Ένας βλάκας
Στις 11 Ιουνίου 1856, το πρωί, το προσωπικό ενός μεγάλου ξενοδοχείου της Πετρούπολης, κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό Μοσκόφσκι, βρισκόταν σε αμηχανία, στα όρια της αναστάτωσης. Την προηγούμενη, στις εννιά το βράδυ, είχε αφιχθεί ένας κύριος με τη βαλίτσα του, είχε κλείσει δωμάτιο, είχε δώσει την ταυτότητά του, είχε ζητήσει να του πάνε στο δωμάτιο τσάι και μπιφτέκι, είχε πει να μην τον ενοχλήσουν, επειδή ήταν κουρασμένος και ήθελε να κοιμηθεί, αλλά την επομένη το πρωί να τον ξυπνήσουν οπωσδήποτε στις οκτώ, επειδή είχε επείγουσες δουλειές, είχε κλειδώσει την πόρτα του και, αφού έκανε κάποιο θόρυβο με το μαχαίρι και το πηρούνι, αφού έκανε θόρυβο και με το σερβίτσιο του τσαγιού, σύντομα ησύχασε, κατά τα φαινόμενα αποκοιμήθηκε.
Ξημέρωσε. Στις οκτώ ο γκρουμ χτύπησε την πόρτα της χθεσινής άφιξης, η άφιξη δεν απάντησε. Ο γκρουμ χτύπησε δυνατότερα, πολύ δυνατά, η άφιξη όμως συνέχιζε να μην ανταποκρίνεται. Φαίνεται πως θα ήταν πολύ κουρασμένος. Ο γκρουμ περίμενε ένα τέταρτο, ύστερα ξαναδοκίμασε να τον ξυπνήσει, μα και πάλι δεν τα κατάφερε. Πήγε τότε να συμβουλευτεί τους άλλους εργαζόμενους, τον υπεύθυνο του μπουφέ. "Μήπως του συνέβη τίποτα;" "Πρέπει να σπάσουμε την πόρτα". "Όχι, δεν γίνεται. Την πόρτα πρέπει να τη σπάσουμε με την αστυνομία". Αποφάσισαν να επιχειρήσουν ακόμα μια φορά να τον ξυπνήσουν, χτυπώντας δυνατότερα. Αν δεν ξυπνούσε και τώρα, θα ειδοποιούσαν την αστυνομία. Έκαναν την τελευταία απόπειρα. Δεν ξύπνησε. Έστειλαν λοιπόν να φωνάξουν την αστυνομία και τώρα περίμεναν να δουν τι θα αντίκριζαν στη συνέχεια.
Κατά τις δέκα έφτασε ένας αξιωματικός της αστυνομίας, χτύπησε, ύστερα πρόσταξε τους υπαλλήλους να χτυπήσουν, το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. "Δεν γίνεται αλλιώς, σπάστε την πόρτα".
Έσπασαν την πόρτα. Το δωμάτιο ήταν άδειο. "Κοιτάξτε κάτω από το κρεβάτι" - ο χθεσινός πελάτης δεν ήταν εκεί. Ο αστυνόμος πήγε προς το τραπέζι όπου βρισκόταν ένα χαρτί και πάνω του με μεγάλα γράμματα ήταν γραμμένο:
"Φεύγω στις έντεκα το βράδυ και δεν ξαναγυρνάω. Θα με ακούσουν στη γέφυρα Λιτέινι, γύρω στις δύο με τρεις τη νύχτα. Να μην ενοχοποιηθεί κανείς."
- Μάλιστα, τώρα εξηγούνται όλα, και τόσες ώρες δεν μπορούσαμε να βγάλουμε άκρη, είπε ο αστυνόμος.
- Τι τρέχει, Ιβάν Αφανάσιεβιτς; ρώτησε ο άνθρωπος του μπουφέ.
- Βάλτε μου ένα τσάι και θα σας πω.
Για πολλή ώρα, η αφήγηση του αστυνόμου έγινε στο ξενοδοχείο αντικείμενο εμπνευσμένων αναδιηγήσεων και σχολίων. Η ιστορία είχε ως εξής.
Στις δυόμισι τη νύχτα - η νύχτα ήταν συννεφιασμένη και σκοτεινή - στη μέση της γέφυρας Λιτέινι* άστραψε μια λάμψη κι ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Οι άντρες της περιπολίας έτρεξαν προς τα κει, οι ολιγάριθμοι περαστικοί σκόρπισαν. Στο σημείο απ' όπου ήρθε ο πυροβολισμός δεν υπήρχε κανένας και τίποτα. Άρα δεν πυροβόλησε, πυροβολήθηκε. Βρέθηκαν εθελοντές να βουτήξουν, μετά από λίγο έβγαλαν κάτι καμάκια, έβγαλαν κι ένα δίχτυ ψαρέματος, βουτούσαν, ψηλάφιζαν, έπιαναν, τσάκωσαν μάλιστα καμιά πενηνταριά μεγάλες σανίδες, αλλά σώμα δεν βρήκαν και δεν έβγαλαν. Πως να βρεις, όμως, αφού η νύχτα ήταν κατασκότεινη; Σ' αυτές τις δυο ώρες θα είχε ήδη φτάσει στη θάλασσα, άντε να το βρεις. Για τούτο και παρουσιάστηκαν κάτι ριζοσπάστες που απέρριψαν την προηγούμενη εικασία: "Κι αν δεν υπήρξε καν σώμα; Κι αν ήταν κάποιος μεθυσμένος ή απλώς κάποιος καλαμπουρτζής που έκανε πλάκα, που πυροβόλησε δηλαδή κι ύστερα το έβαλε στα πόδια, αν, βεβαίως, δεν βρίσκεται τώρα μέσα στον κόσμο και γελάει με την αναστάτωση που προκάλεσε;"
Η πλειονότητα όμως, όπως πάντα όταν σκέφτεσαι λογικά, αποδείχτηκε συντηρητική και υποστήριζε την πεπατημένη: "Σιγά μην έκανε πλάκα, φύτεψε μια σφαίρα στο κεφάλι του και τέρμα". Οι ριζοσπάστες ηττήθηκαν. Αλλά, ως συνήθως, το κόμμα που νίκησε, διασπάστηκε αμέσως μετά τη νίκη. Αυτοκτόνησε, έτσι; Γιατί όμως; "Μεθυσμένος", ήταν η γνώμη κάποιων συντηρητικών. "Χρεοκοπημένος", ισχυρίζονταν οι άλλοι συντηρητικοί. "Απλώς βλάκας", είπε κάποιος. Σ' αυτό το "απλώς βλάκας" συμφώνησαν όλοι, ακόμα κι εκείνοι που αντέκρουαν την άποψη ότι αυτοκτόνησε. Πράγματι, μεθυσμένος ή χρεοκοπημένος, πυροβολήθηκε ή έκανε πλάκα, αυτοκτόνησε ή απλώς προσποιήθηκε, όπως κι αν είχε, αυτή ήταν μια ανόητη, ηλίθια υπόθεση.
Στη γέφυρα το θέμα είχε λήξει εκεί. Στο ξενοδοχείο, στον σιδηροδρομικό σταθμό Μοσκόφσκι, αποδείχτηκε ότι ο βλάκας δεν έκανε πλάκα αλλά αυτοκτόνησε. Όμως στην έκβαση της ιστορίας υπήρξε ένα στοιχείο με το οποίο συμφώνησαν και οι ηττημένοι, και συγκεκριμένα ότι ακόμα κι αν δεν αστειεύτηκε αλλά αυτοκτόνησε, δεν έπαυε να είναι βλάκας. Αυτό το ικανοποιητικό για όλους συμπέρασμα αποδείχτηκε ιδιαιτέρως ισχυρό, ακριβώς επειδή επικράτησαν οι συντηρητικοί: στην πραγματικότητα, αν απλώς είχε αστειευτεί πυροβολώντας στη γέφυρα, στην οποία θα ήταν συζητήσιμο αν ήταν βλάκας ή μόνο πλακατζής. Όμως πυροβολήθηκε στη γέφυρα. Ποιος πυροβολείται πάνω σε γέφυρα; Γιατί έτσι, σε γέφυρα; Γιατί στη γέφυρα; Είναι ανόητο, στη γέφυρα - γι αυτό κι είναι αναμφίβολα βλάκας.
Σε ορισμένους γεννήθηκαν και πάλι αμφιβολίες: αυτοκτόνησε πάνω στη γέφυρα. Πάνω στη γέφυρα δεν αυτοκτονούν, επομένως δεν αυτοκτόνησε. Το βράδυ όμως το προσωπικό του ξενοδοχείου κλήθηκε στο τμήμα να δει το πυροβολημένο κασκέτο που έβγαλαν από το νερό, κι όλοι αναγνώρισαν εκείνο που φορούσε ο ταξιδιώτης. Έτσι, δεν υπήρχε πια αμφιβολία ότι αυτοκτόνησε, και το πνεύμα της άρνησης και του ριζοσπαστισμού ηττήθηκε τελειωτικά.
Συμφώνησαν ομοφώνως ότι ήταν "ένας βλάκας" κι άρχισαν να μιλάνε όλοι μαζί: στη γέφυρα, έξυπνο κόλπο. Για να μη βασανιστεί πολύ στην περίπτωση που δεν θα στόχευε καλά, έξυπνη σκέψη. Όπως κι αν τραυματίστηκε πέφτει στο νερό και πνίγεται πριν καν καταλάβει τι έγινε, ναι, στη γέφυρα... έξυπνο.
Τώρα πλέον δεν μπορούσες να βγάλεις άκρη: και βλάκας και έξυπνος.
*Πλωτή γέφυρα πάνω στον ποταμό Νιέβα, η σταθερή χτίστηκε αργότερα (1874-1879)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου