Άξαφνα κατάλαβα τι συνέβαινε.
Ήμουν καταμεσής ενός τεράστιου κάμπου.
Στον κάμπο υπήρχε πλήθος μεγάλο.
Οι πίσω σειρές του χάνονταν και δεν φαίνονταν.
Μα μπροστά διαγραφόταν αμείλικτα ένας γκρεμός τεράστιος.
Μια άβυσσος που όμοιά της στον κόσμο δεν υπάρχει.
Φαινόταν μπροστά μας καθαρά το κενό.
Μέσα στο πλήθος υπήρχαν λογιών λογιών άνθρωποι.
Μερικοί ήταν καλοντυμένοι και φόραγαν κοσμήματα ακριβά.
Τα ρούχα τους ήταν ραμμένα στα καλύτερα ραφτάδικα.
Και τα υποδήματά τους ήταν φτιαγμένα για κάθε λογής έδαφος.
Υπήρχαν άλλοι πιο μαζεμένοι στο ντύσιμό τους αλλά με μια δόση ακρίβειας.
Υπήρχαν κι άλλοι πολλοί που δεν φόραγαν παρά σχεδόν τίποτα.
Υπήρχαν παιδιά καλοθρεμμένα που κράταγαν το χέρι της μάνας τους.
Και άλλα κοκαλιάρικα που βύζαιναν τα στήθια των μανάδων τους.
Υπήρχαν άνθρωποι από κάθε λογής επαγγέλματα, μαθητές και φοιτητές με βιβλία.
Υπήρχαν άνθρωποι όλων των φυλών και όλων των λαών, άνδρες, γυναίκες και παιδιά.
Τραβούσαν κατά το χείλος του γκρεμού και γκρεμίζονταν.
Μερικοί μέσα στο πλήθος κρατούσαν ταμπέλες και υποδείκνυαν την τάδε ή την δείνα μεριά του γκρεμού ως καλύτερη.
Και ο καθένας απ' αυτούς είχε τους οπαδούς του.
Άλλοι διακήρυτταν πως μετά το γκρεμό υπάρχει το τάδε ή το δείνα θαύμα και είχαν και αυτοί τους υποστηρικτές τους.
Και είδα αυτή την τρέλα σε όλο της το μεγαλείο και κόπηκαν τα πόδια μου.
Σταμάτησα απότομα και αναγούλιασα.
Αλλά οι πίσω από 'μένα με έσπρωχναν να συνεχίσω.
Και τότε σκέφτηκα πως Όχι.
Εγώ δεν θα πέσω.
Δεν βρίσκω κανένα Λόγο.
Και έφυγα από το πλήθος.
Δεν ήταν εύκολο, παραπάταγα και ξέφυγα απ' τους υπόλοιπους ώσπου κατάφερα να βγω απ' τη σειρά.
Και τότε είδα ότι πέρα μακριά απ' το γκρεμό υψώνονταν τείχος τεράστιων βουνών και ο ήλιος έγλειφε τις κορφές τους.
Και ήταν ωραία.
Έκανα ένα βήμα μπροστά και άλλο ένα ακόμη.
Αλλά σε κάθε βήμα γέρναγα.
Κι έβγαλα ρυτίδες και άσπρισαν τα μαλλιά μου και τα βουνά μου φαίνονταν πιο μακριά από ποτέ.
Και τότε είδα μπροστά μου κι άλλους που ξέχωρα από το πλήθος πορεύονταν χέρι χέρι προς τα βουνά.
Και τους φώναξα και γυρίσανε, με κοιτάξανε, αλλά δεν σταματήσανε.
Ήμουν καταμεσής ενός τεράστιου κάμπου.
Στον κάμπο υπήρχε πλήθος μεγάλο.
Οι πίσω σειρές του χάνονταν και δεν φαίνονταν.
Μα μπροστά διαγραφόταν αμείλικτα ένας γκρεμός τεράστιος.
Μια άβυσσος που όμοιά της στον κόσμο δεν υπάρχει.
Φαινόταν μπροστά μας καθαρά το κενό.
Μέσα στο πλήθος υπήρχαν λογιών λογιών άνθρωποι.
Μερικοί ήταν καλοντυμένοι και φόραγαν κοσμήματα ακριβά.
Τα ρούχα τους ήταν ραμμένα στα καλύτερα ραφτάδικα.
Και τα υποδήματά τους ήταν φτιαγμένα για κάθε λογής έδαφος.
Υπήρχαν άλλοι πιο μαζεμένοι στο ντύσιμό τους αλλά με μια δόση ακρίβειας.
Υπήρχαν κι άλλοι πολλοί που δεν φόραγαν παρά σχεδόν τίποτα.
Υπήρχαν παιδιά καλοθρεμμένα που κράταγαν το χέρι της μάνας τους.
Και άλλα κοκαλιάρικα που βύζαιναν τα στήθια των μανάδων τους.
Υπήρχαν άνθρωποι από κάθε λογής επαγγέλματα, μαθητές και φοιτητές με βιβλία.
Υπήρχαν άνθρωποι όλων των φυλών και όλων των λαών, άνδρες, γυναίκες και παιδιά.
Τραβούσαν κατά το χείλος του γκρεμού και γκρεμίζονταν.
Μερικοί μέσα στο πλήθος κρατούσαν ταμπέλες και υποδείκνυαν την τάδε ή την δείνα μεριά του γκρεμού ως καλύτερη.
Και ο καθένας απ' αυτούς είχε τους οπαδούς του.
Άλλοι διακήρυτταν πως μετά το γκρεμό υπάρχει το τάδε ή το δείνα θαύμα και είχαν και αυτοί τους υποστηρικτές τους.
Και είδα αυτή την τρέλα σε όλο της το μεγαλείο και κόπηκαν τα πόδια μου.
Σταμάτησα απότομα και αναγούλιασα.
Αλλά οι πίσω από 'μένα με έσπρωχναν να συνεχίσω.
Και τότε σκέφτηκα πως Όχι.
Εγώ δεν θα πέσω.
Δεν βρίσκω κανένα Λόγο.
Και έφυγα από το πλήθος.
Δεν ήταν εύκολο, παραπάταγα και ξέφυγα απ' τους υπόλοιπους ώσπου κατάφερα να βγω απ' τη σειρά.
Και τότε είδα ότι πέρα μακριά απ' το γκρεμό υψώνονταν τείχος τεράστιων βουνών και ο ήλιος έγλειφε τις κορφές τους.
Και ήταν ωραία.
Έκανα ένα βήμα μπροστά και άλλο ένα ακόμη.
Αλλά σε κάθε βήμα γέρναγα.
Κι έβγαλα ρυτίδες και άσπρισαν τα μαλλιά μου και τα βουνά μου φαίνονταν πιο μακριά από ποτέ.
Και τότε είδα μπροστά μου κι άλλους που ξέχωρα από το πλήθος πορεύονταν χέρι χέρι προς τα βουνά.
Και τους φώναξα και γυρίσανε, με κοιτάξανε, αλλά δεν σταματήσανε.
Παρόλο που φαίνονταν χαρωποί και έτοιμοι να με δεχθούν έδειχναν ιδιαίτερα βιαστικοί.
Τότε επιτάχυνα το βήμα μου και με κόπους τους έφτασα.
Και πιαστήκαμε χέρι χέρι και συνεχίσαμε για τα βουνά.
Αλλά, ω τι θαύμα, οι ρυτίδες μου χάθηκαν και το πρόσωπό μου ρόδινε, τα μαλλιά μου σκούρυναν και κόντυνα και μίκρυνα στο σώμα.
Κι έγινα παιδί, κι όλοι μαζί παιδιά, αγόρια και κορίτσια, περπατούσαμε μπροστά για μας, πίσω για τους άλλους.
Ο δρόμος όμως ήταν μακρύς και δύσκολος.
Γιατί κάθε λίγο συναντούσαμε φρουρούς του πλήθους, πάνω σε άλογα που κρατούσαν μαστίγια και κροτάλιζαν τον αέρα.
Αυτοί έδειχναν τόσο αόριστα γαλήνιοι και σοφοί από μακριά.
Αλλά ύστερα καταλάβαινες πως ήταν δύστροποι για τις πέτρες και άγριοι σαν τη φωτιά.
Γιατί ενώ την αρχή μας μιλούσαν σαν το στοργικό πατέρα που δίνει συμβουλές στο παιδί του και μας παρότρυναν για μυριάδες λόγους να πέσουμε στο γκρεμό.
Στη συνέχεια αγρίευαν και κουνούσαν το μαστίγιο πέρα δώθε.
Και έβγαζαν φλόγες απ' τα μάτια.
Αυτοί όμως όταν έφταναν στην άκρη γκρεμίζονταν με τη σειρά τους.
Κι έρχονταν άλλοι στο κατόπι τους.
Και μες στο πλήθος υπήρχαν άλλοι που επευφημούσαν.
Και άλλοι που μας κατακεραύνωναν.
Μερικοί μας κοιτούσαν και λέγανε "Ορίστε τα παιδιά, τουλάχιστον αυτά έχουν κουράγιο, μας δίνουν και εμάς ελπίδες πως κάτι αγνό υπάρχει σε όλη αυτή την ιστορία".
Και κάποιοι δίπλα τους κουνούσαν το κεφάλι τους με νόημα.
Ενώ άλλοι συνέχιζαν προς το χαμό τους.
Άλλοι μας ρωτούσαν "Και τι νομίζετε πως κάνετε; Που θα πάτε, πόσο μακριά θα φτάσετε, δεν ξέρετε καν τι θέλετε, είστε επιπόλαιοι, να τι είστε"
Αλλά κι αυτοί έπεφταν στο κενό.
Άλλοι πάλι, μας ζητούσαν να τους πάρουμε μαζί μας, μας ικέτευαν γονατίζοντας.
Αλλά εμείς τους περιφρονούσαμε, τους κοροϊδεύαμε.
Και αυτούς τους ποδοπατούσαν οι πίσω τους με αδιαφορία.
Μερικοί άλλοι οδηγούσαν το πλήθος λέγοντας με μια στόφα σοφού "Πως ναι, έχουμε κάποιοι δίκιο βέβαια, αλλά πως δεν ήρθε ακόμα η ώρα να φύγουμε, γιατί οι αντικειμενικές συνθήκες δεν έχουν ωριμάσει. Και το πλήθος δεν είναι ακόμη έτοιμο για μεγάλες αλλαγές".
Αλλά κι αυτοί έπεφταν στην άβυσσο.
Υπήρχαν κι άλλοι που μας κοίταγαν μελαγχολικά.
Και μας έλεγαν πως τώρα, έρχονται μαζί μας, να πάνε να πάρουνε κάτι που ξέχασαν και έρχονται και να τους περιμένουμε.
Και εμείς γελούσαμε γιατί γνωρίζαμε πως έλεγαν ψέματα στους εαυτούς τους.
Υπήρχαν όμως και μερικοί που μας κοίταζαν με ζήλια και φθόνο για την αποκοτιά μας.
Τους θυμίζαμε, το μάταιο ταξίδι τους κι αυτοί θύμωναν και η ζήλια μετατρέπονταν σε μίσος και ο φθόνος σε εκδίκηση.
Και λυσσομανούσαν και τραβούσανε μερικούς από εμάς.
Και τους έπαιρναν μαζί τους στο χαμό.
Εμείς ανταποδίδαμε πετώντας πέτρες και βρίζοντάς τους.
Αλλά δεν έπρεπε να χάνουμε χρόνο γιατί τα βουνά ήταν μακριά ακόμη.
Και λυπόμασταν για για τις απώλειές μας, χαιρόμασταν όμως που μοιραστήκαμε μαζί με τους συντρόφους μας το ταξίδι.
Και άλλοι ερχόντουσαν να πάρουν τη θέση τους.
Και πιασμένοι όλοι μαζί βαδίζαμε προς τι κορυφές.
Και όσο περπατούσαμε τόσο πιο μακριά φαίνονταν .
Και αρχίσαμε να πεινάμε.
Και τα υποδήματά μας έλιωσαν και περπατούσαμε ξυπόλητοι πληγιάζοντας τα πόδια μας.
Και έπεφτε αγιάζι πολύ και μας περόνιαζε τα κόκαλα αλλά χορταίναμε με τη θέα των ψηλών βουνών.
Και περπατούσαμε πάνω στο μονοπάτι της ελευθερίας.
Και ζεσταινόμασταν γιατί ήμασταν πιασμένοι χέρι χέρι.
Και συνεχίζουμε χωρίς να ξέρουμε πως, πότε και που ακριβώς θα φτάσουμε, γνωρίζουμε όμως ότι θέλουμε να εξερευνήσουμε τις αντοχές μας.
Έτσι είναι σύντροφοι, το ταξίδι για την ελευθερία.
Πιασμένοι όλοι χέρι χέρι προχωράμε μπροστά για το ανεξερεύνητο.
Και όσοι θέλουν ας έρθουν.
Οι υπόλοιποι ας γκρεμιστούν...Ποίημα συντρόφου...
Από την μπροσούρα Νιγκρέντο...
Τότε επιτάχυνα το βήμα μου και με κόπους τους έφτασα.
Και πιαστήκαμε χέρι χέρι και συνεχίσαμε για τα βουνά.
Αλλά, ω τι θαύμα, οι ρυτίδες μου χάθηκαν και το πρόσωπό μου ρόδινε, τα μαλλιά μου σκούρυναν και κόντυνα και μίκρυνα στο σώμα.
Κι έγινα παιδί, κι όλοι μαζί παιδιά, αγόρια και κορίτσια, περπατούσαμε μπροστά για μας, πίσω για τους άλλους.
Ο δρόμος όμως ήταν μακρύς και δύσκολος.
Γιατί κάθε λίγο συναντούσαμε φρουρούς του πλήθους, πάνω σε άλογα που κρατούσαν μαστίγια και κροτάλιζαν τον αέρα.
Αυτοί έδειχναν τόσο αόριστα γαλήνιοι και σοφοί από μακριά.
Αλλά ύστερα καταλάβαινες πως ήταν δύστροποι για τις πέτρες και άγριοι σαν τη φωτιά.
Γιατί ενώ την αρχή μας μιλούσαν σαν το στοργικό πατέρα που δίνει συμβουλές στο παιδί του και μας παρότρυναν για μυριάδες λόγους να πέσουμε στο γκρεμό.
Στη συνέχεια αγρίευαν και κουνούσαν το μαστίγιο πέρα δώθε.
Και έβγαζαν φλόγες απ' τα μάτια.
Αυτοί όμως όταν έφταναν στην άκρη γκρεμίζονταν με τη σειρά τους.
Κι έρχονταν άλλοι στο κατόπι τους.
Και μες στο πλήθος υπήρχαν άλλοι που επευφημούσαν.
Και άλλοι που μας κατακεραύνωναν.
Μερικοί μας κοιτούσαν και λέγανε "Ορίστε τα παιδιά, τουλάχιστον αυτά έχουν κουράγιο, μας δίνουν και εμάς ελπίδες πως κάτι αγνό υπάρχει σε όλη αυτή την ιστορία".
Και κάποιοι δίπλα τους κουνούσαν το κεφάλι τους με νόημα.
Ενώ άλλοι συνέχιζαν προς το χαμό τους.
Άλλοι μας ρωτούσαν "Και τι νομίζετε πως κάνετε; Που θα πάτε, πόσο μακριά θα φτάσετε, δεν ξέρετε καν τι θέλετε, είστε επιπόλαιοι, να τι είστε"
Αλλά κι αυτοί έπεφταν στο κενό.
Άλλοι πάλι, μας ζητούσαν να τους πάρουμε μαζί μας, μας ικέτευαν γονατίζοντας.
Αλλά εμείς τους περιφρονούσαμε, τους κοροϊδεύαμε.
Και αυτούς τους ποδοπατούσαν οι πίσω τους με αδιαφορία.
Μερικοί άλλοι οδηγούσαν το πλήθος λέγοντας με μια στόφα σοφού "Πως ναι, έχουμε κάποιοι δίκιο βέβαια, αλλά πως δεν ήρθε ακόμα η ώρα να φύγουμε, γιατί οι αντικειμενικές συνθήκες δεν έχουν ωριμάσει. Και το πλήθος δεν είναι ακόμη έτοιμο για μεγάλες αλλαγές".
Αλλά κι αυτοί έπεφταν στην άβυσσο.
Υπήρχαν κι άλλοι που μας κοίταγαν μελαγχολικά.
Και μας έλεγαν πως τώρα, έρχονται μαζί μας, να πάνε να πάρουνε κάτι που ξέχασαν και έρχονται και να τους περιμένουμε.
Και εμείς γελούσαμε γιατί γνωρίζαμε πως έλεγαν ψέματα στους εαυτούς τους.
Υπήρχαν όμως και μερικοί που μας κοίταζαν με ζήλια και φθόνο για την αποκοτιά μας.
Τους θυμίζαμε, το μάταιο ταξίδι τους κι αυτοί θύμωναν και η ζήλια μετατρέπονταν σε μίσος και ο φθόνος σε εκδίκηση.
Και λυσσομανούσαν και τραβούσανε μερικούς από εμάς.
Και τους έπαιρναν μαζί τους στο χαμό.
Εμείς ανταποδίδαμε πετώντας πέτρες και βρίζοντάς τους.
Αλλά δεν έπρεπε να χάνουμε χρόνο γιατί τα βουνά ήταν μακριά ακόμη.
Και λυπόμασταν για για τις απώλειές μας, χαιρόμασταν όμως που μοιραστήκαμε μαζί με τους συντρόφους μας το ταξίδι.
Και άλλοι ερχόντουσαν να πάρουν τη θέση τους.
Και πιασμένοι όλοι μαζί βαδίζαμε προς τι κορυφές.
Και όσο περπατούσαμε τόσο πιο μακριά φαίνονταν .
Και αρχίσαμε να πεινάμε.
Και τα υποδήματά μας έλιωσαν και περπατούσαμε ξυπόλητοι πληγιάζοντας τα πόδια μας.
Και έπεφτε αγιάζι πολύ και μας περόνιαζε τα κόκαλα αλλά χορταίναμε με τη θέα των ψηλών βουνών.
Και περπατούσαμε πάνω στο μονοπάτι της ελευθερίας.
Και ζεσταινόμασταν γιατί ήμασταν πιασμένοι χέρι χέρι.
Και συνεχίζουμε χωρίς να ξέρουμε πως, πότε και που ακριβώς θα φτάσουμε, γνωρίζουμε όμως ότι θέλουμε να εξερευνήσουμε τις αντοχές μας.
Έτσι είναι σύντροφοι, το ταξίδι για την ελευθερία.
Πιασμένοι όλοι χέρι χέρι προχωράμε μπροστά για το ανεξερεύνητο.
Και όσοι θέλουν ας έρθουν.
Οι υπόλοιποι ας γκρεμιστούν...Ποίημα συντρόφου...
Από την μπροσούρα Νιγκρέντο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου