Κοιτάξτε...
Μια πανηγυρική παράσταση είναι...
Σε αυτά τα τελευταία έρημα χρόνια...
Ένα πλήθος αγγέλων φτερωτό, στολισμένο...
Με πέπλα, και στα δάκρυα βουτημένο...
Ένα πλήθος αγγέλων φτερωτό, στολισμένο...
Με πέπλα, και στα δάκρυα βουτημένο...
Κάθεται σ’ ένα θέατρο για να δει...
Ένα δράμα από ελπίδες και φόβους καμωμένο...
Ένα δράμα από ελπίδες και φόβους καμωμένο...
Ενώ η ορχήστρα στενάζει κάθε τόσο...
Τη μουσική των κόσμων...
Μίμοι, στο σχήμα του Υψίστου ντυμένοι...
Τη μουσική των κόσμων...
Μίμοι, στο σχήμα του Υψίστου ντυμένοι...
Σιγομιλάν και σιγομουρμουρίζουν...
Και δώθε κείθε ξεπετάγονται...
Νευρόσπαστα σωστά, που πηγαινόρχονται...
Στις διαταγές τεράστιων άμορφων στοιχείων...
Που αλλάζουνε τα σκηνικά μπρος πίσω...
Σαλεύοντας με όρνιου φτερά...
Την αόρατη ένα γύρω δυστυχία...
Το ποικιλόμορφο αυτό δράμα, σίγουρα...
Δεν θα βολέψει να λησμονηθεί...
Μ’αυτό το φάντασμα που αιώνια κυνηγιέται...
Από 'να πλήθος, όπου δε βολεί να το τσακώσει...
Μεσ’ έναν κύκλο, όπου αιώνια στρέφοντας...
Ματαγυρνά στην ίδια θέση πάντα...
Κι όπου περίσσα τρέλα και πιότερη αμαρτία...
Και φρίκη της πλοκής του, ειν’ η ψυχή...
Μα ιδέστε, μεσ’στη χλαλοή των μίμων...
Μια χαμόσυρτη μορφή που εισβάλει...
Ένα πράμα αιματοκόκκινο, που νηματόστριφο...
Προβάλλει από τα ερημοσκότεινα βάθη της σκηνής...
Σα νήμα γυροστρέφει, γυροστρέφει...
Και σ’αγωνία θνητών οι μίμοι γίνονται βορά του...
Και κλαίνε λυγμικά τα σεραφείμ...
Θωρώντας τις μασέλες του ερπετού...
Από αίμα ανθρώπινο να ξεχειλάνε...
Κι έσβησαν, έσβησαν με μιας όλα τα φώτα...
Κι εμπρός απ’ όλες τις τρεμουλιαστές μορφές...
Η αυλαία νεκροσάβανο...
Πέφτει με τη μανία μιας καταιγίδας...
Ενώ οι άγγελοι χλωμοί κι αποσβησμένοι...
Σκώνονται, ρίχτουνε τα πέπλα και βεβαιώνουνε...
Πως το έργο αυτό ειν’ η τραγωδία που λέγεται “Ανθρωπος”...
Κι ο ήρωάς του είναι το Κυρίαρχο Σκουλήκι...
Νευρόσπαστα σωστά, που πηγαινόρχονται...
Στις διαταγές τεράστιων άμορφων στοιχείων...
Που αλλάζουνε τα σκηνικά μπρος πίσω...
Σαλεύοντας με όρνιου φτερά...
Την αόρατη ένα γύρω δυστυχία...
Το ποικιλόμορφο αυτό δράμα, σίγουρα...
Δεν θα βολέψει να λησμονηθεί...
Μ’αυτό το φάντασμα που αιώνια κυνηγιέται...
Από 'να πλήθος, όπου δε βολεί να το τσακώσει...
Μεσ’ έναν κύκλο, όπου αιώνια στρέφοντας...
Ματαγυρνά στην ίδια θέση πάντα...
Κι όπου περίσσα τρέλα και πιότερη αμαρτία...
Και φρίκη της πλοκής του, ειν’ η ψυχή...
Μα ιδέστε, μεσ’στη χλαλοή των μίμων...
Μια χαμόσυρτη μορφή που εισβάλει...
Ένα πράμα αιματοκόκκινο, που νηματόστριφο...
Προβάλλει από τα ερημοσκότεινα βάθη της σκηνής...
Σα νήμα γυροστρέφει, γυροστρέφει...
Και σ’αγωνία θνητών οι μίμοι γίνονται βορά του...
Και κλαίνε λυγμικά τα σεραφείμ...
Θωρώντας τις μασέλες του ερπετού...
Από αίμα ανθρώπινο να ξεχειλάνε...
Κι έσβησαν, έσβησαν με μιας όλα τα φώτα...
Κι εμπρός απ’ όλες τις τρεμουλιαστές μορφές...
Η αυλαία νεκροσάβανο...
Πέφτει με τη μανία μιας καταιγίδας...
Ενώ οι άγγελοι χλωμοί κι αποσβησμένοι...
Σκώνονται, ρίχτουνε τα πέπλα και βεβαιώνουνε...
Πως το έργο αυτό ειν’ η τραγωδία που λέγεται “Ανθρωπος”...
Κι ο ήρωάς του είναι το Κυρίαρχο Σκουλήκι...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου