Είχα διαβάσει κάποτε ότι στη φυλακή τελικά χάνεις την αίσθηση του χρόνου. Όμως αυτό δεν είχε και τόση σημασία για μένα. Δεν είχα διαπιστώσει πόσο οι μέρες μπορούσαν να'ναι μεγάλες και συνάμα μικρές. Μεγάλες για να τις ζεις, σίγουρα, όμως τόσο παρατραβηγμένες που στο τέλος δεν ξέρεις που τελειώνει η μια και που αρχίζει η άλλη. Στη φυλακή, έχαναν τ'όνομα τους. Οι λέξεις «χθες» ή «αύριο» ήταν οι μοναδικές που εξακολουθούσαν να έχουν κάποιο νόημα για μένα.
Όταν μια μέρα ο φύλακας μου είπε ότι ήμουν μέσα πέντε μήνες, το πίστεψα μα δεν το συνειδητοποίησα. Για μένα, η ίδια μέρα κυλούσε μες στο κελί μου αδιάκοπα, κι έκανα συνεχώς την ίδια δουλειά. Έτσι, μόλις έφυγε ο φύλακας, κοιτάχτηκα στη σιδερένια καραβάνα μου. Μου φάνηκε ότι το είδωλο μου έμενε σοβαρό ακόμα κι όταν προσπαθούσα να του χαμογελάσω. Κούνησα την καραβάνα πέρα δώθε μπροστά στο πρόσωπο μου. Χαμογέλασα, κι εκείνο εξακολουθούσε να έχει το ίδιο σοβαρό και θλιμμένο ύφος.
Η μέρα ξεψυχούσε και ήταν η ώρα που γι'αυτή δε θέλω να μιλώ, η ώρα δίχως όνομα, όπου οι βραδινοί θόρυβοι ανέβαιναν απ'όλα τα πατώματα της φυλακής με συνοδεία σιωπής. Πλησίασα στο φεγγίτη, κι εκεί, στο στερνό φως της μέρας, περιεργάστηκα γι'άλλη μια φορά το είδωλο μου. Συνέχιζε να είναι σοβαρό, κι άλλωστε τι το περίεργο, αφού εκείνη τη στιγμή ήμουν κι εγώ σοβαρός;
Ταυτόχρονα όμως, και για πρώτη φορά μετά από μήνες, άκουσα ευδιάκριτα τον ήχο της φωνής μου. Την αναγνώρισα γιατί ήταν η ίδια που αντηχούσε εδώ και πολλές κιόλας μέρες στ'αυτιά μου και συνειδητοποίησα ότι όλον αυτό τον καιρό μονολογούσα. Θυμήθηκα τότε τι έλεγε η νοσοκόμα στην κηδεία της μαμάς. Όχι, δεν υπήρχε διέξοδος, και κανένας δεν μπορεί να διανοηθεί τι σημαίνει το βράδυ στη φυλακή...
Αλήθεια, σε μαύρα χρόνια ζω! Τα λόγια που δεν κεντρίζουν είναι σημάδι χαζομάρας. Ένα λείο μέτωπο, αναισθησίας. Εκείνος που γελάει δεν έχει μάθει ακόμα τις τρομερές ειδήσεις.
Μα τι καιροί λοιπόν ετούτοι, που είν' έγκλημα σχεδόν όταν μιλάς για δέντρα γιατί έτσι παρασιωπάς χιλιάδες κακουργήματα! Αυτός εκεί πού διασχίζει ήρεμα το δρόμο ξέκοψε πια ολότελα απ' τους φίλους του πού βρίσκονται σ' ανάγκη.
Είναι σωστό: το ψωμί μου ακόμα το κερδίζω. Όμως πιστέψτε με: Είναι εντελώς τυχαίο. Απ' ό,τι κάνω, τίποτε δε μου δίνει το δικαίωμα να φάω ως να χορτάσω. Έχω γλιτώσει κατά σύμπτωση. (Λίγο η τύχη να μ' αφήσει, χάθηκα.)
Μου λένε: Φάε και πιες! Να 'σαι ευχαριστημένος που έχεις! Μα πώς να φάω και να πιω, όταν το φαγητό μου τ' αρπάζω από τον πεινασμένο, όταν κάποιος διψάει για το ποτήρι το νερό που έχω; Κι ωστόσο, τρώω και πίνω.
Θα 'θελα ακόμα να 'μουνα σοφός. Τ' αρχαία βιβλία λένε τι είναι η σοφία: Μακριά να μένεις απ' τις επίγειες συγκρούσεις και δίχως φόβο τη λιγοστή ζωή σου να περνάς. Θεωρούν σοφό ακόμα το δρόμο σου να τραβάς αποφεύγοντας τη βία. Στο κακό ν' ανταποδίνεις το καλό. Να μη χορταίνεις τις επιθυμίες σου, αλλά να τις ξεχνάς. Μου είναι αδύνατο να πράξω όλα τούτα.
Αλήθεια, σε μαύρα χρόνια ζω! Ήρθα στις πόλεις την εποχή της αναστάτωσης όταν εκεί, βασίλευε η πείνα. Ήρθα μες στους ανθρώπους στην εποχή της ανταρσίας και ξεσηκώθηκα μαζί τους.
Έτσι κύλησε ο χρόνος που πάνω στη γη μου δόθηκε. Το ψωμί μου το 'τρωγα ανάμεσα στις μάχες. Για να κοιμηθώ, πλάγιαζα ανάμεσα στους δολοφόνους. Αφρόντιστα δινόμουνα στον έρωτα κι αντίκριζα τη φύση δίχως υπομονή.
Έτσι κύλησε ο χρόνος που πάνω στη γη μου δόθηκε. Στον καιρό μου, οι δρόμοι φέρνανε στη λάσπη. Η μιλιά μου με κατέδιδε στο δήμιο. Λίγα περνούσαν απ' το χέρι μου. Όμως, αν δεν υπήρχα οι αφέντες θα στέκονταν πιο σίγουρα, αυτό έλπιζα τουλάχιστον.
Έτσι κύλησε ο χρόνος που πάνω στη γη μου δόθηκε. Οι δυνάμεις ήτανε μετρημένες. Ο στόχος βρισκότανε πολύ μακριά. Φαινόταν ολοκάθαρα, αν και για μένα ήταν σχεδόν απρόσιτος.
Έτσι κύλησε ο χρόνος που πάνω στη γη μου δόθηκε. Εσείς, που θ' αναδυθείτε μέσ' απ' τον κατακλυσμό που εμάς μας έπνιξε, όταν για τις αδυναμίες μας μιλάτε Σκεφτείτε και τα μαύρα χρόνια που εσείς γλυτώσατε.
Εμείς περνάγαμε, αλλάζοντας χώρες πιο συχνά από παπούτσια, Μέσα από ταξικούς πολέμους, απελπισμένοι σα βλέπαμε, την αδικία να κυριαρχεί και να μην υπάρχει εξέγερση. Κι όμως το ξέραμε: ακόμα και το μίσος ενάντια στην ευτέλεια παραμορφώνει τα χαρακτηριστικά. Ακόμα κι η οργή ενάντια στην αδικία βραχνιάζει τη φωνή.
Αλίμονο, εμείς που θέλαμε να ετοιμάσουμε το δρόμο στη φιλία δεν καταφέρναμε να 'μαστε φίλοι ανάμεσά μας. Όμως εσείς, όταν θα ‘ρθει ο καιρός ο άνθρωπος να βοηθάει τον άνθρωπο να μας θυμάστε με κάποιαν επιείκεια.
Έγειρε το χλωμό κεφάλι της μ’ ένα λυγμό κι αποκοιμήθηκε για πάντα Πάνω της ο ουρανός ορεινός άγονο τοπίο - σκοτεινός - πέτρες μόνο και βράχια κι ούτε βροχή…. Νύφη εσύ με πασαλειμμένο το στόμα σου κόκκινο τούλια χέρια λιωμένα δαντελωτά προσφέρανε ικετευτικά ένα ματσάκι κρινάκια Γύρω στο χώμα οι φίλες σου θλιμμένες και βαμμένες υπερβολικά σουρσίματα αλλόκοτα κάνανε σαν για να τις προσέξουνε και παίξουν σε κάποια ταινία Να αυτό το δαχτυλίδι ποίημα παιδικό
Λόγος Τιμής αυτή την ώρα που οι Μελλοντικοί το πέταγμα των αετών μαθαίνουν αυτή την ώρα που το κούτελό σου
δείχνει εκείνο που δε φαίνεται την ίδια πάντα ώρα που οι ΚΟΚΚΙΝΕΣ ΦΑΛΤΣΕΤΕΣ τους Διαφορετικούς σκοτώνουν…
Φοβάμαι
Τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
Έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
Και μια ωραία πρωία, μεσάνυχτα κάποιου Ιουλίου
Βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
"Δώστε τη χούντα στο λαό"
Φοβάμαι τους ανθρώπους
Που με καταλερωμένη φωλιά
Πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου
Φοβάμαι τους ανθρώπους
Που σου ΄κλειναν την πόρτα
Μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
Και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
Να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
Που γέμιζαν τις ταβέρνες
Και τα ΄σπαζαν στα μπουζούκια
Κάθε βράδυ
Και τώρα τα ξανασπάζουν
Όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
Και έχουν και "απόψεις"
Φοβάμαι τους ανθρώπους
Που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
Και τώρα σε λοιδορούν
Γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους
Φέτος φοβήθηκα περισσότερο...
Όσα συνέβησαν στα Εξάρχεια και στη Νομική Σχολή. Και στην οδό Σκουφά και Σόλωνος, Μαυρομιχάλη και Ιπποκράτους, ενόχλησαν τους Έλληνες πολίτες και αγανάκτησαν τον Τύπο ολόκληρο.
Γιατί δεν τους εξολοθρεύουν και δεν τους σπάνε το κεφάλι. Γιατί δεν ρίχνουν δακρυγόνα.
Και η Σύγκλητος και οι φοιτητές όλων των παρατάξεων, όλοι αγανακτισμένοι με τα τριάντα - εκατό παιδιά που δεν το βάζουν κάτω, δεν εννοούνε να παραδεχτούν πως η όποια ελευθερία ανήκει μόνο στους αστυνομικούς και τους ηλικιωμένους.
Που δεν μπορούν να αντιληφθούν γιατί καταδιώκονται αδιάκοπα, προπηλακίζονται ατελείωτα και συνεχώς υποχρεούνται να δέχονται εξευτελισμούς.
Κι ο προπηλακισμός αρχίζει από τον δάσκαλο, τον επιστάτη του σχολείου, από τον οδηγό και τον εισπράκτορα του λεωφορείου, απ' τον καθηγητή και τον δημόσιο λειτουργό ως τον δημόσιο υπάλληλο, από τους αξιωματικούς κι εκπαιδευτές στο κέντρο κατατάξεως ως τον τυχαίο μοτοσικλετιστή της τροχαίας που θα του ζητήσει άδειες, ταυτότητες και πιστοποιητικά.
Ως τον γιατρό του νοσοκομείου που θα τον πάνε σηκωτό, ύστερα από τη γροθιά του οργάνου της τάξεως. Και το γνωρίζουμε πολύ καλά.
Εξύβριση αρχής, έτσι ονομάζεται η απαίτηση εξηγήσεων.
Χειροδικία κατά της αρχής, έτσι είθισται ν' αποκαλείται η ενστικτώδης κίνηση του αμυνόμενου νέου. Και η ιστορία δεν έχει τέλος.
Η ανωνυμία και η εισαγγελική αρχή θα του προσφέρει ή μια τραυματική αγανάκτηση ισόβια ή τον επιζητούμενο από την πολιτεία ευνουχισμό του.
Αυτή είναι μια καθημερινή πραγματικότητα και δυστυχώς γνησίως ελληνική τα πρόσφατα και τελευταία σαράντα χρόνια, όσα είχα δηλαδή την ευτυχία να ζήσω σαν επώνυμος πολίτης εις τούτον τον ένδοξον κατά τα άλλα τόπον μας.
Μια μωβ σκιά Μαΐου σκέπασε την Αθήνα.
Κι όμως δεν βρέθηκε ένας δημοσιογράφος, μια εφημερίδα ν' αγανακτήσει και να διαμαρτυρηθεί, να καταγγείλει την αλήθεια για αυτό το τρίγωνο του αίσχους.
Σκουφά, Μαυρομιχάλη και Ιπποκράτους.
Κι άρχισε μια σκόπιμη, ύποπτη κι έντεχνη σύγχυση τριών ασχέτων μεταξύ των περιπτώσεων.
Οι νεαροί των Εξαρχείων να παρουσιάζονται ίδιοι με τους αλήτες των γηπέδων, τους επονομαζόμενους χούλιγκανς, και επιπλέον να καλλιεργείται η εντύπωση στην κοινή γνώμη, με στήλες ολόκληρες των θλιβερών εφημερίδων μας, ότι οι νέοι αυτοί, οι αναρχικοί, είναι οι βομβιστές και ίσως οι πιθανοί δράστες των δολοφονιών ή εμπρησμών.
Και φυσικά, όταν με το καλό τελειώσει η δίωξη των εκατό, σαράντα ή είκοσι παιδιών και η όλη επιχείρηση στεφθεί μ' "επιτυχία", να πάρει τις διαστάσεις ενός πραγματικού θριάμβου... κατά του εγκλήματος. Την ίδια ώρα που δολοφονούνται εκδότες και οι δολοφόνοι δεν ανευρίσκονται. Δολοφονούνται πολίτες και οι δολοφόνοι δεν αποκαλύπτονται. Πεθαίνουν νέοι από ξυλοδαρμούς και οι δράστες κυκλοφορούν ανενόχλητοι και, τέλος, δεν... ανακαλύπτονται.
Την ίδια ώρα η πολιτεία αγανακτεί διότι υπάρχουν μερικά ζωντανά της κύτταρα που αντιδρούν άτεχνα, ανοργάνωτα, ίσως μ' αφέλεια, σ' όλην αυτή την οργανωμένη κρατική ασχήμια, αντί να βλογάμε τον Θεό που βρίσκονται ακόμη μερικοί που δεν συνήθισαν στην "παρουσία του τέρατος".
...Κορίτσια κι αγόρια με γυαλιά, έτσι καθώς κοιτάτε με απορία κι αγανάκτηση για ό,τι συμβαίνει γύρω σας, είμαι μαζί σας. Και σας αγαπώ...
Άρθρο του Μάνου Χατζηδάκι, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Το Τέταρτο" με αφορμή τα επεισόδια που έγιναν το Μάιο του 1986, λίγους μήνες μετά τη δολοφονία του 15χρονου Μιχάλη Καλτεζά από αστυνομικό.
Αθήνα, 16 Νοεμβρίου 1973 Ωραία παιδιά με τα μεγάλα μάτια σαν εκκλησίες χωρίς στασίδια Ωραία παιδιά δικά μας με τη μεγάλη θλίψη των ανδρείων Αψήφιστοι, όρθιοι στα Προπύλαια στον πέτρινο αέρα, έτοιμο χέρι, έτοιμο μάτι Πωως μεγαλώνει το μπόι, το βήμα κι η παλάμη του ανθρώπου
17 Νοεμβρίου Βαριά σιωπή διάτρητη απ΄τους πυροβολισμούς, πικρή πολιτεία Αίμα, φωτιά, η πεσμένη πόρτα, ο καπνός, το ξύδι Ποιός θα πει περιμένω μέσα απ το μέσα μαύρο. Μικροί σχοινοβάτες με τα μεγάλα παπούτσια μ΄έναν επίδεσμο φωτιά στο κούτελο Κόκκινο σύρμα, κόκκινο πουλί και το μοναχικό σκυλί στ΄ αποκλεισμένα προάστια Ενώ χαράζει η χλωμότερη μέρα πίσω απ΄τα καπνισμένα αγάλματα Κι ακούγεται ακόμη η τελευταία κραυγή διαλυμένη στις λεωφόρους Πάνω απ΄τα τανκς μέσα στους σκόρπιους πυροβολισμούς
Πως μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε; Πως μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε;
Κάλαμος, 18 Νοεμβρίου Ηλιόλουστη μέρα. Κάλαμος. Η θάλασσα, σπουργίτια στον ελαιώνα Κάλεσμα. Πρόκληση. Κάλλος. Μακρινή προδομένη μακαριότητα
Α εσύ δραπέτη λιποτάκτη κρυμμένε ανάμεσα στ΄ αγάλματα, πίσω απ΄τ΄ αγάλματα Μέσα στ΄αγάλματα, αγάλματα κούφια χωρίς χέρια, χωρίς πέος, χωρίς αμπελόφυλλα Αρνήσου, αρνήσου, όχι να ξεχαστείς και να ξεχάσεις το δένδρο το πουλί το γαλάζιο Αμαρτία, αμαρτία, πως μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε εσείς, ο ίδιος ο έρωτας Κι ο έρωτας αμαρτία, Ελένη, Μάρω, Ηλέκτρα, Δήμητρα, παιδιά μας, τα παιδιά μας Πόσες γενιές παιδιά μας σε αδιαίρετο χρόνο χωρίς χρόνο Στα στάχυα και στα σύρματα στη γραφομηχανή, στον τηλεβόα Έρωτές μας, παιδιά μας,σκοτωμένα παιδιά μας, έρωτές μας Για τίποτε άλλο να μην έχουμε μάτια παρά μόνο για σας. Τιποτ΄άλλο. Ω! ανήμπορο ποίημα, ανήμπορο, ανήμπορο, ατελέσφορο Επάνω από δύο στίχους σταυρωμένους σταυρώνω τα χέρια και σωπαίνω Βράχος, το μέγα κόκκινο, δεύτερη πόρτα, πέμπτη πόρτα κι η δωδέκατη κλεισμένη Χτύπημα της γροθιάς στον τοίχο χτύπημα της πέτρας στην πέτρα Μ΄ακούς; Ακουσέ με, Εγώ σ΄ακούω Δύο σιωπές κάνουν μια φωνή κι ένα μεγάλο τεντωμένο χέρι...
Αθήνα, 19 Νοεμβρίου Με τους αγκώνες στηριγμένους στην ποίηση, με τα μάτια κλεισμένα στις παλάμες ακούω τη φωτιά. Ανεβαίνει. Σκοτωμένοι επί τόπου μπροστά στο παράνομο μικρόφωνο κι η φωνή τους ακόμα... Αδέρφια, αδέρφια, πάνω απ΄το αίμα τους, με το αίμα τους
Πάνω από την αγρυπνισμένη Αθήνα Πως μπορείτε λοιπόν; Πως μπορείτε;
20 Νοεμβρίου Μάζεψαν τα οδοφράγματα, πλύναν τα αίματα, τα μισά παιδιά πήγαν σχολείο Οι γυναίκες βγήκαν για ψώνια, στη γωνιά ένα καμένο αυτοκίνητο Πλύναν τα ρούχα τ΄απλώσαν στις ταράτσες μυστικά, μυστικά μη φανούνε σαν άλλες σημαίες Κλειστά νοικοκυριά, το κρεμμύδι, η πατάτα, το λάδι Το αλάτι χυμένο στο δρόμο το ίδιο και τ΄αλεύρι Μες στο ψυγείο το κόκκινο πουλί μ΄όλα του τα φτερά Απ΄το θάνατο αρχίζουμε, έτσι έλεγε, απ΄το θάνατο αρχίζουμε πάλι Επάνω από τη μεγάλη γκρεμισμένη σκάλα Τι να κάνουμε, είπε, να ξεχαστούμε; Θα ξεχάσουμε πάλι; Σκεπασμένοι στην τρύπια κουβέρτα ως πάνω στα μάτια Λίγο λίγο θα βγάλεις το ΄να πόδι δοκιμάζοντας τον αέρα τη σιωπή το σκοτάδι Αργότερα τα χέρια, τελευταίο το κεφάλι Απέναντι η καρέκλα, τα τσιγάρα τα σπίρτα και το φως κολλημένο στον τοίχο
Μια τεράστια κίτρινη αφίσα Ώρα μεγάλη! Ώρα σκληρή! Ώρα αδειασμένη απ΄την δειλή μακροθυμία των στίχων Εδώ ό,τι πια θα πει θα ΄ναι το αίμα Ω! κακόφημη ζωή ληστεμένη...
22 Νοεμβρίου Αργά που μεγαλώνει το μαχαίρι, αυτός που σιωπεί Δεν είναι που δεν έχει τίποτα να πει Δεν είναι τα δώδεκα καρφιά στον τοίχο, η ακρίδα στο ποτήρι Είναι που περιμένει να ξεσφίξουν τα σαγόνια του...
Το «Ημερολόγιο μιας εβδομάδας» του Πολυτεχνείου γράφτηκε από τον Γιάννη Ρίτσο τις ημέρες των γεγονότων της εξέγερσης του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973. Η 15 Νοέμβρη θα βρει τον Ρίτσο στις πρώτες γραμμές της μεγάλης διαδήλωσης που ξεκίνησε από το Πολυτεχνείο και έφτασε ως την πλατεία Κλαυθμώνος. Η διαδήλωση θα διαλυθεί από την αστυνομία με βία με τον ποιητή να μπλοκάρεται ανάμεσα στους φράχτες που έχει στήσει η αστυνομία αλλά δεν θα χτυπηθεί. Ίσως τον αναγνώρισαν και τον σεβάστηκαν. Διαφεύγει και βρίσκει καταφύγιο στα τότε γραφεία του εκδοτικού οίκου Κέδρος σε μια στοά (Πανεπιστημίου και Χαριλάου Τρικούπη). Το ίδιο βράδυ κλείνει η Πατησίων από διαδηλωτές. Στις 16 Νοεμβρίου επισκέπτεται το σπίτι της Νανάς Καλιανέση όπου ακούν τον παράνομο ερασιτεχνικό σταθμό που έχει στηθεί στον ΕΜΠ των «Ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων.» Με ρίγη συγκίνησης συνεχίζει την ακρόαση στο σπίτι του, έχει ξεκινήσει η επίθεση στους συγκεντρωμένους με δακρυγόνα και έπειτα με σφαίρες... κατεβαίνουν τα τανκς... ένα από αυτά γκρεμίζει την πύλη... παντού νεκροί και τραυματίες... Ο ποιητής με δάκρυα στα μάτια φεύγει για τον Κάλαμο...εν θερμώ έχει ήδη ξεκινήσει το «Ημερολόγιο μιας εβδομάδας»...
Τη πρώτη νύχτα πλησιάζουνε Και κλέβουν ένα λουλούδι από τον κήπο μας Και δε λέμε τίποτα...
Τη δεύτερη νύχτα δε κρύβονται πλέον Περπατούνε στα λουλούδια Σκοτώνουν το σκυλί μας Και δε λέμε τίποτα...
Ώσπου μια μέρα Την πιο διάφανη απ' όλες Μπαίνουν άνετα στο σπίτι μας Ληστεύουν το φεγγάρι μας Γιατί ξέρουνε το φόβο μας Που πνίγει τη φωνή στο λαιμό μας.
Κι επειδή δεν είπαμε τίποτα Πλέον δε μπορούμε να πούμε τίποτα...
Τα τραγούδια των ανθρώπων Είναι πιο όμορφα απ᾿ τους ίδιους Πιο βαριά απο ελπίδα Πιο λυπημένα Πιο διαρκή Πιότερο απ᾿ τους ανθρώπους Τα τραγούδια τους αγάπησα Χωρίς ανθρώπους μπόρεσα να ζήσω Όμως ποτέ χωρίς τραγούδια Μου τυχε ν᾿ απιστήσω κάποτε Στην πολυαγαπημένη μου Όμως ποτέ μου στο τραγούδι Που τραγούδησα γι᾿ αυτήν Ούτε ποτέ και τα τραγούδια Μ᾿ απατήσανε Όποια κι αν είναι η γλώσσα τους Πάντοτε τα τραγούδια τα κατάλαβα Σ᾿ αυτόν τον κόσμο τίποτα Απ᾿ όσα μπόρεσα να πιώ Και να γευτώ Απ᾿ όσες χώρες γνώρισα Απ᾿ όσα μπόρεσα ν᾿ ἀγγίξω Και να νιώσω Τίποτα, τίποτα Δε μ᾿ έκανε έτσι ευτυχισμένον Όσο τα τραγούδια…
Οι άλλοι ακολουθούσαν χωρίς να σκέφτονται τους δρόμους που είχαν μια για πάντα μάθει, προς τη δουλειά τους, προς το σπίτι τους, προς ένα μέλλον που είχε προβλεφθεί.
Γι' αυτούς το καθήκον είχε ήδη γίνει συνήθεια και η συνήθεια καθήκον.
Δεν έβλεπαν την ανεπάρκεια της πόλης τους.
Θεωρούσαν φυσική την ανεπάρκεια της ζωής τους.
Θέλαμε να ξεφύγουμε απ' αυτό το πάγωμα αναζητώντας μια άλλη χρήση του τοπίου της πόλης, αναζητώντας καινούρια πάθη...