Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014

Jules Vallès

Ξεπουλημένα γουρούνια. Δεν ανήκουν στο γουρουνοστάσιο όλοι εκείνοι που για κάποια χρήματα ή για λίγη δόξα, για ένα πορτοφόλι, μια εσάρπα, μια κορδέλα, μετατρέπουν τις πεποιθήσεις τους σε άχυρα κάτω από τα πόδια των μεγάλων; Δεν ανήκουν εκείνοι οι ακόμα πιο αξιολύπητοι, που για να απολαμβάνουν το προνόμιο της αργομισθίας ή για να φανούν κάπως πιο σημαντικοί μετατρέπονται δίχως τύψεις σε αυλικούς, βαλέδες και παράσιτα στις παρακάμαρες των υπουργών ή στις τραπεζαρίες των πλούσιων; Δεν ανήκουν οι δημοσιογράφοι που πουλάνε την πένα τους σε όποιον πληρώνει τα περισσότερα ή οι χρονογράφοι που γλείφουν τις μπότες και παριστάνουν πως τάχα θέλουν να τις γυαλίσουν, οι νταβατζήδες, οι πονηροί, οι παντογνώστες γραφιάδες, όλα αυτά τα ξεπουλημένα γουρούνια;
Ξεπουλημένα γουρούνια είναι όλα εκείνα τα ανθρωπάκια που κάποτε παρίσταναν τους ενθουσιώδεις ή τους σκληρούς και τους άκαμπτους, που επιδείκνυαν την υποτιθέμενη ανεξαρτησία και εκκεντρικότητά τους, ενώ κάποιο ωραίο πρωί εντελώς αδειασμένοι, διαλυμένοι, αποκαμωμένοι, τελειωμένοι, έδεσαν σφιχτά ένα κόκκινο μεταξωτό φουλάρι στο λαιμό, πρόσθεσαν στο κεφάλι τους ένα τετράγωνο καπελίνο όπως τα αδέλφια τους τα γουρούνια των πανηγυριών και, τελικά, στριφογυρίζοντας και γρυλίζοντας, περπάτησαν αυτόβουλα προς το χοιροστάσιο της χυδαιότητας… Θεωρούν τους εαυτούς τους προστατευόμενους κάποιου υπουργού ή εθελοντές μιας κάποιας πολύ σπουδαίας υπόθεσης. Δεν είναι όμως εθελοντές, αλλά ξεπουλημένα γουρούνια. Δεν διατρέχουν κανέναν άλλον κίνδυνο πέραν του να σκεπαστούν είτε από μία βροχή φτυσιμάτων είτε από την ανουσιότητα των λιβανισμάτων…

H απόλυτη ζωή μου ~ Αγγελος Σικελιανός



«Είσαι Δική μου, είμαι Δικός Σου! Αυτό μονάχα με γεμίζει, αυτό μονάχα με στυλώνει, αυτό μονάχα με κρατάει στη γη! Οι ρίζες του είναι μας είναι μπλεγμένες κάτου από το χώμα κι ολοένα μπλέχονται και σμίγουνε κι αναζητιώνται και τυλίγονται και πιάνονται κι ένας χυμός μονάχα ανηφορίζει βουίζοντας στις φλέβες μας κι ένας καημός ανοίγει αδιάκοπα σ' αυτό το χωρισμό την αγκαλιά μας!

Α, πώς δουλεύει μέρα – νύχτα μέσα μου, στο σώμα μου όλο, από τα νύχια στην κορφή, αυτή η αδιάκοπη αναζήτηση του νου μου για το νου Σου, των ματιών μου για τα μάτια Σου, της πνοής μου για την πνοή Σου, των ριζών μου για τις ρίζες Σου. Ούτε δευτερόλεπτο δεν σταματά η αδιάκοπη, η ακοίμητη αίσθησή της. Και μήτ' έχω μέσα μου άλλη αίσθηση ζωής! Να Σε ζητώ μ' όλες τις ίνες μου όλες τις στιγμές, να κολυμπάω αντίστροφα στο ρέμα της απόστασης για να Σε αγγίξω. Αυτή είναι τώρα η φοβερή, η ακοίμητη, η απόλυτη ζωή μου. Και θα τη ζήσω, όσο που ρίζες, κλώνοι και κορμός θα γίνουν αιώνια Ενα κι η πνοή του Σύμπαντος στα φρένα μας μια μόνη Μουσική…»


(2 Ιουλίου 1939, Αθήνα)

«Γράμματα στην Αννα»

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014

Χρόνης Μίσσιος

Πρέπει να απαλλαχτούμε από τις θεωρίες του ανθρωποκεντρισμού, όπως και από τις αφελείς θεωρίες της θρησκείας και όλων αυτών των πραγμάτων. Αλλά κυρίως, πρέπει να αντιληφθούμε ποια είναι η ουσία και το νόημα της ζωής. Δηλαδή, δεν γίνεται αντί να ζούμε, να προσπαθούμε να επιβιώσουμε...

Κάθε πλάσμα έρχεται στον κόσμο με δικαιώματα, με δυνατότητες, να ζήσει τη ζωή του, να χαρεί, να είναι χορτάτο, να καλύπτει τις ανάγκες του, κλπ. Αλλά ο άνθρωπος έρχεται σ’ έναν κόσμο, όπου εκτός από τους πορφυρογέννητους, δεν ξέρει που πάει και τι κάνει, και πώς να ζήσει...

Είμαστε πια μια κοινωνία σχιζοφρενών. Από τη μια ένας αφύσικος πολιτισμός και από την άλλη η οντότητά μας σαν άνθρωποι. Είμαστε ψυχασθενείς. Απλώς ο καθένας νομίζει ότι ο άλλος είναι, κι όχι ο ίδιος...

Αν θέλουμε να οραματιστούμε ένα ανθρώπινο μέλλον, οφείλουμε κατ’ αρχήν να το οραματιστούμε σε ανθρώπινα μέτρα. Αυτές οι χαβούζες που λέγονται πόλεις εξαφανίζουν τον άνθρωπο...

Δυστυχώς, για πρώτη φορά ζω σε μια κοινωνία η οποία δείχνει να χει πάθει εγκεφαλικό. Δεν αντιδρά με τίποτα. Να συμβαίνουν τόσο τρομακτικά πράγματα και μέσα σ’ αυτήν και στον κόσμο και γύρω της και να μην παίρνει χαμπάρι. Να μην αντιδρά με τίποτα...

Ο δρόμος προς την απελευθέρωση από τη βαρβαρότητα, είναι ένας δρόμος πάνω από την πυρά, που πρέπει να περάσει ο καθένας μας. Πάρα πολύ δύσκολος δρόμος...

Τολμάτε ρε, τολμάτε. Γράψτε αυτό που θέλετε, αυτό που σκέφτεστε...

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014



George Orwell ~ 1984

Κάποτε περπατούσε σ' ένα πλημμυρισμένο από κόσμο δρόμο, όταν σε μια μικρή απόσταση ακούστηκε μια φασαρία τρομαχτική από εκατοταντάδες φωνές, γυναικείες φωνές. Ήταν ένα καταπληκτικό ξέσπασμα θυμού και απελπισίας, ένα δυνατό "ωχ" που αντηχούσε  σαν μια τεράστια καμπάνα. Η καρδιά του φτερούγισε. "Άρχισε", σκέφτηκε. "Επανάσταση! Οι προλετάριοι προκάνανε επιτέλους!" Όταν έφτασε κοντά, είδε μια μετά από διακόσιες ή τριακόσιες γυναίκες που στριμώχνονταν γύρω στα παραπήγματα μιας αγοράς δρόμου, με πρόσωπα τόσο τραγικά σαν να ήταν οι επιβάτες ενός πλοίου που βυθιζότανε. Αλλ' εκείνη τη στιγμή η γενική απελπισία μοιράστηκε σ' αμέτρητους προσωπικούς καυγάδες. Φαίνεται σ' ένα παράπηγμα πουλούσανε πιάτα τσίγκινα. Ήταν κάτι απερίγραπτα καλοφτιαγμένα πράγματα, αλλά ήτανε κατσαρόλες, ένα είδος πολύ σπάνιο. Τώρα χωρίς να το περιμένει κανείς, τις πουλάγανε. Αυτές που' χαν πάρει, σπρώχνονταν από τις άλλες και προσπαθούσαν να ξεφύγουν με τις κατσαρόλες τους, ενώ ντουζίνες άλλες γύρω στο κιόσκι κατηγορούσαν τον μαγαζάτορα πως έκανε χάρες και πως κάπου φύλαγε κατσαρόλες για ρεζέρβα. Σε λίγο ξέσπασε καινούρια φασαρία. Δυο πρησμένες γυναίκες, η μια με λυτά μαλλιά, είχαν πιάσει την ίδια κατσαρόλα και προσπαθούσε η κάθε μια να την αρπάξει απ' τα χέρια της άλλης. Για μια στιγμή, καθώς την τραβάγανε κι οι δυο, το χερούλι έσπασε. Ο Ουίνστον τις κοίταζε αηδιασμένος. Και πάλι όμως, τι φοβερή κραυγή ήταν εκείνη που βγήκε μόνο από δυο τρεις εκατοντάδες λάρυγγες. Γιατί να μην ξεσηκώνονται για κάτι που να 'χε σημασία; 
                  Έγραψε:

"Μέχρι να το καταλάβουν δεν θα επαναστατήσουν και μέχρι να επαναστατήσουν δεν θα το καταλάβουν."

Albert Camus ~ Ο Ξένος

"Μέχρι εδώ, κύριοι χάραξα μπροστά σας τη σειρά των γεγονότων που οδήγησαν αυτό τον άνθρωπο να σκοτώσει με πλήρη συναίσθηση του αυτού του, είπε ο εισαγγελέας. Επιμένω πάνω σ' αυτό. Γιατί δεν πρόκειται για μια κοινή δολοφονία, μια πράξη χωρίς προμελέτη που θα μπορούσε να έχει ελαφρυντικά. Αυτός ο άνθρωπος, κύριοι, είναι έξυπνος. Τον ακούσατε, δεν είναι έτσι; Ξέρει ν' απαντά. γνωρίζει την αξία των λέξεων. Και δεν μπορούμε να πούμε ότι ενέργησε χωρίς να αντιλαμβάνεται την έννοια της πράξης του."


Εγώ πρόσεχα κι άκουσα ότι μ' έκριναν έξυπνο. Αλλά δεν καταλάβαινα με ποιο τρόπο τα προτερήματα ενός κανονικού ανθρώπου γίνονταν συντριπτικές κατηγορίες ενάντια σ' έναν ένοχο. Αυτό τουλάχιστον μου έκανε εντύπωση και δεν άκουγα πια τον εισαγγελέα ως τη στιγμή που είπε: "Μήπως όμως έδειξε τη μετάνοιά του; Ποτέ κύριοι. Ούτε μια φορά, όσο κρατούσε η ανάκριση, ο άνθρωπος αυτός δε συγκινήθηκε από το ανοσιούργημά του." Εκείνη τη στιγμή γύρισε προς το μέρος μου και μ' έδειξε με το δάχτυλο συνεχίζοντας να με κατακεραυνώνει χωρίς να καταλαβαίνω το γιατί. Αναγνώριζα ότι είχε δίκιο χωρίς αμφιβολία. Δεν μετάνιωνα και πολύ για την πράξη μου. Αλλά τόση επιμονή μου έκανε κατάπληξη.

Θα ήθελα να του εξηγήσω φιλικά, σχεδόν με συμπάθεια, ότι ποτέ μου δεν είχα μετανοιώσει πραγματικά για κάτι. Ήμουν πάντα απασχολημένος για το τι θα συνέβαινε σήμερα ή αύριο. Αλλά στη θέση που βρισκόμουν δεν μπορούσα να μιλήσω σε κανέναν μ' αυτό το ύφος. Δεν είχα το δικαίωμα να δείχνομαι στοργικός, να έχω καλή θέληση. Γι' αυτό προσπάθησα ν' ακούω όταν ο εισαγγελέας άρχισε να μιλάει για την ψυχή μου έλεγε ότι είχε σκύψει πάνω σ' αυτήν και δεν είχε βρει τίποτα, κύριοι ένορκοι. έλεγε ότι στην πραγματικότητα δεν είχα καθόλου ψυχή, κι ότι τίποτε ανθρώπινο, καμιά από τις ηθικές αρχές που στηρίζουν τις καρδιές των ανθρώπων δεν υπήρχε μέσα μου. "Βέβαια, δεν μπορούμε να τον κατηγορήσουμε γι' αυτό, πρόσθεσε. Δεν μπορούμε να παραπονεθούμε γιατί του λείπει κάτι που δεν ξέρει πως να το αποχτήσει. Αλλά μέσα σ' αυτό το δικαστήριο, η ανεκτικότητα πρέπει να γίνει αίσθημα δικαιοσύνης, κάτι πιο δύσκολο αλλά και πιο υψηλό. Προπάντων όταν το κενό της ψυχής αυτού του ανθρώπου γίνεται μια άβυσσος όπου η κοινωνία μπορεί να καταποντισθεί." [...] "Το ίδιο αυτό δικαστήριο, κύριοι, θα κρίνει αύριο το πιο φοβερό έγκλημα: τη δολοφονία ενός πατέρα." Κατά τη γνώμη του, η φαντασία σταματά μπροστά σε μια τέτοια απάνθρωπη πράξη. Είχε την ελπίδα ότι η δικαιοσύνη θα τιμωρούσε σκληρά. Αλλά δε φοβόταν να το πει, η φρίκη που του προκαλούσε εκείνο το έγκλημα ήταν μικρότερη από εκείνη που ένιωθε μπρος στην αναισθησία μου. [...] Δήλωσε ότι δεν είχα καμιά δουλειά σε μια κοινωνία αφού αγνοούσα τους βασικούς της νόμου κι ότι δεν μπορούσα να επικαλεστώ τη συμπόνοια της ανθρώπινης καρδιάς αφού δεν ένιωθα ούτε τις στοιχειώδης αντιδράσεις της...

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

Ευγένιος Ιονέσκο ~ Ο Μόνος

Έσβησα το φως.
Μ' αρέσει να δραπετεύω μέσα στον ύπνο.
Συχνά σκεφτόμουν αυτή τη φράση και δεν την καταλάβαινα πολύ καλά, να δραπετεύσω από τι;
Εγώ είμαι πάντα ο ονειροπόλος.
Δεν ονειρεύομαι παρά μόνο ότι συμβαίνει στην καθημερινή μου ζωή.
Όνειρα ουδέτερα, θολούρα, που δεν εκφράζουν, μου φαίνεται ούτε πόθους, ούτε φρίκες.
Φαίνεται πως έχουμε πόθους πολύ βαθείς.
Μπορεί κάποιος να σε βοηθήσει να τους ξεκαθαρίσεις. Θα είμαι περίεργος να μάθω.
Μόνο δυό ή τρεις φορές ονειρεύτηκα ευχάριστα όνειρα.
Όνειρα που λυπάσαι γιατί τα ξεχνάς και που δεν μπορείς να τ' αρπάζεις την αυγή, την ώρα που αγγίζεις μόνο σκιές φευγαλέες που σβήνουν μέσα στο φως της μέρας.
Και όλη η ζωή μας φεύγει κουρελιασμένη.
Πρέπει να υποταχτείς για να μην υποφέρεις. Λέω συνέχεια πως πρέπει να υποταχτείς.
Πολλές φορές τα καταφέρνω σχεδόν να υποταχτώ.
Δεν είναι μια βαθιά υποταγή πραγματική. Πότε πότε ξεμυτάει η λύσσα.
Στην αρχή είναι μια κάποια δυσαρέσκεια που μεγαλώνει μέσα μου, που με πλημμυρίζει, που με αγκαλιάζει.  Όχι, ποτέ δε θα παρηγορηθώ ποτέ δε θα μπορέσω να ξεχάσω, πως δεν μπορώ να δω πίσω από τον τοίχο, που ανεβαίνει εως τον ουρανό.
Πως να υποταχτείς στην άγνοια που μέσα σ' αυτήν είμαστε βυθισμένοι παρ' όλες τις επιστήμες, παρ' όλες τις θεολογίες, παρ' όλες τις σοφίες;
Από τότε που γεννήθηκα δεν έμαθα τίποτε και ξέρω πως τίποτε δε θα μάθω. Θα ήθελα να αποτινάξω τα όρια της φαντασίας. Ποτέ δε θα γκρεμιστούν και θα πεθάνω τόσο αμαθής όσο ήμουν όταν γεννήθηκα. Είναι ασύλληπτο να μην μπορείς να συλλάβεις το ασύλληπτο.

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014

Ζωή ή Θάνατος ~ Voltairine de Cleyre





Περασμένη κατά το ήμισυ απ’ την Πύλη, μια Ψυχή είπε προς τη Ζωή:
«Τι έχεις να μου προσφέρεις εσύ;» Κι αποκρίθηκε η Ζωή:
«Λύπη, αδιάκοπη πάλη, απογοήτευση·
κι ύστερα απ’ αυτές,
σκοτεινότητα και σιωπή». Η Ψυχή είπε προς το Θάνατο:
«Τι έχεις να μου προσφέρεις εσύ;» Κι αποκρίθηκε ο Θάνατος:
«Στην αρχή ό,τι δίνει η Ζωή στα τελευταία».
Στρεφόμενη εκείνη στη Ζωή: «Κι αν ζήσω και παλέψω;»
—«Θα ζήσουν και θ’ αγωνιστούν άλλοι μετά από σένα,
λογίζοντάς το ευκολότερο εκεί απ’ όπου θα ’χεις εσύ διαβεί».
—«Και τι με τους αγώνες τους;» —«Θα ’ναι κάπου ευκολότερο
για άλλους να συνεχίσουν ν’ αντιπαλεύουν έναν πόνο ακόμα πιο οξύ
από μιαν Αγωνία κυριευτική!» —«Κι εγώ τι σχέση
έχω μ’ όλους αυτούς τους άλλους; Ποιοι είναι αυτοί;»
—«Ο εαυτός σου!» —«Κι όλοι όσοι προηγηθήκανε;» —«Ο εαυτός σου».
—«Η σκοτεινότητα και η σιωπή, έχουνε κι αυτές κάποια κατάληξη;»
—«Σε φως και ήχο καταλήγουνε· η ειρήνη καταλήγει σε οδύνη,
ο Θάνατος καταλήγει σ’ Εμένα, και εσύ πρέπει να γλιστράς από
Εαυτόν
σ’ Εαυτόν, σαν το φως στη σκιά και σαν τη σκιά στο φως ξανά.
Επίλεξε λοιπόν!» Η Ψυχή, στενάζοντας, απάντησε: «Θα ζήσω».

Φιλαδέλφεια (ΗΠΑ), Μάιος 1892