Ο Τιμολέων εργαζόταν στο κτίριο Γ, στον όροφο 17, στο τμήμα 23 της Υπηρεσίας Ελέγχου. Η δουλειά του ήταν να μην πατάει το Κουμπί. Όχι οποιοδήποτε κουμπί. Υπήρχαν μάλιστα πολλά κουμπιά, τα οποία πατούσε ανελλιπώς κάθε μέρα, όπως τα κουμπιά του τηλεφώνου, τα κουμπιά της τηλεόρασης, τα κουμπιά του αυτόματου πωλητή καφέ κ.λ.π. Όχι. Το ζητούμενο ήταν να μην πατήσει ποτέ το Κουμπί. Του πλήρωναν έναν παχουλούτσικο μισθό, για να κάθεται οχτώ ώρες την μέρα στο γραφείο του και να αποφεύγει να το πατήσει. Το Κουμπί ήταν κόκκινο και δέσποζε στο κέντρο του μεταλλικού γραφείου του κάτω από μια ταμπέλα που έγραφε με μεγάλα κόκκινα γράμματα: «ΠΡΟΣΟΧΗ! ΚΟΥΜΠΙ! ΜΗΝ ΤΟ ΠΑΤΗΣΕΤΕ!» Κατά τ' άλλα ήταν ένα χαριτωμένο κουμπί.
Ο Τιμολέων είχε ανέλθει σε αυτή τη θέση με μέσον. Για την ακρίβεια είχε κινήσει κάποια νήματα ο θείος του, ο Βδελυκλέων, ο οποίος τύγχανε γενικός γραμματέας του Υπουργείου. Ήταν ικανοποιημένος απ' τον μισθό του αλλά έβρισκε το καθήκον του ιδιαίτερα κουραστικό και ψυχοφθόρο. Ήταν πράγματι εξαιρετικά δύσκολο να μην πατάς το Κουμπί. Ο κύριος Βδελυκλέων είχε αναγκαστεί να υποχρεωθεί στον Υπουργό, τον κύριο Πέογλο, για να εξασφαλίσει στον αγαπημένο του ανιψιό αυτή την απαιτητική θέση μαζί με το κύρος, τα οικονομικά οφέλη και τις ευκολίες εύρεσης μιας καλής κοπέλας που αυτή συνεπαγόταν. Ωστόσο ο αρχικά ενθουσιώδης Τιμολέων ανακάλυψε σύντομα ότι θα προτιμούσε να εργάζεται σε κάποιο άλλο γραφείο, όπου το πάτημα πλήκτρων θα επιτρεπόταν ή και θα ήταν υποχρεωτικό. Δεν μπορούμε όμως να έχουμε και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο, εκτός φυσικά αν είμαστε ο σκύλος.
Έτσι περνούσε τις μέρες και τα χρόνια του ο Τιμολέων, αποφεύγοντας να πατήσει το Κουμπί. Περιττό να πούμε ότι η ορμή να το πατήσει δεν απωθήθηκε ποτέ αποτελεσματικά. Μάλιστα τροφοδοτείτο συνεχώς απ' την περιέργεια για τις πιθανές συνέπειες της πράξης. Τι κρύβει ετούτο το Κουμπί; Είναι όντως σημαντικός ο ιδρώτας που χύνω ή μήπως το Κουμπί αποτελεί την δικαιολογία μιας αργομισθίας; Μήπως από πίσω κρύβεται καμιά ιστορία με ξέπλυμα βρώμικου χρήματος; Μήπως, αν το πατήσω, θα αναποδογυρίσουν η Γη και ο Ουρανός; Μήπως είναι το σύνθημα που περιμένουν οι Γκλορκ, η εκδίκηση που τους υποσχέθηκε ο Ζντρονκ; Μήπως τότε θα έρθει το τέλος όλων των μυστικών, η κατάρρευση της αυτοκρατορίας του Αντιχρίστου και η έναρξη της Χιλιετούς Βασιλείας του Θεού; Μήπως θα γίνουν κατοικίδια τα λιοντάρια και οι αρκούδες θα μιλήσουν με ανθρώπινη λαλιά; Αν δεν έχει πατηθεί ποτέ, πώς μπορούμε να ξέρουμε ότι λειτουργεί σωστά; Αυτές και άλλες σκέψεις βασάνιζαν το ευφάνταστο μυαλό του άμοιρου Τιμολέοντος. Και οι μέρες περνούσαν και γίνονταν χρόνια, και τα χρόνια μαζεύονταν σε δεκαετίες και συζητούσαν ψιθυριστά ρίχνοντας καχύποπτες ματιές τριγύρω.
Εκείνο το πρωί ο Τιμολέων είχε στραβοξυπνήσει (όλο το βράδυ ονειρευόταν ότι έραβε κουμπιά σε ένα κόκκινο πουκάμισο δίχως κουμπότρυπες) και η αποχή απ' την πίεση του Κουμπιού ήταν υπέρ του συνήθους ανυπόφορη. Πήρε μια προσομοίωση καφέ απ' το αυτόματο μηχάνημα και κάθισε στο γραφείο του. Άναψε τσιγάρο. Το κάπνισε αργά προσπαθώντας να αγνοεί το Κουμπί. Είχε την εντύπωση ότι εκείνο τον κοίταζε επίμονα. Όμως, όποτε ο Τιμολέων έστρεφε απότομα το βλέμμα προς τα εκεί, το Κουμπί παρίστανε το αδιάφορο. Αυτό το ψυχροπολεμικό φλερτ συνεχίστηκε για περίπου τρεις ώρες. Προς το τέλος της τρίτης ώρας ο Τιμολέων ένιωθε πλέον άρρωστος. Σηκώθηκε και έτρεξε στην τουαλέτα, όπου ξέρασε. Έμεινε για λίγη ώρα πάνω απ' την λεκάνη, για να καθυστερήσει την επιστροφή του στο Κουμπί. Όμως η επαγγελματική ευσυνειδησία τον καλούσε πίσω. Το Κουμπί δεν έπρεπε να μείνει μόνο του, εκτεθειμένο στα ξένα δάχτυλα. Στο κάτω-κάτω της γραφής, αν ήταν να το πατήσει κάποιος, αυτός θα έπρεπε να είναι ο Τιμολέων. Είχε κερδίσει αυτό το δικαίωμα με τον ιδρώτα της πολυετούς αποχής του απ' την πράξη. Σύρθηκε πίσω στο γραφείο του και έμεινε με το κεφάλι μέσα στα χέρια του για άλλη μια ώρα. Μα το Κουμπί ήταν απαιτητικό. Τον έπιασε πονοκέφαλος. Δεν άντεχε άλλο. Το χέρι του έτρεμε, το δάχτυλό του είχε τεντωθεί και τον τραβούσε προς την γλυκιά κόκκινη ρόγα. «Δε γαμιέται, ας με απολύσουν,» σκέφτηκε. Και το πάτησε.
Αμέσως σήμανε συναγερμός σε ολόκληρο το κτίριο. Κόκκινα λαμπάκια αναβόσβηναν, πανικόβλητοι υπάλληλοι έτρεχαν δεξιά και αριστερά., κάποιος βούτηξε απ' το παράθυρο και έσκασε στον δρόμο σαν πινελιά του Πόλλοκ. Ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Ελέγχου, ο κύριος Γρόμπαλος, όρμησε υστερικά στο γραφείο του Τιμολέοντα. «Τι έκανες;» του φώναξε. «Καταλαβαίνεις τι έκανες; Ήρθε το Τέλος!» Ο Τιμολέων ζάρωσε πίσω απ' το γραφείο του και άρχισε να κλαίει.
Τότε συνέβη αυτό που όλοι φοβόντουσαν: Άνοιξε μια μεγάλη καταπακτή στο πάτωμα και από μέσα βγήκε ο Ρουμπής, ο Κουμπής, ο Ρουμποκομπολογής, το αιμοβόρο κτήνος της μαύρης κολάσεως. Ήταν γνωστός στους πάντες απ' τους θρύλους και τα παραμύθια. Τα παιδιά τον έτρεμαν, οι άντρες τον έφερναν στο νου τους και λιποψυχούσαν, οι γυναίκες τον ονειρεύονταν και υγραίνονταν και όλοι μα όλοι εύχονταν να μην είχε ποτέ γεννηθεί. Και τώρα ήταν επιτέλους ελεύθερος και πεινασμένος μετά από χίλια χρόνια εγκλεισμού στα έγκατα του σκότους. Συγχαρητήρια Τιμολέοντα, καλά τα κατάφερες!
Το φριχτό τέρας βρυχήθηκε, άρπαξε με ένα πλοκάμι τον κύριο Γρόμπαλο και τον έκανε μια χαψιά. Έπειτα κινήθηκε προς τα άλλα γραφεία γκρεμίζοντας τους τοίχους και σπέρνοντας παντού θάνατο και καταστροφή. Οι δακτυλογράφοι λιποθυμούσαν, καθώς το απαίσιο έκτρωμα ρούμπευε, κούμπευε και ρουμποκομπολόγευε τα ρουμπιά του, τα κουμπιά του και τα αποτρόπαια ρουμποκομπολογιά του. Το αίμα έτρεχε ποτάμι. Είχε έρθει λοιπόν το τέλος της Ανθρωπότητας;
Μα όχι, διότι έχουν γνώσιν οι φύλακες και η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία: Η Υπηρεσία Εκτάκτου Ανάγκης, που ειδοποιήθηκε εγκαίρως απ' τον συναγερμό, έστειλε στον τόπο του ατυχήματος τον Τζιτζιμιτζικότζιρα, ο οποίος πάλεψε γενναία με τον μαινόμενο Ρουμποκομπολογή, τον έσφαξε και τον έφαγε ωμό. Και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Όσο για τον Τιμολέοντα, φτηνά την γλίτωσε. Χάρη στην παρέμβαση του θείου Βδελυκλέωνα απέφυγε την πειθαρχική δίωξη και μετατέθηκε στην Υπηρεσία Ανόδου-Καθόδου, όπου εργάστηκε μέχρι τα βαθιά γεράματα ως παιδί του ασανσέρ. Εκεί ενεπλάκη στο περίφημο σκάνδαλο του Παπά του Παχύ, για το οποίο θα ήταν καλύτερα να μιλήσουμε μια άλλη φορά. Προς το παρόν σας χαιρετώ καλά μου παιδιά και να ακούτε πάντα τους γονείς σας!
Ο Τιμολέων είχε ανέλθει σε αυτή τη θέση με μέσον. Για την ακρίβεια είχε κινήσει κάποια νήματα ο θείος του, ο Βδελυκλέων, ο οποίος τύγχανε γενικός γραμματέας του Υπουργείου. Ήταν ικανοποιημένος απ' τον μισθό του αλλά έβρισκε το καθήκον του ιδιαίτερα κουραστικό και ψυχοφθόρο. Ήταν πράγματι εξαιρετικά δύσκολο να μην πατάς το Κουμπί. Ο κύριος Βδελυκλέων είχε αναγκαστεί να υποχρεωθεί στον Υπουργό, τον κύριο Πέογλο, για να εξασφαλίσει στον αγαπημένο του ανιψιό αυτή την απαιτητική θέση μαζί με το κύρος, τα οικονομικά οφέλη και τις ευκολίες εύρεσης μιας καλής κοπέλας που αυτή συνεπαγόταν. Ωστόσο ο αρχικά ενθουσιώδης Τιμολέων ανακάλυψε σύντομα ότι θα προτιμούσε να εργάζεται σε κάποιο άλλο γραφείο, όπου το πάτημα πλήκτρων θα επιτρεπόταν ή και θα ήταν υποχρεωτικό. Δεν μπορούμε όμως να έχουμε και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο, εκτός φυσικά αν είμαστε ο σκύλος.
Έτσι περνούσε τις μέρες και τα χρόνια του ο Τιμολέων, αποφεύγοντας να πατήσει το Κουμπί. Περιττό να πούμε ότι η ορμή να το πατήσει δεν απωθήθηκε ποτέ αποτελεσματικά. Μάλιστα τροφοδοτείτο συνεχώς απ' την περιέργεια για τις πιθανές συνέπειες της πράξης. Τι κρύβει ετούτο το Κουμπί; Είναι όντως σημαντικός ο ιδρώτας που χύνω ή μήπως το Κουμπί αποτελεί την δικαιολογία μιας αργομισθίας; Μήπως από πίσω κρύβεται καμιά ιστορία με ξέπλυμα βρώμικου χρήματος; Μήπως, αν το πατήσω, θα αναποδογυρίσουν η Γη και ο Ουρανός; Μήπως είναι το σύνθημα που περιμένουν οι Γκλορκ, η εκδίκηση που τους υποσχέθηκε ο Ζντρονκ; Μήπως τότε θα έρθει το τέλος όλων των μυστικών, η κατάρρευση της αυτοκρατορίας του Αντιχρίστου και η έναρξη της Χιλιετούς Βασιλείας του Θεού; Μήπως θα γίνουν κατοικίδια τα λιοντάρια και οι αρκούδες θα μιλήσουν με ανθρώπινη λαλιά; Αν δεν έχει πατηθεί ποτέ, πώς μπορούμε να ξέρουμε ότι λειτουργεί σωστά; Αυτές και άλλες σκέψεις βασάνιζαν το ευφάνταστο μυαλό του άμοιρου Τιμολέοντος. Και οι μέρες περνούσαν και γίνονταν χρόνια, και τα χρόνια μαζεύονταν σε δεκαετίες και συζητούσαν ψιθυριστά ρίχνοντας καχύποπτες ματιές τριγύρω.
Εκείνο το πρωί ο Τιμολέων είχε στραβοξυπνήσει (όλο το βράδυ ονειρευόταν ότι έραβε κουμπιά σε ένα κόκκινο πουκάμισο δίχως κουμπότρυπες) και η αποχή απ' την πίεση του Κουμπιού ήταν υπέρ του συνήθους ανυπόφορη. Πήρε μια προσομοίωση καφέ απ' το αυτόματο μηχάνημα και κάθισε στο γραφείο του. Άναψε τσιγάρο. Το κάπνισε αργά προσπαθώντας να αγνοεί το Κουμπί. Είχε την εντύπωση ότι εκείνο τον κοίταζε επίμονα. Όμως, όποτε ο Τιμολέων έστρεφε απότομα το βλέμμα προς τα εκεί, το Κουμπί παρίστανε το αδιάφορο. Αυτό το ψυχροπολεμικό φλερτ συνεχίστηκε για περίπου τρεις ώρες. Προς το τέλος της τρίτης ώρας ο Τιμολέων ένιωθε πλέον άρρωστος. Σηκώθηκε και έτρεξε στην τουαλέτα, όπου ξέρασε. Έμεινε για λίγη ώρα πάνω απ' την λεκάνη, για να καθυστερήσει την επιστροφή του στο Κουμπί. Όμως η επαγγελματική ευσυνειδησία τον καλούσε πίσω. Το Κουμπί δεν έπρεπε να μείνει μόνο του, εκτεθειμένο στα ξένα δάχτυλα. Στο κάτω-κάτω της γραφής, αν ήταν να το πατήσει κάποιος, αυτός θα έπρεπε να είναι ο Τιμολέων. Είχε κερδίσει αυτό το δικαίωμα με τον ιδρώτα της πολυετούς αποχής του απ' την πράξη. Σύρθηκε πίσω στο γραφείο του και έμεινε με το κεφάλι μέσα στα χέρια του για άλλη μια ώρα. Μα το Κουμπί ήταν απαιτητικό. Τον έπιασε πονοκέφαλος. Δεν άντεχε άλλο. Το χέρι του έτρεμε, το δάχτυλό του είχε τεντωθεί και τον τραβούσε προς την γλυκιά κόκκινη ρόγα. «Δε γαμιέται, ας με απολύσουν,» σκέφτηκε. Και το πάτησε.
Αμέσως σήμανε συναγερμός σε ολόκληρο το κτίριο. Κόκκινα λαμπάκια αναβόσβηναν, πανικόβλητοι υπάλληλοι έτρεχαν δεξιά και αριστερά., κάποιος βούτηξε απ' το παράθυρο και έσκασε στον δρόμο σαν πινελιά του Πόλλοκ. Ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Ελέγχου, ο κύριος Γρόμπαλος, όρμησε υστερικά στο γραφείο του Τιμολέοντα. «Τι έκανες;» του φώναξε. «Καταλαβαίνεις τι έκανες; Ήρθε το Τέλος!» Ο Τιμολέων ζάρωσε πίσω απ' το γραφείο του και άρχισε να κλαίει.
Τότε συνέβη αυτό που όλοι φοβόντουσαν: Άνοιξε μια μεγάλη καταπακτή στο πάτωμα και από μέσα βγήκε ο Ρουμπής, ο Κουμπής, ο Ρουμποκομπολογής, το αιμοβόρο κτήνος της μαύρης κολάσεως. Ήταν γνωστός στους πάντες απ' τους θρύλους και τα παραμύθια. Τα παιδιά τον έτρεμαν, οι άντρες τον έφερναν στο νου τους και λιποψυχούσαν, οι γυναίκες τον ονειρεύονταν και υγραίνονταν και όλοι μα όλοι εύχονταν να μην είχε ποτέ γεννηθεί. Και τώρα ήταν επιτέλους ελεύθερος και πεινασμένος μετά από χίλια χρόνια εγκλεισμού στα έγκατα του σκότους. Συγχαρητήρια Τιμολέοντα, καλά τα κατάφερες!
Το φριχτό τέρας βρυχήθηκε, άρπαξε με ένα πλοκάμι τον κύριο Γρόμπαλο και τον έκανε μια χαψιά. Έπειτα κινήθηκε προς τα άλλα γραφεία γκρεμίζοντας τους τοίχους και σπέρνοντας παντού θάνατο και καταστροφή. Οι δακτυλογράφοι λιποθυμούσαν, καθώς το απαίσιο έκτρωμα ρούμπευε, κούμπευε και ρουμποκομπολόγευε τα ρουμπιά του, τα κουμπιά του και τα αποτρόπαια ρουμποκομπολογιά του. Το αίμα έτρεχε ποτάμι. Είχε έρθει λοιπόν το τέλος της Ανθρωπότητας;
Μα όχι, διότι έχουν γνώσιν οι φύλακες και η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία: Η Υπηρεσία Εκτάκτου Ανάγκης, που ειδοποιήθηκε εγκαίρως απ' τον συναγερμό, έστειλε στον τόπο του ατυχήματος τον Τζιτζιμιτζικότζιρα, ο οποίος πάλεψε γενναία με τον μαινόμενο Ρουμποκομπολογή, τον έσφαξε και τον έφαγε ωμό. Και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Όσο για τον Τιμολέοντα, φτηνά την γλίτωσε. Χάρη στην παρέμβαση του θείου Βδελυκλέωνα απέφυγε την πειθαρχική δίωξη και μετατέθηκε στην Υπηρεσία Ανόδου-Καθόδου, όπου εργάστηκε μέχρι τα βαθιά γεράματα ως παιδί του ασανσέρ. Εκεί ενεπλάκη στο περίφημο σκάνδαλο του Παπά του Παχύ, για το οποίο θα ήταν καλύτερα να μιλήσουμε μια άλλη φορά. Προς το παρόν σας χαιρετώ καλά μου παιδιά και να ακούτε πάντα τους γονείς σας!
Μάρτιος 2005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου