Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

Κατερίνα Γώγου

Πάρε με λοιπόν από δω...
Θέλω να σου δείξω τα καλοκαιριάτικα θέατρα
Πώς ζούνε το χειμώνα
Πόσο άδεια είναι τα σχολικά όταν έχουν αργία
Κι όλους τους φίλους που φύγανε
Και δεν μπορούν πια να με προδώσουν
Πάμε από δω πάμε εκδρομή σε μέρος που δεν έγινε
Αφού στο ‘χω γράψει στο ‘χω πει
Όπου κι αν πάτησα άφηνα αίμα
Γι’ αυτό δεν μπορώ ποτέ πού να σταθώ
Κι όλο αλλάζω σεντόνια...

Ιδιώνυμο

Salvatore Ricciardi

Ανακαλύψαμε κάτι πολύ σημαντικό, δεν ήμασταν μόνοι...
Υπήρχαν τόσες ομάδες νεολαίων στους δρόμους της Ρώμης που όπως και εμείς, έτσι και αυτοί είχαν διανύσει τα μεταπολεμικά χρόνια συσσωρεύοντας δυσφορία και οργή ενάντια σε όλους εκείνους που τους καταδίκαζαν σε μια αβίωτη καθημερινότητα...
Όπως κι εμείς, έτσι κι αυτοί έτρεφαν εκείνο το είδος απέχθειας για την πολιτική που ήξερε από "ψηφοδέλτια", "προτάσεις" και "ημερήσιες διατάξεις" αλλά δεν είχε ιδέα του τι σήμαινε πραγματική ζωή...
Όπως κι εμείς, έτσι κι αυτοί είχαν συσσωρεύσει αμέτρητες ερωτήσεις, αλλά δεν έβρισκαν καμία απάντηση...
Όπως κι εμείς, έτσι κι αυτοί ήθελαν να κάνουν κάτι...

Ρώμη, Ιούλιος 1960

Social Waste ~ Στη γιορτή της Ουτοπίας


Θα ’τανε κάποια Κυριακή, κάποια Δευτέρα
Σε κάποιο ποίημα του Λόρκα, στους πίνακες του Ριβέρα
Στη θάλασσα του Χικμέτ, στα λόγια του Γκαλεάνο
Και πριν καλά-καλά σε βρω πάντα σε χάνω
Θα ’τανε καθημερινή, μπορεί και αργία
Πλακάτ, πανό, «κράτος κλειστόν» και απεργία
Σε κάποιο στίχο του Άκη Πάνου, ή του Ρασούλη που φωνάζει
Κι όμως αλλάζει Κεμάλ, κι όμως αλλάζει...

Όσο σιμώνω μακραίνει κι έτσι ποτέ δεν τη φτάνω
Άπιαστη, ωραία ουτοπία - καλά τα λέει ο Γκαλεάνο
Μα όταν γιορτάζει καινούριους δρόμους μου τάζει
Κι αρχίζω πάλι να πιστεύω πως ο κόσμος αλλάζει
Κι αμφισβητώ τον Κεμάλ, αμφισβητώ και το Μάνο
Στέκω στις μύτες των ποδιών αλλά και πάλι δε φτάνω
Είν’ το παιχνίδι παλιό κι αν θες το νόημα να βρούμε
Πρέπει λιγάκι ακόμα ψηλότερα να σηκωθούμε
Οι ποιητές μας τα ‘χουν πει, του παιχνιδιού τους κανόνες
Τους έχουν γράψει με πορφυρή μελάνη οι αιώνες
Όπως και τότε στη Χιλή, θα ‘τανε once de Setiembre
Κι είπες χαλάλι, και hasta la victoria siempre
Ή σαν και τώρα που μου ‘παν πως σ’ είδανε στην Ινδία
Μάζευες ήλιο κι αέρα μ’ όλη την ξυπολυταρία
Ή με ένα κόκκινο μπερέ σ’ είχανε δει μια φορά
Ήσουνα λέξη στο στόμα του Thomas Sankara
Κι ακόμα τώρα σε βλέπουν κι όλο τον κόσμο ρωτάνε
Οι Δον Κιχώτοι κι οι Σάντσοι που πάνε;
Γίνεσαι μάϊσα σελήνη, νύχτα χαράζεις πορεία
Και την ημέρα αφήνεις και ταξιδεύουμε στ’ αστεία...

Θα ’τανε κάποια Κυριακή, κάποια Δευτέρα
Σε κάποιο ποίημα του Λόρκα, στους πίνακες του Ριβέρα
Στη θάλασσα του Χικμέτ, στα λόγια του Γκαλεάνο
Και πριν καλά-καλά σε βρω πάντα σε χάνω
Θα ’τανε καθημερινή, μπορεί και αργία
Πλακάτ, πανό, «κράτος κλειστόν» και απεργία
Σε κάποιο στίχο του Άκη Πάνου, ή του Ρασούλη που φωνάζει
Κι όμως αλλάζει Κεμάλ, κι όμως αλλάζει

Σ’ έχω γυρέψει καιρό, πήρα από πίσω τα ίχνη
Σ’ έψαξα μέχρι την Τσιάπας, αντάρτες μες στην ομίχλη
Στο Σύνταγμα στην πλατεία σε ψηλαφίσαν μιλιούνια
Και πιο πριν στην Ιβηρική, plazas del Sol και Catalunya
Στο Μισίρι και στο Τούνεζι ήσουν φλόγα και φως
Στο Μεξικό σε βγάλανε Yo Soy
Ρίχνει τα πέπλα η Σαλώμη, το κεφάλι στο πιάτο
Μα δε μασάει, αντιστέκεται το precariato
Εργάτες στη Χαλυβουργία, απεργία cabrones!
Και ανθρακωρύχοι στην Asturias, “… hasta los cojones”
Φοιτητές στο Σαντιάγκο και στο Μοντρεάλ
Γιατί η παιδεία είναι αγαθό δημόσιο και δωρεάν
Στην Αργεντίνα οδοφράγματα σαν τον παλιό καιρό
Στην Cochabamba δεν πουλιέται ρε κουφάλες το νερό
Σαν Μάη του ́68 χρόνια να ‘ρθεις σε περιμένω
Σαν τραγούδι του Oscar Chavez απαγορευμένο
Ήσουν βιβλίο που το βάλαν φυλακή στην Τουρκία
Και ανταποκριτής νεκρός στη Χομς στη Συρία
Αλλού σε λένε Ζαπάτα κι αλλού Τουπακ Κατάρι
Αλλού Σαντίνο, αλλού Τσε, και στην Ελλάδα Άρη...

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2013

Κάπου στην Αθήνα ~ Jazra Khaleed

 
Κάπου στην Αθήνα ο Δεκέμβρης έχει έξι
Το παιδί θα σκοτώσει τον μπάτσο πριν να φέξει

Κάπου στην Αθήνα ο Δεκέμβρης έχει επτά
Στη Σταδίου οι τράπεζες καίγονται στη σειρά

Κάπου στην Αθήνα ο Δεκέμβρης έχει οχτώ
Στα ερείπια της Βουλής ας στήσουμε χορό

Κάπου στην Αθήνα ο Δεκέμβρης έχει εννιά
Οι ποιητές στους δρόμους υμνούνε τη φωτιά

Κάπου στην Αθήνα ο Δεκέμβρης έχει καμιά
Οι αντάρτες σπάσαν τα ρολόγια στα καμπαναριά

Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013

Κατερίνα Γώγου

 
Κοίτα πως χάνονται οι δρόμοι
Μες στους ανθρώπους
Τα περίπτερα πως κρυώνουνε
Απ’ τις βρεγμένες εφημερίδες
Ο ουρανός
Πως τρυπιέται στα καλώδια
Και το τέλος της θάλασσας
Από το βάρος των πλοίων
Πόσο λυπημένες είναι οι ξεχασμένες ομπρέλες
Στο τελευταίο δρομολόγιο
Και το λάθος εκείνου που κατέβηκε
Στην πιο πριν στάση…

Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

Μαύρες παντιέρες ~ Renzo Novatore


I.

Μαύρα λάβαρα στον άνεμο
βαμμένα με αίμα και ήλιο.
Μαύρα λάβαρα στον ήλιο
ουρλιαχτό δόξας στον άνεμο!

Χρειάζεται να επιστρέψουμε στις ρίζες.
Να πιούμε νερό απ’ τις αρχαίες πηγές!…

Χρειάζεται να επιστρέψουμε στον ηρωικό αναρχισμό, στο ατομικό, βίαιο, αλόγιστο, ποιητικό, αποκεντρωτικό θράσος…

Και χρειάζεται να επιστρέψουμε με κάθε κομμάτι του σύγχρονού μας ενστίκτου, κάθε κομμάτι της νέας μας αντίληψης για τη ζωή και την ομορφιά, κάθε κομμάτι του υγιούς και συνειδητού πεσιμισμού μας, που δεν είναι παραίτηση ή αδυναμία αλλά ανθισμένο λουλούδι της πληθωρικής ζωής. Είμαστε οι αληθινοί μηδενιστές της πραγματικότητας και οι πνευματικοί κατασκευαστές των ιδεατών κόσμων.

Είμαστε καταστροφικοί φιλόσοφοι και δημιουργικοί ποιητές.

Περπατάμε μες στη νύχτα
μ’ έναν ήλιο στο τσερβέλο·
και με πυρωμένα μάτια
δύο πελώρια χρυσά αστέρια.
Περπατάμε…


II.


Κάμποσα χρόνια πριν, όλοι οι βασιλείς της γης κι όλοι οι τύραννοι του κόσμου διέσχισαν το κατώφλι του χρόνου και (γυρνώντας την πλάτη στην αυγή) κάλεσαν (διά βοής) τα φαντάσματα του παρελθόντος: του πιο ζοφερού παρελθόντος!

Οι φωνές των τυράννων και των βασιλέων ενώθηκαν ακόμα και με τις βραχνές φωνές όλων των μεγάλων σπαγκοραμμένων του πνεύματος, της τέχνης, της σκέψης και της ιδέας! Κι απ’ τις φωνές των τυράννων, των βασιλιάδων και των σπαγκοραμμένων, φαντάσματα και πνεύματα σηκώθηκαν απ’ τους τάφους τους κι ήρθαν να χορέψουνε ανάμεσά μας…

Το «κράτος», η «φυλή», η «πατρίδα» γίναν τα μακάβρια σύννεφα που ’καναν έφοδο στους ουρανούς, απειλητικά φαντάσματα που κρύψανε τον ήλιο· που μας πετάξαν πίσω στη σκοτεινή νύχτα των μακρινών μεσαιωνικών καιρών…


III.


Θάνατος!
Ποιος θυμάται τον μακάβριο χορό του οδυνηρού και τερατώδους θεού του πολέμου;
Ποιος θυμάται ακόμα τον πόλεμο;

Πολύς καιρός έχει περάσει μεταξύ του χθες και του σήμερα, αλλά πάνω σ’ αυτή την άτυχη μα ακόμα ευγενή γη, γονιμοποιημένη από υπολείμματα πρησμένων πτωμάτων και άγονου αίματος, κανένα τέλειο, παρθένο λουλούδι, δημιουργημένο από την πνευματικότητα και την αγνότητα, δεν φυτρώνει σήμερα.

Όχι, τα λουλούδια που γεννιούνται τώρα απ’ το ξηρό έδαφος, τόσο μάταια ποτισμένα στο αίμα, δεν είναι τα λουλούδια της ακμάζουσας ζωής, ικανά για τη μεγάλη ελπίδα, για τον γενναίο αγώνα, της σθεναρής σκέψης˙ είναι μάλλον λουλούδια του θανάτου, γεννημένα στη σκιά, που αναπτύσσονται με το μαρτύριο του υποσυνείδητου, παρασυρόμενα στη θύελλα, μεταφέρονται μαζί με την κίνηση του ποταμού της λησμονιάς…
Δεν είμαι συναισθηματικός… αλλά έχω την φρικτή μνήμη του πολέμου.
Ακόμα και το πνεύμα του μεγάλου Ζαρατούστρα (που ήταν ο αληθινότερος εραστής του πολέμου και ο πιο ειλικρινής φίλος του πολεμιστή) πρέπει να έχει αρρωστήσει τρομερά απ’ αυτόν τον πόλεμο…

Πρέπει να ήταν φοβερά άρρωστος, γιατί τον άκουσα να κραυγάζει: «Πρέπει να αναζητήσετε τον δικό σας εχθρό, πολεμήστε για το δικό σας πόλεμο, και για τις δικές σας ιδέες!»

Κι αν η ιδέα σας ενδίδει, η εντιμότητά σας κραυγάζει για τη νίκη.

Αλλά φευ! το ηρωικό κήρυγμα του μεγάλου απελευθερωτή έπεσε στο κενό!

Το ανθρώπινο κοπάδι δεν ήξερε πως να διακρίνει τον εχθρό του ή να παλέψει για τον πόλεμο των δικών του ιδεών. (Το κοπάδι δεν είχε κανένα δικό του ιδεώδες!)

Και μη ξέροντας τα δικά του ιδεώδη που θα μπορούσαν να θριαμβεύσουν, ο Άβελ πέθανε στα χέρια του Κάιν για ακόμη μια φορά.

Μη γνωρίζοντας πως να πει Ναι ή Όχι! Προχωρά σαν δειλός, σαν ρομπότ (1), όπως πάντα.

Αν είχε τουλάχιστον την ικανότητα να πει το Ναι της ενθουσιώδους υποταγής (αφού δεν είχε την ηρωική δύναμη να πει το τιτάνιο Όχι της τραγικής άρνησης) θα μπορούσε να αποδείξει τελικά ότι πίστευε στην «υπόθεση» για την οποία πέθανε, πολεμώντας…
αλλά δεν ήξερε πως να πει ναι ή όχι!

Πήγε!
Σαν δειλός, όπως πάντα!
Έτσι…
Και ξεκίνησε να πάει προς το θάνατο.
Πήγε προς το θάνατο του χωρίς να ξέρει γιατί.
Όπως πάντα!
Κι ο θάνατος δεν περίμενε…
Ήρθε!…
Ήρθε και χόρεψε.
Χόρεψε και γέλασε!
Για πέντε ολόκληρα χρόνια…
Γελούσε και χόρευε πάνω απ’ τα λασπωμένα ορύγματα όλων των πατρίδων του κόσμου.
Ένας μακάβριος χορός!
Ω, τι ηλίθιος και μακάβριος (πόσο θηριώδης και ωμός) είναι αυτός ο θάνατος που χορεύει χωρίς να κουβάλα τα φτερά κάποιου ιδεώδους.
Χωρίς μια βίαια ιδέα που υπονομεύει και καταστρέφει.
Χωρίς μια γόνιμη ιδέα που παράγει και δημιουργεί.
Τι ηλίθιο και φρικτό πράγμα είναι να πεθαίνουν σαν δειλοί, χωρίς να ξέρουν το γιατί.
Τον είδαμε (όπως χόρευε) ο Θάνατος.
Ήταν ο μαύρος Θάνατος, αδιάφανης, χωρίς καμιά ευκρίνεια φωτός.
Ήταν ένας Θάνατος χωρίς φτερά!…
Πόσο άσχημος και χυδαίος ήταν.
Πόσο άχαρος ήταν ο χορός του!
Και πως τους θέριζε (χορεύοντας) όλους τους περίσσιους, όλους εκείνους που περίσσευαν!
Εκείνους για τους οποίους (ο μεγάλος απελευθερωτής λέει πως) το κράτος εφευρέθηκε.
Αλλά, δυστυχώς, δεν θέρισε μόνο αυτούς…
Ναι! Ο Θάνατος (για να εκδικηθεί το Κράτος) θέρισε αυτούς που δεν ήταν άχρηστοι. Αυτούς που ήταν αναγκαίοι…
Θέρισε ακόμα αυτούς των οποίων η ζωή ήταν ένα βαθυστόχαστο ποίημα που η υποσυνείδητη του θλίψη τραγούδησε ένα εύθυμο ρεφρέν…
Αλλά αυτοί οι οποίοι δεν περίσσεψαν, αυτοί που δεν ήταν περίσσιοι, αυτοί που πέφτοντας κραυγάζουν το επαναστατικό και ισχυρά τιτάνιο Όχι! αυτοί θα εκδικηθούν.
Θα εκδικηθούμε γι’ αυτούς!
Θα εκδικηθούμε γι’ αυτούς γιατί ήταν τα αδέρφια μας˙ γιατί πέθαναν με τα άστρα μες στα μάτια τους˙ γιατί όπως πεθαίναν, έπιναν τον ήλιο.
Τον ήλιο του Ονείρου.
Τον ήλιο της Μάχης.
Τον ήλιο της Ζωής.
Τον ήλιο της Ιδέας!


IV


Ο πόλεμος!…
Τι ανανέωσε ο πόλεμος;
Που είναι η ηρωική μεταμόρφωση του πνεύματος;
Πότε ορθώθηκαν οι λαμπερές πινακίδες των νέων ανθρώπινων αξιών;
Σε ποιο ιερό ναό έχουν τον θαυματουργό χρυσό αμφορέα, που περιέχει τις φλεγόμενες καρδιές των δημιουργικών ιδιοφυϊών και των επιβλητικών ηρώων, που οι παράφρονες υποστηρικτές του μεγάλου πολέμου υποσχεθήκαν;
Που λάμπει ο μεγαλοπρεπής ήλιος του νέου μεγάλου μεσημεριού;
Τρομερά ποτάμια αίματος ποτίσαν τη χλόη όλου του κόσμου και προχωρήσαν ουρλιάζοντας σε όλους τους δρόμους της γης.
Τρομαχτικοί χείμαρροι δακρύων έγιναν η σπαρακτική, αγωνιώδης ηχώς του θρήνου τους που αντηχεί μέσα απ’ τις πιο απομονωμένες, τις σκοτεινότερες δίνες όλων των ηπείρων του κόσμου.
Βουνά ανθρώπινων οστών και δέρματος σαπισμένα παντού μες στη λάσπη, και κλάματα σ’ όλο το φως του ήλιου.
Αλλά τίποτα δεν άλλαξε: δεν ωφέλησε σε τίποτα!
Ο ιός που μαστίζει τις κοιλιές των αστών απλά εξαπλώνεται από κορεσμό˙ και η κοιλιά των προλετάριων παραπονιέται απ’ την πολλή πείνα!
Και αρκετά!
Αν με το Χριστό και τον χριστιανισμό, το ανθρώπινο πνεύμα καταστέλλεται μέσα στο κρύο και άδειο διάστημα της μετά θάνατον ζωής, με τον Καρλ Μαρξ και το σοσιαλισμό, ξεπέφτει απλά στο έντερο…
Ο βρυχηθμός που ακούστηκε σε όλο τον κόσμο μετά τον πόλεμο, συγκλονίζοντας την ανθρωπότητα, δεν ήταν παρά ο ήχος των στομαχιών που ο σοσιαλισμός πρόδωσε, εξάλειψε, κατέπνιξε και κρέμασε μόλις αντιλήφθηκε ότι αυτός ο βρυχηθμός άρχιζε να παίρνει ένα κομμάτι απ’ το χρώμα του περιεχομένου της ιδέας…
Αυτή η ανώτατη, ανώνυμη δειλία χρησιμοποίησε την πιο μαύρη, την πιο γυμνή, την πιο άθλια αντίδραση που γεννήθηκε και μεγάλωσε δραματικά.
Ήταν λογική-φυσική-θανατηφόρα!
Ήταν ανθρώπινη…


V


Η εποχή μας (παρά την κενότητα και σε αντίθεση με τα φαινόμενα) βρίσκεται ήδη στα τέσσερα κάτω από τους βαρείς τροχούς της νέας Ιστορίας.
Η απαίσια ηθική του μπάσταρδου χριστιανικού-φιλελεύθερου-αστικού-πληβειακού πολιτισμού μας, στρέφεται προς το ηλιοβασίλεμα.
Η ψευδής κοινωνική μας οργάνωση καταρρέει μοιραία˙ αδυσώπητα!
Το φασιστικό φαινόμενο είναι η πιο σίγουρη, αναμφισβήτητη απόδειξη γι’ αυτό.
Στην Ιταλία όπως παντού…
Για να το αντιληφθείτε δεν χρειάζεται να γυρίσετε πίσω στο χρόνο και να ρωτήσετε την Ιστορία. Αλλά αυτό δεν είναι αναγκαίο! Το παρόν μιλάει αρκετά εύγλωττα…
Ο φασισμός δεν είναι τίποτα παραπάνω παρά η κτηνωδία, ο σπασμός μιας κοινωνίας που πνίγηκε τραγικά στο τέλμα των ψεμάτων της.
Επειδή (ο φασισμός) πραγματικά γιορτάζει διονυσιακά με φλεγόμενες πυρές και μοχθηρά όργια αίματος˙ αλλά το σκοτεινό τρίξιμο της αναψοκοκκινισμένης φωτιάς του δεν εκπέμπει ούτε μια σπίθα ζωντανής πνευματικής καινοτομίας˙ ενώ το αίμα που χύνεται μεταμορφώνεται σε κρασί, που εμείς (οι προάγγελοι του χρόνου) σιωπηλά συλλέγουμε στα κόκκινα κύπελλα του μίσους που προορίζεται να γίνει το ηρωικό ποτό για να κοινωνήσουν τα χλωμά παιδιά της νύχτας και της θλίψης στη μοιραία επικοινωνία της μεγάλης εξέγερσης.
Θα πάρουμε απ’ το χέρι αυτά τα αδέρφια μας για να πορευτούμε μαζί και να αναρριχηθούμε μαζί προς νέες πνευματικές αυγές, προς τις νέες αυγές της ζωής, προς τις νέες κατακτήσεις της σκέψης, προς τις νέες γιορτές φωτός˙ νέα ηλιόλουστα μεσημέρια.
Γιατί είμαστε εραστές του απελευθερωτικού αγώνα.
Γιατί είμαστε τα παιδιά της θλίψης που αυξάνεται και της δημιουργικής σκέψης.
Είμαστε ανήσυχοι αλήτες.
Οι τολμηρότεροι σε κάθε εγχείρημα˙ οι προβοκάτορες κάθε δοκιμασίας.
Και η ζωή μια «δοκιμασία» είναι! Ένα βάσανο! Μια τραγική μάχη.
Μια φευγαλέα στιγμή!


VI


Η θέλησή μας ηρωική!
Όλα θα γίνουν ένα κύμα μίσους στην καρδιά του κόσμου και θα μετατραπούν όλα σε μια καταιγίδα της αβύσσου.
Σ’ ένα τυφώνα των κορυφών.
Σε κραυγές των ψυχών.
Σε ουρλιαχτά λευτεριάς!
Γιορτάζοντας τον κοινωνικό επικήδειο, θα προσπαθήσουμε να αντιληφθούμε την ζωή του ατόμου: του λεύτερου και μεγάλου Εγώ.
Για να μη θριαμβεύει πλέον το σκοτάδι.
Για να μη μας τυλίγουν οι σκιές πια.
Για να γίνει η αστείρευτη φωτιά του ήλιου αιώνια και να διαιωνίζει τη γιορτή του φωτός πάνω σε στεριά και θάλασσα!
Γιατί ‘μαστε φλογισμένοι ονειροπόλοι του αδύνατου: οι επικίνδυνοι κατακτητές των άστρων!


VII


Ο φασισμός (παρά την κενότητα και σε αντίθεση με τα φαινόμενα) είναι κάτι πολύ εφήμερο και ανήμπορος να αποτρέψει την ελεύθερη, αχαλίνωτη πορεία της επαναστατικής σκέψης η οποία ξεχειλίζει και εξαπλώνεται ορμητικά πάνω από κάθε φράγμα και μαίνεται αχαλίνωτα πέρα από κάθε όριο (ως ισχυρή και ζωογόνος δύναμη) πίσω απ’ τα γιγάντια βήματα της σθεναρής και τιτάνιας δράσης του σκληρού ανθρώπινου μυ.
Ο φασισμός είναι ανίσχυρος γιατί είναι ωμή βία.
Είναι ύλη χωρίς πνεύμα.
Είναι σώμα χωρίς νου.
Μια νύχτα χωρίς αυγή.
Είναι το άλλο πρόσωπο του σοσιαλισμού…
Δυο καθρέφτες χωρίς φως: δυο έκπτωτοι αστέρες!
Ο σοσιαλισμός είναι η αριθμητική (υλιστική) δύναμη που, δρώντας στη σκιά ενός δόγματος, διαλύει και διαλύεται σ’ ένα άθλιο «όχι» της πνευματικότητας˙ που την εκκενώνει από κάθε αδέσμευτο, εκούσιο, ηρωικό, ιδεώδες. Ο φασισμός είναι το επιληπτικό παιδί του πνευματικού «όχι», που αποκτηνώνεται από τη (μάταια) προσπάθεια για το χυδαίο υλιστικό «ναι».
Στο πεδίο των ηθικών αξιών είναι ίσοι. Φασισμός και σοσιαλισμός είναι δυο αντάξια αδέρφια. Ακόμα κι αν αποκαλέσετε τον τελευταίο Άβελ και τον πρώτο Κάιν. Ένα κοινό Όνειρο τους ενώνει. Κι αυτό τ’ όνειρο λέγεται Εξουσία.



VIII



Μαύρα λάβαρα στον άνεμο
βαμμένα με αίμα και ήλιο.
Μαύρα λάβαρα στον ήλιο
ουρλιαχτό δόξας στον άνεμο!
Αυτό που δεν έκανε και δεν μπορούσε να κάνει ο πόλεμος,

μπορεί και θα το κάνει η επανάσταση!

Ω, μαύρες παντιέρες υψωμένες
απ’ την πυγμή του εξεγερμένου ανθρώπου
-που συγκεντρώνει τη ματιά του έντονα
πέρα απ’ το κυρίαρχο ψέμα
-ανεμίζοντας στον ήλιο και τον άνεμο
ανεμίζοντας στον άνεμο και τον ήλιο
Η νίκη γελά στο βάθος!
Στο βάθος – στο βάθος – στο βάθος!
Στο μεγαλείο του ήλιου και τ’ ανέμου!



IX


Φασισμός και σοσιαλισμός είναι τσιρότα στο χρόνο: αυτοί που αναβάλουν την πράξη!
Είναι θυμωμένα αποκρυσταλλωμένα απολιθώματα που ο αποφασιστικός δυναμισμός (με τον οποίο σχεδιάζουμε την ιστορία όπως προχωρά) θα εξαφανίσει στον ίδιο τάφο των καιρών. Γιατί στο πεδίο των πνευματικών και ηθικών αξιών, οι δυο εχθροί είναι ολόιδιοι.
Είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Κι οι δυο δεν διαθέτουν το φως της αιωνιότητας!
Μόνο οι μεγάλοι πνευματώδεις αλήτες (φορείς της μαύρης σημαίας) μπορούν να ‘ναι η φωτεινή ζωογόνος δύναμη που ωθώντας την αιώνια επανάσταση σπρώχνει τον κόσμο προς τα μπρος.


X


Η αποφασιστική ψυχή μας είναι πολύμορφη…
Διαπερνά τον παλλόμενο καυτό ήλιο και τα τρεμάμενα απ’ τη συγκίνηση άστρα!
Είμαστε ποιητές της επανάστασης και φιλόσοφοι της καταστροφής.
Είμαστ’ αναρχικοί.
Εικονοκλάστες!
Ατομικιστές,
άθεοι,
μηδενιστές!
Είμαστε φορείς των μαύρων σημαιών.
Περπατάμε μες στη νύχτα
μ’ έναν ήλιο στο τσερβέλο·
και με πυρωμένα μάτια
δύο πελώρια χρυσά αστέρια.
Περπατάμε!…
Και στο θέατρο της ανθρωπότητας, η θέση μας είναι η πιο ακραία απ’ όλη την άκρα αριστερά.


XI


Πίσω απ’ τα γιγάντια, μαύρα σύννεφα που εξακολουθούν να κρύβουν τον ουρανό, ένα κόκκινο λυκόφως αναβοσβήνει.
Η τραγική γιορτή του κοινωνικού δειλινού πλησιάζει.
Το τελευταίο βράδυ θα είναι μαύρο με το πορφυρό του αίματος.
Μ’ αίμα και φωτιά.
Γιατί το αίμα, αίμα ζητά.
Είναι παλιά ιστορία…
Κι έπειτα τα παιδιά μας (τα παιδιά της Αυγής) πρέπει να γεννηθούν από αίμα και να σφυρηλατηθούν από φωτιά.
Γιατί οι νέες ατομικιστικές ιδέες πρέπει να γεννηθούν πιο παρθένες και όμορφες από τις μεγάλες κοινωνικές τραγωδίες: από τις θύελλες των νέων τυφώνων.
Κι είναι μόνο απ’ τη μεγάλη καταστροφή της φωτιάς και του αίματος που ο αληθινός Αντίχριστος από το βάθος της ανθρωπότητας και της σκέψης θα γεννηθεί. Το αληθινό τέκνο της γης και του ηλίου ικανό να σκαρφαλώσει πάνω απ’ τις κορφές και να ερευνεί την άβυσσο.
Γιατί ο Αντίχριστος είναι Αετός και Φίδι.
Κατοικεί στις κορφές και στα βάθη.
Αυτός (το πνεύμα του νέου ανθρώπου) θα περάσει μέσα απ’ τα καπνισμένα ερείπια του παλιού, κατεστραμμένου κόσμου για να υψωθεί πάνω απ’ το μεγαλοπρεπές μυστήριο της παρθένας αυγής που πλησιάζει.
Εκείνος (όμορφος και θαυμαστός) θα σταθεί στο κατώφλι του νέου πρωινού ποτισμένου απ’ την άγρια, σπινθηρίζουσα δύναμη της υπεράνθρωπης ομορφιάς, λέγοντας στους ανθρώπους που διστάζουν: Εμπρός, εμπρός!
Τρέχουμε πέρα από κάθε σύστημα
Τρέχουμε πέρα από κάθε φόρμα
Πετάμε προς την υπέρτατη λευτεριά
Προς την ακραία ΑΝΑΡΧΙΑ!



XII


Εμείς (τα λεύτερα πνεύματα) οι αλήτες της ιδέας, άθεοι της μοναξιάς, δαίμονες της αφανούς ερήμου που δεν έχει μάρτυρες.
Εμείς (τα Τέρατα του νυχτερινού φωτός), έχουμε ήδη προχωρήσει προς τις ακραίες κορυφές.
Περπατάμε μες στη νύχτα
μ’ έναν ήλιο στο τσερβέλο·
και με πυρωμένα μάτια
δύο πελώρια χρυσά αστέρια.
Και (μαζί με μας) όλα πρέπει να οδηγούνται στην ανώτερη συνέπειά τους.
Ακόμα και το μίσος.
Ακόμα και η βία.
Ακόμα και το «έγκλημα»!
Γιατί το μίσος δίνει τη δύναμη που τολμά.
Η βία και το «έγκλημα» είναι η ιδιοφυΐα που καταστρέφει και η ομορφιά που δημιουργεί.
Και θέλουμε να τολμήσουμε.
Καταστρέφοντας (ανανεώνοντας) να δημιουργήσουμε!
Επειδή όλα αυτά που είναι ρηχά και χυδαία πρέπει να υπονομευτούν και να διαλυθούν.
Πρέπει να μείνει μόνο ότι είναι εξαίρετο.
Γιατί ότι είναι εξαίρετο ανήκει στην Ομορφιά.
Και η ζωή θα πρέπει να είναι όμορφη.
Ακόμα και στη θλίψη.
Ακόμα και μες στη θύελλα!…


XIII


Έχουμε σκοτώσει τον «καθήκον» της αλληλεγγύης, έτσι ώστε η ελεύθερη επιθυμία μας για αυθόρμητη αγάπη και εθελοντική πατρότητα να αποκτά μια ηρωική αξία στη ζωή.
Σκοτώσαμε το έλεος γιατί είναι ένα ψευδές χριστιανικό συναίσθημα και επειδή θέλουμε να δημιουργήσουμε τον ευγενή, ακατανόητο δοτικό εγωισμό.
Στραγγαλίσαμε το ψευδές κοινωνικό δικαίωμα (δημιουργό ταπεινών, δειλών και επαιτών) έτσι ώστε ο άνθρωπος να σκάψει ως το βαθύτερο, το πιο μυστικό «ΕΓΩ» του για να βρει τις δυνάμεις του Μοναδικού.
Επειδή το γνωρίζουμε από μόνοι μας.
Η ζωή κουράστηκε να έχει καχεκτικούς εραστές.
Γιατί η γη κουράστηκε να καταπατείται μάταια από τεράστιες ορδές νάνων που ψέλνουν ηλίθιες χριστιανικές προσευχές.
Και τέλος γιατί εμείς κουραστήκαμε απ’ αυτούς τους ψόφιους «αδελφούς» μας που ‘ναι ανίκανοι για ειρήνη ή πόλεμο. Κατώτεροι του μίσους και της αγάπης.
Ναι! Βαρεθήκαμε!
Η ανθρωπότητα πρέπει να ανανεωθεί.
Πρέπει το επικό και βάρβαρο τραγούδι της νέας και παρθένας ζωής να ‘αντηχήσει σ’ ολάκερο τον κόσμο.
Είμαστε οι φορείς
των αναμμένων πυρσών.
Είμαστε οι φλογιστές
των αναμμένων πυρών.
Η σημαία μας μαύρη.
Ο δρόμος μας είναι το άπειρο.
Και το ύψιστο ιδανικό μας
είναι η κορφή και η άβυσσος.
Περπατάμε!…
Περπατάμε μες στη νύχτα
μ’ έναν ήλιο στο τσερβέλο·
και με πυρωμένα μάτια
δύο πελώρια χρυσά αστέρια.
Περπατάμε…
Κι αν τα όνειρά μας είναι μια χίμαιρα;
Κι αν οι αγώνες μας είναι άχρηστοι και μάταιοι;
Κι αν η ανανέωση της ανθρωπότητας είναι αδύνατον να επιτευχθεί;
Α, όχι. Θα περπατήσουμε παρ’ όλα αυτά.
Για την αξιοπρέπειά μας.
Για την αγάπη των ιδανικών μας.
Για την λευτεριά του πνεύματός μας.
Για το πάθος του μυαλού μας.
Για την αναγκαιότητα της ζωής μας.
Καλύτερα να πεθάνουμε σαν ήρωες στην προσπάθεια γι΄ απελευθέρωση και αυτό-ανύψωση του εαυτού μας, παρά να φυτοζωούμε ως ανίκανοι και δειλοί στην απεχθή αυτή πραγματικότητα.

Ω μαύρες παντιέρες,
ω μαύρα τρόπαια,
εμβλήματα και σύμβολα
της αιώνιας εξέγερσης.
Εσείς είστε η ματωμένη απόδειξη όλης της ανθρώπινης τόλμης:
Είστε οι υπονομευτές όλων των προκαταλήψεων:
Εσείς που είστε οι μόνοι πραγματικοί εχθροί όλης της ανθρώπινης ντροπής˙ όλων των απαίσιων ψεμάτων!
Εσείς που τραγουδάτε την αιώνια εξέγερση, ποτισμένοι απ’ τη θλίψη και το αίμα!
Την σφίγγω μες στη γερή γροθιά μου
και μες στις θύελλες και τους ανέμους
την υψώνω στο μεγαλείο του ήλιου.
Στο μεγαλείο του ήλιου και των ανέμων…
Των ανέμων και του ήλιου και του φωτός.




Από το Il Proletario, τ. 2, Ποντρεμόλι, Ιούλης 1922

Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

Renzo Novatore ~ O Ιππότης του Μηδενός

"Να απομακρύνω δελεάζοντας πολλούς από το κοπάδι, γι' αυτό το πράγμα έχω έρθει. Ας θυμώσουν μαζί μου λαός και κοπάδι, αυτό που θέλει ο Ζαρατούστρα είναι να τον αποκαλέσουν άρπαγα οι βοσκοί".
Φ. Νίτσε
 
Ο Renzo Novatore (Αμπέλε Ριτσιέρι Φερράρι) σκοτώθηκε σε σύγκρουση με καραμπινιέρους στην Τέλια στις 29 Νοεμβρίου του 1922.
Γεννήθηκε στις 12 Μαΐου του 1890 στην ‘Αρκολα, στην περιοχή Λα Σπέτσια.
Υπήρξε ποιητής, φιλόσοφος, καλλιτέχνης και "στρατευμένος" αναρχικός.
Από το 1908 προσχώρησε στο αναρχικό κίνημα.
Ατομικιστής και αντικληρικός, τη νύχτα της 15ης προς 16η Μαΐου καίει την εκκλησία της παναγίας των αγγέλων, στην Άρκολα. Για την ενέργεια αυτή θα δικαστεί στις 5 Ιουνίου του ίδιου έτους, αλλά στη δίκη που διεξήχθη στη Σαρτσάνα, θα αθωωθεί λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων.
Την άνοιξη του 1911 καταζητείται για κλοπές και ληστείες. Στις 30 Σεπτεμβρίου τον συλλαμβάνουν και 10 μέρες αργότερα τον παραδίδουν στις δικαστικές αρχές με μία επιπλέον κατηγορία για βανδαλισμούς.
Στις 20 Ιουνίου του 1912 καλείται να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία όμως στις 26 Ιουλίου απολύεται.
Συνεργάζεται με διάφορα αναρχικά περιοδικά και εφημερίδες από το 1917.
Άρθρα του βρίσκουμε στο Cronaca Libertaria, στο Libertario, στο Iconoclasta πριν το 1920, ενώ γράφει και για το Scamicciati.
Μαζί με το λογοτεχνικό κριτικό Τιντίνο Ράσι και το φουτουριστή ζωγράφο Τζιοβάνι Γκοβερνάτο, δημιουργούν το Vertice όπου υπογράφει με διάφορα ψευδώνυμα όπως "Brunetta L’ Incendiaria", "Sibilla Vane", "Mario Ferrento". Στο πρώτο τεύχος του Iconoclasta ο σύντροφος και φίλος του, Γκοβερνάτο προαναγγέλλει ότι το Vertice θα φιλοξενήσει "μονάχα έργα ευφυών ελεύθερων πνευμάτων , συγγραφείς και καλλιτέχνες απροκάλυπτους".
Στη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου μιας και χρειάζεται κρέας για τα κανόνια, τον ξανακαλούν αλλά στις 26 Απριλίου εξαφανίζεται από το στρατόπεδο χωρίς να ξαναδώσει σημεία ζωής και πλέον καταζητείται για λιποταξία, ενώ καταδικάζεται σε θάνατο από το στρατιωτικό δικαστήριο.
Δίνεται όμως αμνηστία και έτσι συμμετέχει στις εξεγέρσεις του Μαΐου και του Ιουνίου του 1919 στη Λα Σπέτσια.
Συλλαμβάνεται στις 30 Ιουνίου και τον περιμένει μια νέα δίκη, όμως για καλή του τύχη στις 12 Σεπτεμβρίου δίνεται εκ νέου γενική αμνηστία.
Ένα χρόνο αργότερα στις ταραχές που θα ακολουθήσουν τις καταλήψεις στα εργοστάσια, θα ηγηθεί των επιθέσεων κατά μιας πυριτιδαποθήκης στη Ρέτζια Μαρίνα και κατά των οχυρών και των πολυβολείων που περιέβαλαν την πόλη.
Το καλοκαίρι του 1922 ένοπλοι φασίστες εισβάλλουν στο σπίτι του Νοβατόρε στην Άρκολα.
Ο Ρέντσο καταφέρνει να διαφύγει κάνοντας χρήση χειροβομβίδων.
Εκείνο τον καιρό είναι που θα ενωθεί με την ομάδα του ληστή Σάντε Ντέτσιμο Πολάστρο. Στις 14 Ιουλίου θα ληστέψουν το υποκατάστημα της αγροτικής τράπεζας στην Τορτόνα και θα σκοτώσουν τον ταμεία όταν αυτός επιχείρησε να αντισταθεί.
Ήταν η αρχή και το τέλος της τελευταίας φυγοδικίας του Ρέντσο, τα μέσα της εποχής τους βάφτισαν υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνο και ο κλοιός ολοένα έσφιγγε γύρω τους.
Τον Οκτώβρη στην τοποθεσία Μπετλέμε, στα περίχωρα της Νόβι, ένα απόσπασμα υπό τις οδηγίες του ανθυπασπιστή Λουπάνο, θα ανακαλύψει το κρησφύγετο του Πολάστρο και του λιποτάκτη Κομόλο και ο τελευταίος στον πανικό του θα αρχίσει να τρέχει στο λιβάδι και θα τον σκοτώσουν, αντίθετα ο Πολάστρο θα κατορθώσει να διαφύγει πυροβολώντας με τα δύο του πιστόλια.
Στις 29 Νοέμβρη στην Τέλια, λίγο έξω από τη Γένοβα, το ίδιο απόσπασμα θα εντοπίσει σε μια ταβέρνα το Ρέντσο και τον Πολάστρο.
Στη σύγκρουση που ακολουθεί, θα χάσουν τη ζωή τους ο ανθυπασπιστής Λουπάνο και ο Ρέντσο, ενώ ο Πολάστρο για άλλη μια φορά θα διαφύγει και θα συλληφθεί πέντε χρόνια αργότερα στο Παρίσι.

 Ο Ρέντσο έπεσε με τα όπλα στα χέρια

[Απόσπασμα από τη νεκρολογία που δημοσιεύτηκε στο Avenire Anarchico στις 8 Δεκεμβρίου 1922 και επαναδημοσιεύτηκε με διάφορες προσθήκες στο Il Proletario τέσσερις μέρες αργότερα].

[...] Ο δικός μας Ρέντσο Νοβατόρε, ο καλλιτέχνης, ο ποιητής και φιλόσοφος, ένας άνθρωπος της δράσης έπεσε από τις σφαίρες των εχθρών που του κατατρύπησαν τη μεγάλη του καρδιά.
Έπεσε με τα όπλα στα χέρια, σαν εξεγερμένος απαντώντας με το θάνατο στο θάνατο.

Στην Espresso σε ήμι-ανώνυμη [...] επιστολή έγραψαν τα εξής...

"O Ρέντσο Νοβατόρε δολοφονήθηκε.
Έπεσε μαχόμενος, γιατί εκείνος φιλοσοφούσε και μαχόταν συγχρόνως.
Ήταν εδώ και καιρό καταδιωκόμενος.
Βρισκόταν σε μια κατάσταση διαρκούς εξέγερσης.
Στο θάνατο απάντησε με θάνατο.
Πέθανε όπως ακριβώς έζησε, σαν αναρχικός που το στοχασμό του, βαθύς και αριστοκρατικός στοχασμός, τον συμπλήρωνε με την επαναστατική δράση…
[...] Ας μην μιλάμε άλλο γι' αυτόν, τουλάχιστον για την ώρα, μέχρι να φτάσουν νέες ειδήσεις και πιο ακριβείς πληροφορίες..."

Ύστερα... από το λησμονημένο Ντε Λουίτζι, ο Ρέντσο Νοβατόρε.
Οι λίγοι "εικονοκλάστες" ο ένας μετά τον άλλον καίγονται στην πυρά του "Ιδεώδους".

...Αλλά  ο Ρέντσο Νοβατόρε δεν είναι μόνο ένας "απαλλοτριωτής", ένας επίβουλος, ή ένας εξεγερμένος αντιφασίστας, αλλά αυτός ο ατομικιστής αναρχικός είναι κι ένας ποιητής, ένας καλλιτέχνης, ένας φιλόσοφος με έξοχο λόγο που μεταφέρει μια βαθιά σκέψη και εξαίρετες εικόνες...
Εμίλ Αρμάντ

Από το βιβλίο "Renzo Novatore, Ο Ιππότης του Μηδενός. Επιλεγμένα κείμενα 1917-1922, Εκδόσεις ΔΙΑΔΟΣΗ...

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

Τα δώρα της Σελήνης ~ Charles Baudelaire

H Σελήνη, που είναι η ίδια η ιδιοτροπία, κοίταξε ανάμεσ' απ' το παράθυρο, ενώ κοιμόσουνα στο λίκνο σου, και είπε μέσα της "Αυτό το παιδί μ' αρέσει".

Και κατέβηκε μαλθακά τη σκάλα της από σύννεφα, και πέρασε αθόρυβα μεσ' απ' τα τζάμια.

Έπειτα ξαπλώθηκε πάνω σου με την ευλύγιστη τρυφερότητα μιας μητέρας, κι εναπόθεσε τα χρώματα της στο πρόσωπο σου. Έτσι οι κόρες των ματιών σου απόμειναν πράσινες και τα μαγουλά σου εξαιρετικά χλομά.

Από την ενατένιση αυτής της επισκέπτριας τα μάτια σου μεγάλωσαν τόσο παράξενα και σ' έσφιξε τόσο τρυφερά στο λαιμό που διατήρησες έτσι για πάντα την επιθυμία να κλαις.
Ωστόσο, μες στο ξεxείλισμα της χαράς της, η Σελήνη πλημμύριζε ολόκληρο το δωμάτιο, σα μια ατμόσφαιρα φωσφορική, σαν ένα φεγγοβόλο δηλητήριο και όλο το ζωντανό τούτο φως στοχάζονταν κι έλεγε...

"Θα υφίστασαι αιώνια την επήρεια του φιλιού μου. Θα 'σαι όμορφη με τον τρόπο μου. Θ' αγαπάς ό,τι αγαπώ κι ό,τι μ' αγαπά το νερό, τα σύννεφα, τη σιωπή και τη νύχτα, την απέραντη και πράσινη θάλασσα, το άμορφο και πολύμορφο νερό, το μέρος όπου δε θα βρίσκεσαι, τον εραστή που δε θα γνωρίσεις, τα τερατώδη άνθη τ' αρώματα που φέρνουν παραλήρημα, τις γάτες που λιγοθυμούν πάνω στα πιάνα και που θρηνούν σαν τις γυναίκες με μια φωνή βραχνή και γλυκιά."
 
"Και θα σ' αγαπούν οι εραστές μου και θα ερωτοτροπούν μαζί σου οι φίλοι μου. Θα 'σαι η βασίλισσα των ανθρώπων με τα πράσινα μάτια, που έχω σφίξει κι εγώ τον λαιμό της στα νυχτερινά μου χάδια. Εκείνων που αγαπούν τη θάλασσα, την απέραντη θάλασσα, την πολυτάραχη και πράσινη, το άμορφο και πολύμορφο νερό, το μέρος όπου δεν βρίσκονται, τη γυναίκα που δεν γνωρίζουν, τ' απαίσια άνθη που μοιάζουν με τα θυμιατήρια μιας άγνωστης θρησκείας, τ' αρώματα που συγχύζουν τη θέληση και τ' άγρια και φιλήδονα ζώα που είναι τα εμβλήματα της παραφροσύνης τους."

Και γι' αυτό, καταραμένο αγαπητό χαϊδεμένο παιδί, βρίσκομαι τώρα ξαπλωμένος στα πόδια σου, αναζητώντας σ' όλη την ύπαρξή σου την ανταύγεια της τρομερής Θεότητας, της μοιραίας αναδόχου, της φαρμακεύτριας τροφού όλων των σεληνιακών…

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

Μια μέρα σαν τις άλλες ~ Τάσος Λειβαδίτης

Το να ξυπνάς ντυμένος στο κρεβάτι, σ’ ένα δωμάτιο που το βλέπεις για πρώτη φορά, είναι βέβαια, ένας κακός οιωνός για τη μέρα που αρχίζει. Μα να μη θυμάσαι καθόλου το πώς βρέθηκες μέσα σε τούτο το άγνωστο σπίτι καταντάει λίγο σαν εφιάλτης.
"Μήπως με βρήκαν μεθυσμένο χτες το βράδυ και με περιμάζεψαν;" σκέφτηκα.
Μου συνέβαινε καμιά φορά. Το στόμα μου όμως ήταν περίφημα, χωρίς εκείνη την ξινή, τραχιά γεύση του χωνεμένου κρασιού. Και το κεφάλι μου ανάλαφρο.

Κοίταξα γύρω το δωμάτιο μήπως μπορέσω να θυμηθώ. Ήταν ευρύχωρο, σχεδόν βαρετά ευρύχωρο, με ψηλό ταβάνι, τέτοια δωμάτια πρέπει να ’χουν κάτι παλιά γερασμένα αρχοντικά που βλέπεις καμιά φορά σε μακρινά σημεία της πόλης. Μοναδική επίπλωση το κρεβάτι που’ μουνα πλαγιασμένος, κι αυτό παλαιϊκό, φαρδύ, με μαύρα σιδερένια κάγκελα, και σε μια εσοχή του τοίχου ένας θαμπός νιπτήρας, σαν κείνους στα φτηνά ξενοδοχεία των συνοικιών. Το πιο περίεργο απ’ όλα ήταν ένα παράθυρο κοντά στην οροφή. Μα ένα παράθυρο που δεν ήταν δικό μου, θέλω να πω, δεν ήταν της κάμαρας που βρισκόμουνα. Το παράθυρο ανήκε στο διπλανό σπίτι κι οι γρίλιες του ανοίγαν προς τα μένα.
"Τόσο έφτασε, λοιπόν, στο αδιαχώρητο η ανοικοδόμηση της πόλης, συλλογίστηκα, που τα παράθυρα του ενός σπιτιού κοιτάζουν μέσα στο άλλο;"
Πίσω στα τζάμια ένας άνθρωπος απροσδιόριστος, έκανε πως τηλεφωνεί, ενώ με την άκρη του ματιού κάρφωνε κάθε κίνησή μου. Ήμουνα έτοιμος να κάνω μια σειρά σκέψεις γύρω από την πολεοδομική και την αλματώδη αύξηση του πληθυσμού, όταν στο βάθος άνοιξε η πόρτα και μπήκε ένας γερασμένος κυρτός άντρας με αραιά, άσπρα μαλλιά κρατώντας ένα δίσκο στο χέρι. Το πρόσωπό του σα να μου φάνηκε γνωστό, χωρίς όμως να μπορώ και με ακρίβεια να το βεβαιώσω.

- Βράδιασε κιόλας, είπε, με κάπως κουρασμένη φωνή, κι ακούμπησε πλάι μου, στο κρεβάτι, το δίσκο με το φλιτζάνι.
Πριν προφτάσω να τον ρωτήσω πού βρίσκομαι είχε κιόλας βγει, κλείνοντας την πόρτα πίσω του. "Μάλλον ξενοδοχείο θα ’ναι, καλά το κατάλαβα" και κοίταξα ξανά το θαμπό νιπτήρα.
"Πρέπει όμως να ’ναι η τελευταία φορά που κάνω αυτή την ανέμελη, τι ανέμελη, την αηδιαστική ζωή, να γυρίζω στα καπηλειά και τα ξενοδοχεία. Στο τέλος, δεν είμαι πια παιδί".
Οι υγιεινές τούτες αποφάσεις μου δώσαν κουράγιο κι ένοιωθα αρκετά ευδιάθετος όταν γύρισα να πάρω το φλιτζάνι. Μα το φλιτζάνι ήταν άδειο. Ωραίο κι αυτό!
"Μήπως χύθηκε;" Έσκυψα να δω κάτω στο πάτωμα· ούτε στάλα. Είχα ανοίξει κιόλας το στόμα μου να βάλω τις φωνές και να κατσαδιάσω αυτό το γερο βλάκα τον ξενοδόχο, όταν μια σκέψη με καθησύχασε.
"Καλύτερα, ποιος ξέρει πόσες ώρες θα ’χανε ψήσει τον καφέ, κι αν τον είχαν αφήσει έρημο στην κουζίνα και τον είχε μαγαρίσει καμιά γάτα; Δεν αποκλείεται πριν μου τον σερβίρει να 'χε βγάλει ωραία-ωραία από μέσα μια κατσαρίδα ή και έναν ολόκληρο ποντικό. Αμ’ τους ξέρω εγώ αυτούς τους τύπους. Με μια λέξη, είσαι πιο τυχερός, όταν οι άλλοι δε σου προσφέρουν τίποτα, πίσω απ’ την προσφορά τους, να 'σαι βέβαιος, παραμονεύει πάντα κάποιος κίνδυνος". 

Είναι αλήθεια πως απόρησα γι’ αυτήν την τόσο απάνθρωπη σκέψη μου, εγώ που ’χα εντρυφήσει σε τόσο φιλολαϊκά συγγράμματα, κι είχα συγγράψει μάλιστα κι ο ίδιος μια πραγματεία για τα ξωτικά και τα φαντάσματα στη λαϊκή παράδοση. Στο μεταξύ ο άνθρωπος ψηλά στ’ ανοιχτό παράθυρο έκανε πως τηλεφωνεί.
"Στο διάβολο, δεν μπορεί πια κανείς ούτε μέσα στην κάμαρά του να μείνει μονάχος. Είναι ανάγκη αυτά τα παράθυρα ν’ ανοίγουν πάνω στα μούτρα σου;"

Σηκώθηκα, με την απόφαση να φύγω το γρηγορότερο από δω μέσα, έστω κι αν είχα πληρώσει για ένα ολάκερο μήνα προκαταβολή. Έπιασα, αρκετά νευριασμένος, το πόμολο της πόρτας, κι άνοιξα με δύναμη. Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκα, ο γερασμένος άντρας που μου ’φερε το άδειο φλιτζάνι, ήταν ολόιδιος ο γερο επιστάτης του σχολείου που πήγαινα παιδί.
"Μα πώς; Αναρωτήθηκα. Τότε θα ’ταν εξήντα χρονών περίπου. Κι έχουν περάσει άλλα τριάντα χρόνια; Θα ’πρεπε να ’χει πεθάνει".
Τον αγαπούσα αυτόν τον επιστάτη, με τα αιώνια δακρυσμένα μάτια και το μεγάλο κουδούνι που έβαζε τέρμα στην ακατάσχετη φλυαρία των δασκάλων. Μα γιατί μου ’φερε το φλιτζάνι άδειο;
"Ίσως να ’ναι ο γιος του". Παραδέχτηκα πως αυτό ήταν το πιο φυσικό, όταν εκεί, μπροστά στα πόδια μου, στη γωνιά του τοίχου είδα ένα μεγάλο κουδούνι.
"Αυτό καταντάει αστείο", έκανα, κάπως, βέβαια επηρεασμένος από το αναπάντεχο εύρημα. Έσκυψα και το σήκωσα. Θα ’παιρνα όρκο πως ήταν το ίδιο εκείνο κουδούνι του σχολείου, μα άλλαξα αμέσως γνώμη. 
"Μην είσαι χαζός. Όλα τα κουδούνια μοιάζουν". Καθώς το κοίταζα με περιέργεια, είδα πως έλειπε το γλωσσίδι, "άχρηστο πια, σκέφτηκα, γι’ αυτό το άφησαν έξω απ’ την πόρτα μου". Και χωρίς να το καταλάβω άρχισα να το κουνάω. Ξαφνιάστηκα με την κίνησή μου και με το βαρύ, κάπως αλλόκοτο, συναίσθημα που μου ’δωσε, ένα κουδούνι να πηγαίνει πέρα δώθε χωρίς ν’ ακούγεται κανένας ήχος, λες κι είχα αφαιρέσει όλο τον αέρα γύρω μου. Πήρα μια βαθιά εισπνοή σα να πνιγόμουν. Ακούμπησα το κουδούνι στη θέση του και διασχίζοντας το διάδρομο γρήγορα γρήγορα κατέβηκα την ξύλινη σκάλα. Μα αντί να βγω στο δρόμο βρέθηκα στην αίθουσα ενός καφενείου. Το απροσδόκητο τούτο μ’ έκανε να μην παραξενεύομαι πια με τίποτα.

Το καφενείο θα ’χε το ουδέτερο χρώμα όλων των καφενείων της γης, αν στο βάθος δεν υπήρχαν τρία κρεβάτια. Τρεις άρρωστοι, προφανώς, σκεπασμένοι με σταχτιές στρατιωτικές κουβέρτες. Θυμήθηκα την επαρχία, που έζησα ένα διάστημα, και που στο ίδιο μαγαζί που πουλούσε είδη κιγκαλερίας σου προσφέρανε και Πρώτες Βοήθειες, τίποτα λιποθυμίες, πολύ πιοτό ή κανά φονικό για λόγους τιμής. Μα για όνομα του Θεού, εδώ είναι πρωτεύουσα! Ή μήπως συμβαίνει τίποτα πιο τρομερό; Κι ο νους μου πήγε στους τραυματίες, σε μια παλιά επανάσταση, που ελλείψει νοσοκομείων τους βάζαμε στα πιο απίθανα μέρη. Κάποτε ακουμπήσαμε έναν πληγωμένο σύντροφό μας σ’ ένα μαγαζί που πουλούσε είδη γάμου. Κι επειδή κρύωνε, σε λίγο πέθανε, τον σκεπάσαμε με πολλά κάτασπρα νυφικά φορέματα.

Στο ακρινό κρεβάτι, πλάι στην έξοδο, αναγνώρισα μια εξαδέρφη μου, που την είχα κάποτε αγαπήσει, στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια. Ήξερα πως πριν ένα χρόνο της είχαν οι γιατροί αφαιρέσει το ’να στήθος, από καρκίνο. Μήπως ήταν και πάλι άρρωστη, ανησύχησα. Δίπλα της, όρθιος με κείνο το παχουλό, πάντα γελαστό πρόσωπο, έστεκε ο πεθαμένος πατέρας της.

- Μας ξέχασες, είπε, σ’ ένα τόνο κάπως αστείο. Ούτε έρχεσαι να μας δεις καμιά φορά.

Ο θείος μου, βέβαια, θα εννοούσε το νεκροταφείο. Πραγματικά δεν είχα πάει ούτε μια φορά να δω το μέρος που τον θάψανε. Προσπάθησα να δικαιολογηθώ:

- Θείε μου, έκανα, ξέρετε, ένα σωρό ασχολίες, πού να σ’ αφήσουν καιρό.

Χαμογέλασε καλόκαρδα, σαν τάχα να με καταλάβαινε, ενώ η άρρωστη με κινήσεις που δεν ήθελε να φαίνονται, διόρθωνε, κάτω απ’ το νυχτικό, το δεξί ψεύτικο στήθος της. Στην άλλη άκρη του καφενείου δυο τρεις συντροφιές παίζαν χαρτιά, ακουγόντουσαν καθαρά, τα πειράγματα και οι χοντρές βρισιές τους.

Κοίταξα το ρολόι μου. Είχα ραντεβού με την κοπέλα μου, συνδεόμαστε αρκετό καιρό, μα σκόπευα να περάσω πρώτα να δω τη μητέρα μου που έμενε σ’ ένα προάστιο. Χαιρέτησα το θείο και την εξαδέλφη μου και βγήκα. Στάθηκα στη στάση του λεωφορείου και περίμενα. Ήταν φθινόπωρο κι όπως βασίλευε ο ήλιος οι στέγες παίρναν κάθε τόσο καινούργιες αποχρώσεις – κόκκινες, μενεξεδένιες, χρυσαφιές.

Ήδη, θα ’μουνα από αρκετή ώρα πια στο λεωφορείο, όταν, όχι χωρίς έκπληξη, πρόσεξα πως ήταν μισό. Μάλιστα μισό, ένα λεωφορείο κομμένο στη μέση. Το τιμόνι ήταν στο πίσω μέρος, πίσω απ’ τους επιβάτες και τ’ οδηγούσε μια γυναίκα με χοντρά μυωπικά γυαλιά, γεροντοκόρη ασφαλώς. "Επιτέλους, σκέφτηκα, οι αρμόδιοι βρήκαν έναν έξυπνο τρόπο να λιγοστέψουν τις δαπάνες. Κι αυτή η γυναίκα στο τιμόνι; Αρχίζουμε να εκπολιτιζόμαστε. Η γυναίκα παίρνει στην κοινωνία τη θέση που της αξίζει".
Το μυαλό μου θρεμμένο απ’ τα κοινωνιολογικά διαβάσματα είχε αμέσως έτοιμη μιαν απάντηση για το κάθε τι. Και πολύ με κολάκευε αυτή η ικανότητά μου.

Οι άλλοι επιβάτες δεν φαίνονταν να δίνουν και πολλή σημασία σ’ αυτές τις καινοτομίες: ένας όμορφος νεαρός, δυο κοπέλες και μερικοί άλλοι, άχρωμοι. Ο νεαρός, σε μια ηλικία που ’χα κι εγώ κάποτε, ήθελε να επιδειχθεί και μην έχοντας καθόλου φαντασία να βρει κάτι πρωτότυπο σηκώθηκε όρθιος κι άρχισε κάτι ασυναρτησίες, που όμως, αν τις συναρμολογούσες, καταλάβαινες καθαρά πως ήταν μια βαριά προσβολή για μένα. Οι κοπέλες χαχάνιζαν. Εγώ, έκανα τάχα πως είμαι αφηρημένος. Κοίταζα, έξω τα γκρίζα τοπία, είχε αρχίζει να βραδιάζει πια, κι έκανα ένα σωρό σκέψεις για τις επιτεύξεις της τεχνικής, τον κοινωνικό ρόλο της γυναίκας κλπ. κλπ. στο βάθος, βέβαια, προσπαθώντας να μη σκέφτομαι αυτόν τον αυθάδη νεαρό που όλο γινόταν και πιο συγκεκριμένος στα πειράγματά του. Παρ’ όλα αυτά, δεν κατέβηκα εκεί που έπρεπε, μα δυο στάσεις παρακάτω.
"Είναι κι αυτό μια νίκη" ήμουν έτοιμος να σκεφτώ. Μα απλώς είχα σαστίσει και δεν πρόσεξα την στάση που ήθελα.

Βρέθηκα σ’ ένα συνοικισμό, θα ’πρεπε να 'ταν κάπου κοντά στα Σφαγεία της πόλης, γιατί ακουγόντουσαν κάθε τόσο θρηνητικά μουγκρητά και μια γλυφή μυρουδιά αίματος πλανιόταν τριγύρω. Από μακριά όλα ήταν ήσυχα και γραφικά σαν τα μικρά ορεινά χωριά που βλέπεις περνώντας με το τραίνο. Μα μόλις μπήκα λίγο στο εσωτερικό ο θόρυβος κι οι φωνές με απογοήτευσαν. Είχε πολλά μαγαζιά, όλα κρεοπωλεία, κι οι μαγαζάτορες, όπως βράδιαζε, στέκαν στις πόρτες κοιτώντας αόριστα το κενό. Τα πρόσωπα ήταν χοντρά και αιματώδη.

Πιο κει δυο γυναίκες λογόφερναν κι οι παραγιοί απ’ τα διπλανά καπηλειά χάζευαν με τα σαγόνια κρεμασμένα. Προσπάθησα να θυμηθώ αν είχα ξαναπεράσει από δω, μήπως και προσανατολιστώ. Μάταια όμως. Βέβαια, όλα, κάτι μου θύμιζαν, μα στον κόσμο μοιάζουν όλα τόσο πολύ. Να, πριν από λίγα χρόνια μ’ είχε πιάσει μια αλλόκοτη μανία σε κάθε περαστικό που αχνογράφονταν μέσα στο σούρουπο ή στα θολά φώτα της νύχτας, να βλέπω ένα φίλο μου, παλιό, που ’χε αυτοκτονήσει. Εγώ, προσωπικά, δεν είχα παίξει κανένα ρόλο στην αυτοκτονία του, απλώς τον κορόιδευα κάθε φορά που μου εξομολογιόταν πόσο δυστυχισμένος είναι. Τον κορόιδευα και του γελούσα περιφρονητικά, κατάμουτρα. Αυτό γινόταν κάμποσο καιρό, θέλω να πω, ότι έβλεπα συχνά ανθρώπους που του ’μοιαζαν. Ώσπου, μια μέρα, δεν ξαναφάνηκε πια. Ήταν από κείνο το βράδυ που πλησίασα κάποιον, και του ’πιασα το χέρι.

- Κοσμά, έκανα, γιατί δε με χαιρετάς;

- Μα σε χαιρέτησα, μου ’πε, δε θα πρόσεξες. Και ξεφεύγοντας το χέρι μου χάθηκε στην πρώτη γωνιά.

Από τότε δε με ξαναενόχλησε. Ίσως να ’φυγε απ’ την πόλη, είπα. Πάντα, θυμάμαι, είχε κατά νου ένα μεγάλο ταξίδι.

Προχώρησα στους στενούς δρόμους του συνοικισμού ψάχνοντας να βρω κάποιον ν’ απευθυνθώ. Στάθηκα έξω από ’να κρεοπωλείο. Ο άντρας, που, σχεδόν με μίσος, λιάνιζε πάνω στο στρογγυλό ξύλινο τραπέζι ένα σφαγμένο αρνί, ήταν ψηλόσωμος μ’ ένα πρόσωπο τεράστιο κι ανέκφραστο, σαν την χοντρή κοιλιά μιας νεαρής χωριάτισσας που ’χαμε, παλιά, υπηρέτρια και την είχα δει γυμνή απ’ τη μέση και κάτω, καθώς την εξέταζε ο γιατρός. Ήταν έγκυος απ’ το μεγαλύτερο αδερφό μου και πέθανε στη γέννα. Ο πατέρας μου, θαυμάσιος άνθρωπος, έδωσε ένα μικροποσό στον πατέρα της, που προίκισε μ’ αυτό τη δεύτερη κόρη του.

- Με συγχωρείτε, ζητάω το προάστιο τάδε, είπα, όσο μπορούσα πιο ταπεινά. Μήπως μπορείτε να με πληροφορήσετε;

Εκείνος χωρίς καν να σηκώσει τα μάτια του συνέχισε το κομμάτιασμα του αρνιού. Το αίμα έτρεχε από το τραπέζι κάτω στα βρώμικα πλακάκια κι έκανε έν’ αυλάκι που έφτανε μέχρι τα πόδια μου. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα, γιατί άραγε ζητάω αυτό το προάστιο; Η μητέρα μου έμεινε εκεί πριν δέκα χρόνια, και την είχαμε θάψει στο εξοχικό κοιμητήρι του. Μα ήδη πάνω δυο χρόνια που το νεκροταφείο μεταφέρθηκε, σηκώσανε όλα τα κόκαλα, και πάνω στο ίδιο χώμα είχαν χτιστεί τώρα βίλες και τα βράδια άκουγες εύθυμη μουσική απ’ τα ανοιχτά φωτισμένα παράθυρα. Αποφάσισα, λοιπόν, ν’ αλλάξω δρομολόγιο, θα πήγαινα σε μια θεία μου, αδερφή της μητέρας μου, σε μια συνοικία που πλάι της περνούσε ο σιδηρόδρομος. Θυμάμαι, παιδί, όταν η μητέρα μου αρρώστησε από μελαγχολία, ετούτη η θεία μου μ’ είχε δυο χρόνια κοντά της, κι άκληρη όπως ήταν, μου ’δειξε μια λατρεία που δε θα ξεχάσω ποτέ. Το σπίτι, βέβαια, μύριζε υγρασία και, για δυστυχία μου, μαγείρευαν την ψαρόσουπα με ρύζι και αυγολέμονο, μα και το βράδυ στο κρεβάτι, ένοιωθα το πάτωμα να τραντάζεται καθώς περνούσε ο σιδηρόδρομος, κι ήταν μια καταπληκτική μαγεία για μένα. Πρώτη φορά στη ζωή μου η νύχτα δε με φόβιζε, την περίμενα, μάλλον, για να νιώσω αυτό το λίκνισμα στο κρεβάτι, που καμιά φορά, πολύ σπάνια, μου το ξαναδίνει μια μεγάλη ερωτική στιγμή.

Πήρα, λοιπόν, το θάρρος να ξαναρωτήσω τον άντρα, που τώρα κρεμούσε στα τσιγκέλια διάφορα κομμάτια ματωμένο κρέας.

- Κύριε, με συγχωρείτε, δεν είμαι επίμονος, αλλά νυχτώνει και βιάζομαι. Μήπως μπορείτε να μου πείτε κατά πού πέφτει η συνοικία τάδε;

Τα ρουθούνια του παίξανε με κακία. Το ’βλεπα πως ήθελε να με παιδέψει. Μα εγώ έγινα ακόμα πιο γλυκομίλητος.

- Μη νομίζετε πως είμαι κάνας αχάριστος. Μια μικρή πληροφορία θέλω, και θα μπορούσα να σας την ξεπληρώσω. Ξέρω, στις μέρες μας δεν μπορεί να ’ναι κανείς απλόχερος. Μια μικρή πληροφορία, να, τόση δα, ελάχιστη, κι εγώ θα κάνω ό,τι θελήσετε. Μη με βλέπετε έτσι καλοντυμένο. Θα μπορούσα, λόγου χάρη, να σας σκουπίσω όλα αυτά τα αίματα…

Περίμενα να δω την αντίδρασή του. Μα εκείνος μου ’χε στρέψει κιόλας τα νώτα. Πήγε στο βάθος, άνοιξε το μεγάλο ψυγείο, κι έβγαλε ένα δεύτερο αρνί. Τα αίματα είχαν βρέξει πια τα παπούτσια μου. "Θα ’ναι κουφός" είπα μέσα μου και με πήρε μια μεγάλη συμπόνια. Προχώρησα, λοιπόν, κι εγώ στην τύχη. Σε λίγο ήμουν έξω απ’ το συνοικισμό, σε μια ερημιά, σαν πλαγιά λόφου, γεμάτη αραιούς θάμνους.

- Θέλετε να πάμε μαζί; Άκουσα μια φωνή δίπλα μου. Αυτός ο δρόμος είναι λίγο δύσκολος, μα είναι ο συντομότερος.

Τρόμαξα κάπως, έτσι όπως ήταν γύρω ησυχία, μα σκεφθείτε την έκπληξή μου, όταν, γυρίζοντας, είδα δίπλα μου τον επιστάτη του σχολείου.

- Γιατί μου ’φερες το φλιτζάνι άδειο; ρώτησα, αρκετά θυμωμένος.

Κούνησε το κεφάλι του με αποδοκιμασία. Οι λέξεις βγήκαν μουντές, σαν τυλιγμένες σε μπαμπάκι, απ’ το φαφούτικο στόμα του:

- Έμαθες τόσα γράμματα, και δεν μπόρεσες ακόμα να καταλάβεις!

Έκανα να επιμείνω στην ερώτηση, μα τότε πρόσεξα πως ήταν πολύ γέρος, όχι όπως το πρωί. Δεν είχε τίποτα το αντιπαθητικό ή το πρόστυχο, μα όχι δε θα πήγαινα μαζί του για όλον τον κόσμο. Μπορούσε να γυρίσει στο σχολείο ή το ξενοδοχείο, δε μ’ ένοιαζε καθόλου, φτάνει να με άφηνε ήσυχο. Δε μπορούσα να τριγυρίζω στους δρόμους μ’ έναν άνθρωπο που πετάγεται σαν ακρίδα από δουλειά σε δουλειά και πού, το χειρότερο, γερνάει μέσα σε μια μέρα. Κάτι τέτοιες ταχυδακτυλουργίες είναι ύποπτες.

Έστριψα αριστερά και βρέθηκα σε μια ασφαλτοστρωμένη δημοσιά. Είχε νυχτώσει πια για καλά. Πού και πού κάνας περαστικός που περπατούσε με βιασύνη. Οι θολές ανταύγειες από κάτι μικρά λαμπιόνια στις γωνιές έκαναν να γυαλίζουν οι γραμμές του τραμ.
"Ακόμα να τις ξηλώσουν", και πήγα να χαμογελάσω, όταν άκουσα από μακριά το γνωστό καμπανάκι του τραμ. "Πού στο διάβολο βρίσκομαι, μήπως έχασα πάλι το δρόμο;" Φορούσα κι αυτήν την κουβέρτα στο κεφάλι που, ενώ με προστάτευε απ’ το ψιλόβροχο, μ’ έκανε να ιδρώνω και ν’ ανασαίνω δύσκολα. Ευτυχώς, σ’ ένα μεγάλο πλάτωμα, πλάι στο δρόμο, φάνηκε μια γυναίκα που έτρεχε. Ώσπου να αρθρώσω όμως την ερώτησή μου, αν πηγαίνω καλά, είχε κιόλας απομακρυνθεί, όταν παρουσιάστηκε ένας άντρας που έτρεχε κι εκείνος, προφανώς την κυνηγούσε. Τους έβλεπα να τρέχουν ο ένας πίσω απ’ τον άλλον σ’ ένα αδιάκοπο κύκλο, όταν πρόσεξα, πως τους χώριζε ένα ψηλό, σιδερένιο κιγκλίδωμα, οπωσδήποτε αδιαπέραστο, και χωρίς πουθενά πόρτα. Εκείνη έτρεχε μέσα απ’ το κιγκλίδωμα, εκείνος απ’ έξω. Κι όμως η γυναίκα φοβόταν, ενώ ήταν τόσο ασφαλισμένη, κι ο άντρας την κυνηγούσε, ενώ ήταν τόσο μάταιο. "Τρελοί για δέσιμο, συλλογίστηκα. Κι έναν αιώνα αν τρέχουν δε θα μπορέσει ποτέ να πιάσει ο ένας τον άλλον".

Η βροχή είχε δυναμώσει. Αποφάσισα, να μη ρωτήσω πια κανένα. Θα προσπαθούσα ολομόναχος να βρω το δρόμο, και, είμαι βέβαιος, όσο κι αν αργοπορούσα, τελικά θα τα κατάφερνα. Σα να πήρα καινούργιες δυνάμεις μ’ αυτή τη σκέψη. Και συνέχισα να προχωράω, όλη τη νύχτα, κάτω απ’ τη βροχή, ψάχνοντας για τη συνοικία που έμενε η θεία μου, μικρότερη αδερφή της μητέρας μου, χρόνια κι κείνη τώρα πεθαμένη…