλους τοίχους.
Γιατί δεν είσαι ο μόνος που έχει υποστεί μαρτύρια ούτε θα είσαι ο τελευταίος αλλά είσαι από τους σπάνιους που έχουν αντέξει και ζεις. Μα κυρίως χωρίς να έχεις τρελαθεί, κάτι το πολύ, πάρα πολύ σπάνιο, κι αυτό δεν το θέλουν ποτέ. Να γιατί θέλω να ζήσεις. Γιατί αυτή η μαύρη εμπειρία που κατέχεις, δεν μπορεί να συγκριθεί αλλά ούτε να εξαγοραστεί, ακόμη κι αν το θέλεις, με όλα τα πετράδια της γης: γιατί είναι το αποτύπωμα των αληθινών, των ουσιαστικών έργων της Δικαιοσύνης. Κι αυτό θέλει να το θάψει στα τρίσβαθα και όχι να το βλέπει ζωντανό εμπρός της, γιατί αυτό φανερώνει τις πράξεις μιας ολόκληρης κοινωνίας που αμίλητη αποδέχεται τα βασανιστήρια και το ίδιο το κολαστήριο της γης που το λένε φυλακή.
Όχι στη βία, όχι στον τάφο, όχι στον θάνατο, όχι στη σύγκρουση με τα όπλα μ’ αυτούς, γιατί το μεγαλύτερο όπλο είναι το κορμί σου το περασμένο μέσα απ’ τη φωτιά τους και το οποίο το ’χεις καταφέρει και το κρατάς ορθό. Μη θέλεις να τους το χαρίσεις, τώρα ακριβώς που πρέπει να το στερεώσεις ακόμα περισσότερο.
Τώρα χρειάζεται να δείξεις όσο ποτέ άλλοτε τη δύναμή σου, γιατί προς αυτόν τον σκοπό πρέπει ν’ αποδείξεις ότι πραγματικά κατέχεις μεγάλη δύναμη.
Διαφορετικά, θα γίνεις μόνος σου ο τάφος του εαυτού σου και μαζί του θα θάψει ό,τι όμορφο με τόσους πόνους απόκτησε: τη μεγάλη και ανεκτίμητη εμπειρία. Αλλά, και αλλιώς να στο θέσω, δεν μπορούμε, ναι, δεν μπορούμε εμείς Χάρη να σηκώσουμε τα όπλα εναντίον τους.
Τι είμαστε εμείς, δύο άθλια να στο πω, γεμάτα στερήσεις και βάσανα, που μόνο το μίσος μας κρατάει όρθια.
Και που κρυφά δεν έχουμε πάψει να βογγάμε κάθε ημέρα ενώ τη νύχτα οι εφιάλτες είναι η
μόνιμη συντροφιά μας. Εμείς αντίθετα, θέλουμε ένα ήσυχο μέρος μπας και μπορέσουμε εκεί σιγά-σιγά να γλυκάνουμε, να καλμάρουμε αυτούς τους πόνους που αυτοί μας έχουν προξενήσει.
Δεν μπορούμε ν’ αντέξουμε άλλο με αυτούς και προπαντός επάνω τους να προσθέσουμε νέους, πιο δυνατούς γιατί τότε το κατρακύλισμά μας θα είναι αδυσώπητο και η ζωή ένα απέραντο μαρτύριο. Γι’ αυτό λέω φτάνει ως εδώ. Και να κοιτάξουμε, επαναλαμβάνω, πως να τους ξεφύγουμε κι αν αυτό το κατορθώσουμε, αυτό θα είναι η μεγαλύτερη νίκη που θα ’χουμε κάνει ποτέ, γιατί περάσαμε μέσα από τις πιο βαριές κακουχίες, μας έδειξαν το ατόφια αληθινό τους πρόσωπο, όχι τη μάσκα που παρουσιάζουν, τους αναγκάσαμε και την κατέβασαν και μάλιστα κάποιες φορές την ξεσκίσαμε τη μάσκα τους κι όμως εξακολουθούμε να ζούμε. Να τι θέλω.
Όχι τον θάνατο, γιατί αυτόν τον έχουμε οποιαδήποτε στιγμή, αλλά τον αέρα, τον ήλιο, τη θάλασσα και αν στο διάβα μας τύχει και κάποια γυναικεία συντροφιά για να μας σβήσει τον τεράστιο που μας κατακαίει πόθο, τότε θα είμαστε, μέσα σ’ όλους τους δυστυχείς, εμείς ευτυχείς, γιατί θα χουμε αυτά που περιφρονούν και που δεν ξέρουν την αξία τους και θ’ αγκαλιάζουμε τα περιφρονημένα. Γιατί περασμένοι μέσα από το σκοτάδι τους μάθαμε την αληθινή αξία τους μα κυρίως ποια αξία είναι αληθινή και ποια ψεύτικη. Μ’ ακόμα μαζί της μάθαμε την ανθρώπινη ποιότητα, η οποία απ’ το πως εκφράζεται, απ’ ό,τι αγκαλιάζει, και απ’ ό,τι μισεί αυτή είναι...
Αχ, να ’ξερες πόσο δύσκολο είναι με τις δικές σου εμπειρίες να μπορούσε άλλος να σταθεί, όπως εσύ τώρα, όρθιος. Μόνο αυτό να σκεφτείς θα σ’ έκανε ν’ αλλάξεις λίγο την γνώμη σου.
 
Χάρης: Μη θέλεις να συνεχίσω, τι μας έκαναν όταν μας έπιασαν με τον Γιώργο στη Κρήτη, σ’ εκείνα τα τσιμεντένια κλουβιά, γιατί έχεις περάσει από ’κει και ξέρεις. Τι θέλεις τώρα να μου πεις; Ε. Λέγε.
Εγώ θα σου πω: Την κοινωνία τους αυτή τη βλέπω για βίασμα, για λήστεμα, για σκότωμα και όσο οι πληγές θα με κατατρώνε, τόσο περισσότερο η λύσσα μου θα γίνεται αγριότερη, σκληρότερη. Γιατί ποιος άνθρωπος μετά από έναν τέτοιο εξευτελισμό που θα του κάνουν θα θέλει να ζήσει ήσυχα;
Ποιος; Τι στιγμή που οι πληγές βογκούν και θεριεύουν και ζητάνε να με καταξεσκίσουν ολόκληρο, όταν λίγο τη σκέψη κατασιγάσω και δεν ξεβράσω το ίδιο το μίσος που με γέμισαν καταπάνω τους.
Και να σκεφτείς ότι αυτό είναι το ελάχιστο, το θορυβώδες μαρτύριο που μου έκαναν, γιατί τα αθόρυβα, τα μεγάλα μαρτύρια, πάντα θα μένουν ανομολόγητα, γιατί κανένας λόγος ποτέ δεν θα σταθεί αντάξιος για να τα εκφράσει και να τους δώσει μορφή, για να τα ξεριζώσει μαζί με την ηθική τους και να τους τα ξεράσει στη μούρη τους.
Όχι δεν μπορεί και ούτε ποτέ θα μπορέσει, γι’ αυτό και εγώ βουβαίνομαι προδοτικά ενώπιόν τους. Μπροστά σ’ εκείνες τις μεγάλες, τις αιώνιες, στιγμές της οδύνης και του σπαραγμού μου. Και τώρα μου λες ν’ αφήσω τ’ όπλο και αθόρυβα, κρυφά, να φύγουμε σαν χαμένα κορμιά...
Όταν όλα κοχλάζουν και απαιτούν να ξεσηκωθώ εναντίον τους. Γιατί μόνο τότε, ναι μόνο τότε, αυτό το κορμί που βλέπεις θα βρει λίγη ανάπαυση και θα σταματήσει να σπαράζεται από τους πόνους. Γιατί μόνο τότε αυτοί θα γλυκάνουν και θα υποχωρήσουν, διαφορετικά θα γίνω η τροφή τους και ο αχρειότερος όλων. Άγνωστο μου είναι το άρωμα της γυναίκας, το χάδι, το φιλί, το γέλιο, κι’ αν θέλεις η θλίψη της. Άγνωστη μου είναι και η ίδια, γιατί ποτέ μου δεν την γνώρισα, ποτέ το χέρι μου δεν την έχει αγγίξει, ούτε γνωρίζω πως είναι όταν την αγγίζει, πώς όταν της μιλάς, ενώ το ζεστό κορμί της ποτέ δεν το κράτησα στην αγκαλιά μου. Μου ’χει λείψει αυτή η ομορφιά. Αυτή που είναι η πιο ασύγκριτη απ’ όλες τις ομορφιές, γιατί εξαιτίας της στέρησής της μέσα στο κελί πέρασα τα πιο βουβά, τα πιο τρομερά των μαρτυρίων μαρτύρια, γιατί κάθε θύμησή της ήταν μία μαχαιριά που με έκοβε με την δύναμη της λαιμητόμου στη μέση. Μα το χειρότερο, αυτό που έπρεπε να είναι το καλύτερο, είναι ότι δεν έφευγε ποτέ από τη θύμησή μου, αντίθετα σφήνωνε μέσα εκεί και με βασάνιζε ανελέητα, μέρα νύχτα, προκαλώντας ρίγη εκεί όπου θα έπρεπε να λάμπει η ευχαρίστηση. Μ’ έθλιβε, με συνέτριβε καθώς μου απόκοβαν αυτό που η ίδια η φύση έχει επιβάλει με τους αδάμαστους νόμους της να μην αποκόβεται ποτέ, γιατί είναι η ίδια η έκφρασή της και το μεγάλο της επίτευγμα. Χιλιάδες φορές άκουγα τη λέξη έρωτας κι αναρωτιόμουν τι, άραγε, είναι αυτός ο έρωτας που όλοι γι’ αυτόν μιλούν κι’ εγώ δεν τον ξέρω, δεν τον έχω ποτέ μου νιώσει για να μάθω, επιτέλους, τι είδους πράγμα είναι αυτό.
Ποιος μπορεί να φανταστεί για τι ασύγκριτο, για τι μοναδικό μαρτύριο του μιλάω και δίπλα στο οποίο κανένα άλλο, ούτε οι καθηλώσεις, ούτε οι χαλκάδες, ούτε οι σταυροί μπορούν να σταθούν για μια στιγμή δίπλα του και να συγκριθούν μαζί του. Γιατί, ακόμη και στο μαρτύριο του σταυρού, τον έρωτα ποθούσες, κι’ ας έσταζες αίμα από παντού, γιατί πίστευες χωρίς να τον έχεις γνωρίσει, ότι αυτός γιατρεύει τα πάντα. Και ότι ένα απλό
του χάδι είναι σε θέση να θάψει βαθιά την πιο βαριά πληγή... Που είναι πια αυτό το χάδι; Που είναι αυτός ο έρωτας; Ποιος νόμος, ποιος πολιτισμός, ποια δικαιοσύνη είναι αυτή που λέει: Ναι.
Ν’ αποκοπεί με το μαχαίρι το μοναδικό, όπως το φαντάζομαι, χάρισμα της ομορφιάς και στη θέση του να μπει... Ω. Τι να μπει; Αν υπάρχει κάτι που να μπορεί ν’ αντικαταστήσει αυτό το ασύγκριτο μεγαλείο, που μόνο το αντίθετό του έζησα... Και που ομολογώ ξανά, ότι δεν υπάρχει άλλο μαρτύριο να συγκριθεί μαζί του κι’ ότι η επιβολή αυτού του τερατώδους μαρτυρίου είναι ό,τι χειρότερο και ό,τι στυγνότερο έχει εμφανιστεί στη γη. Στη θέση της γυναίκας μου βάλανε τη μοναξιά. Με τύλιξαν με τα δεσμά της, με καθήλωσαν, και άρχισε το ανελέητο καταφάγωμά μου απ’ αυτό το τέρας των τεράτων, που τίποτα άλλο πιότερο δεν μίσησα, αλλά ταυτόχρονα ήταν και το μεγάλο καταφύγιο της οδύνης μου.
Εκεί μέσα έραβα τις πληγές μου και προσπαθούσα να εξηγήσω το γιατί. Όχι γιατί έγιναν σε μένα αλλά γιατί στα παιδιά κάθε ημέρα νέες ανοίγονταν.
Κι όμως αυτό, το τρομερότερο όλων των βασανιστηρίων, το έζησα επί είκοσι ατόφια χρόνια. Tι; Θέλεις, λοιπόν, και άλλα, όταν αυτή η τυραννία μου τα ’χει ξεσκίσει όλα μα όλα; Γιατί η φαντασία η πλαστή μόνο σε όργια μπορεί να υπάρχει και μόνο αυτή υπάρχει και τίποτα άλλο, απολύτως. Γι’ αυτό είναι χίλιες φορές προτιμότερο να σκοτώνεις κάποιον, παρά να τον περνάς από τέτοια ατέρμονη διαδικασία, γιατί αυτή στο διάβα της
τον κατακερματίζει εσωτερικά συθέμελα και δεν του αφήνει τίποτα άλλο από ένα φαινομενικά όρθιο κουφάρι γεμάτο σπήλαια και χοάνες απ’ όπου εκκρίεται αδιάκοπα μαύρο αίμα και πράσινο πύον...
Ας έλθουνε λοιπόν να με σκοτώσουν γιατί το κουφάρι έχει απομείνει απάνω μου, τους το χαρίζω αλλά δεν ξαναγυρνώ πίσω σε αυτό το μαρτύριο.
Όχι. Ποτέ, ποτέ, ποτέ...
Αντί για τον έρωτα να έχω συντροφιά την μαύρη σκιά της φαντασίωσης του, αντί για χάδι τα τρομερά των πιράνχας δόντια.
Όχι, όχι, χίλιες φορές όχι σου λέω, δεν αλλάζω γιατί δεν μπορώ ν’ αλλάξω τα βιώματά μου, κι αν εσύ με εγκαταλείψεις μόνος μου θα χιμήξω ν’ αρπάξω και να ληστέψω. Και ας με σκοτώσουν, δεν με νοιάζει, αρκεί να το κάνω γιατί, στο ξαναλέω, η μαύρη πια καρδιά, η γεμάτη απελπισία, που κάθε της ήχος είναι ένα μαύρο χτύπημα, μόνο τότε θα σταματήσει να οδύρεται και θα γαληνέψει.
 
Το απόσπασμα προέρχεται από το θεατρικό έργο "Χάρης Δεσμώτης" του Γιάννη Πετρόπουλου (Εκδόσεις Διάδοση) και διαδραματίζεται μετά από την κοινή του απόδραση  με τον φίλο και συγκρατούμενό του Χάρη Τεμπερεκίδη από τις φυλακές Κέρκυρας το 1986.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου