Κυριακή 30 Ιουνίου 2013

James Douglas Morrison

Κυκλικά... Περιστροφικά... Περικυκλωμένα...
Κόκκινο... Πλούσιο... Κυκλικό τρικ μαγικό...
Άσωτο αιλουροειδές τρέχει προσεχτικά...
Εάν καταλαβαίνεις τι εννοώ...
Αυτό είναι το υπαρκτό φαντασιακό Βέρμοντ...
Το στόμα σ’ οδηγεί προς τα ‘δω...
Εγώ, προς τα ‘κει...
Όχι και τόσο ταχύ, το χέρι αρκετά αργό...
Για να υπάρχουμε στον χρόνο πεθαίνουμε οικοδομώντας πρίσματα σ’ έναν άδειο χώρο...
Η αλήθεια γρηγορότερη...
Αυτές οι διακοπές οι απειλές με όπλα, πυροβολόντας τη δημοκρατία...
Το όνειρο του προέδρου πίσω από τον θρόνο...
Τέσσερα σκοραρισμένα... Βιαστικός πυρετός, η κλινική...
Η σοφία της σύφιλης, γιατρός νοσοκόμα...
Ινδιάνοι αμερικανοί, Ατλαντίδα σώσε μας...
Οδήγησέ μας σε χρόνους ανάγκης...
Προσευχή στο σώμα του κυττάρου του μυαλού...
Προσευχή στη μέση κάποιου που προσεύχεται...
Στον στερνό ψίθυρο του απογεύματος...
Καθώς το χέρι ήσυχα γλιστράει μες στα γαλήνια αγκάθια, στις πέτρες, στις καταιγίδες...
Περιμένω τον ερχομό σου...
Δίχως αδιαφορία... Μίλα μου...
Μη μ’ αφήνεις μόνο εδώ πέρα στον βασανιστικό προθάλαμο της κλινικής...
Τα ανιαρά μπαρ, η μητέρα του...
Που θα βοηθήσει μ’ ένα σπίρτο κι ένα τσιγάρο...
Φεύγω...
Θεέ... Ποιο είναι τ’ όνομά σου;

Jim Morrison - Ερημιά ~ Τα κρυμμένα ποιήματα...

Edgar Allan Poe

Κοιτάξτε...
Μια πανηγυρική παράσταση είναι...
Σε αυτά τα τελευταία έρημα χρόνια...
Ένα πλήθος αγγέλων φτερωτό, στολισμένο...
Με πέπλα, και στα δάκρυα βουτημένο...
Κάθεται σ’ ένα θέατρο για να δει...
Ένα δράμα από ελπίδες και φόβους καμωμένο...
Ενώ η ορχήστρα στενάζει κάθε τόσο...
Τη μουσική των κόσμων...
Μίμοι, στο σχήμα του Υψίστου ντυμένοι...
Σιγομιλάν και σιγομουρμουρίζουν...


Και δώθε κείθε ξεπετάγονται...
Νευρόσπαστα σωστά, που πηγαινόρχονται...
Στις διαταγές τεράστιων άμορφων στοιχείων...
Που αλλάζουνε τα σκηνικά μπρος πίσω...
Σαλεύοντας με όρνιου φτερά...
Την αόρατη ένα γύρω δυστυχία...
Το ποικιλόμορφο αυτό δράμα, σίγουρα...
Δεν θα βολέψει να λησμονηθεί...
Μ’αυτό το φάντασμα που αιώνια κυνηγιέται...
Από 'να πλήθος, όπου δε βολεί να το τσακώσει...
Μεσ’ έναν κύκλο, όπου αιώνια στρέφοντας...
Ματαγυρνά στην ίδια θέση πάντα...
Κι όπου περίσσα τρέλα και πιότερη αμαρτία...
Και φρίκη της πλοκής του, ειν’ η ψυχή...
Μα ιδέστε, μεσ’στη χλαλοή των μίμων...
Μια χαμόσυρτη μορφή που εισβάλει...
Ένα πράμα αιματοκόκκινο, που νηματόστριφο...
Προβάλλει από τα ερημοσκότεινα βάθη της σκηνής...
Σα νήμα γυροστρέφει, γυροστρέφει...
Και σ’αγωνία θνητών οι μίμοι γίνονται βορά του...
Και κλαίνε λυγμικά τα σεραφείμ...
Θωρώντας τις μασέλες του ερπετού...
Από αίμα ανθρώπινο να ξεχειλάνε...
Κι έσβησαν, έσβησαν με μιας όλα τα φώτα...
Κι εμπρός απ’ όλες τις τρεμουλιαστές μορφές...
Η αυλαία νεκροσάβανο...
Πέφτει με τη μανία μιας καταιγίδας...
Ενώ οι άγγελοι χλωμοί κι αποσβησμένοι...
Σκώνονται, ρίχτουνε τα πέπλα και βεβαιώνουνε...
Πως το έργο αυτό ειν’ η τραγωδία που λέγεται “Ανθρωπος”...
Κι ο ήρωάς του είναι το Κυρίαρχο Σκουλήκι...

Νίκος Καζαντζάκης

Με κίντυνο, βαρυγκωμώντας...
Τρεκλίζοντας μέσα στο σκοτάδι...
Πασχίζω να τιναχτώ από τον ύπνο...
Να σταθώ λίγη ώρα, όσο μπορώ, όρθιος...
Μια μικρή ανυπόταχτη πνοή μάχεται μέσα μου απελπισμένα...
Να νικήσει την ευτυχία, την κούραση και τον θάνατο...
Γυμνάζω σαν άλογο πολεμικό το σώμα μου...
Το συντηρώ λιτό, γερό, πρόθυμο...
Το σκληραγωγώ και το σπλαχνίζομαι...
Άλλο άλογο δεν έχω...
Συντηρώ το μυαλό μου ακοίμητο, λαγαρό, ανήλεο...
Το αμολώ να παλεύει ακατάλυτα και να κατατρώει...
Φως αυτό, το σκοτάδι της σάρκας....
Άλλο αργαστήρι να κάνω το σκοτάδι φως δεν έχω...



Σάββατο 29 Ιουνίου 2013

Ναπολέων Λαπαθιώτης

Γύρω η μαυρίλα...
Μέσα η καρδιά μου...
Στο πάτημά μου...
Τρίζουν τα φύλλα...

Νερό, αργοκύλα...
Στολίδια γάμου...
Ξεσκίδια χάμου...
Ανατριχίλα...

Μέσ᾿ στο βιβλίο...
Σσκυμμένα μάτια...
Και δε διαβάζω...

Σιωπή, ερμιά, κρύο...
Πέρα;
Παλάτια...
Σκοινιά...
Σπαράζω...

Πάμπλο Νερούδα




Δε σε θέλω παρά γιατί σε θέλω...
Μα απ’ το θέλω στο δε σε θέλω πέφτω...
Κι απ’ το καρτέρα, όταν δε σε προσμένω...
Περνώ απ’ το παγερό στο πυρωμένο...
Σε θέλω μόνο γιατί εσένα θέλω...
Σε μισώ μα γι’ αγάπη σου προσπέφτω...
Κι είν’ της αθώας αγάπης μου το μέτρο...
Σαν τυφλός που αγαπά να μη σε βλέπω...
Το σκληρόψυχο του Γενάρη φέγγος...
Την καρδιά μου θα σιγολιώσει εφέτος...
Ανοίγοντάς μου στα κρυφά το στέρνο...
Μόνος στην ιστορία αυτή πεθαίνω...
Και πεθαίνω απ’ αγάπη αφού σε θέλω...
Σε θέλω, αγάπη, ως το αίμα κι ως το τέλος...

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2013

Ο χρόνος και το ποτάμι ~ Νικηφόρος Βρεττάκος

Τ' όνομά σου... Ψωμί στο τραπέζι...
Τ' όνομά σου... Νερό στην πηγή...
Τ' όνομά σου... Αγιόκλημα αναρριχόμενων άστρων...
Τ' όνομά σου... Παράθυρο ανοιγμένο τη νύχτα στην πρώτη του Μάη...

Τ' όνομά σου... Ρινίσματα ήλιου...
Τ' όνομά σου... Στροφή από φλάουτο τη νύχτα...
Τ' όνομά σου... Στα χείλη των αγγέλων τριαντάφυλλο...
Τ' όνομά σου... Κουδούνισμα αλόγων που σέρνουν την άνοιξη πίσω τους...
Τ' όνομά σου... Βροχούλα στου σπορέα το μέτωπο...
Τ' όνομά σου... Περίσσευμα στου βοσκού την καλύβα...
Τ' όνομά σου... Τοπίο χωρισμένο με χρώματα...
Τ' όνομά σου... Δυο δρυς που το ουράνιο τόξο στηρίζει τις άκρες του...

Τ' όνομά σου... Ένας ψίθυρος απ' αστέρι σε αστέρι...
Τ' όνομά σου... Ομιλία δυο ρυακιών μεταξύ τους...
Τ' όνομά σου... Μονόλογος ενός πεύκου στο Σούνιο...
Τ' όνομά σου... Ένα ελάφι βουτηγμένο ως το γόνατο σε μιαν άμπωτη ήλιου...

Τ' όνομά σου... Ροδόφυλλο σ' ενός βρέφους το μάγουλο...
Τ' όνομά σου... Πεντάγραμμο στις κεραίες των γρύλων...
Τ' όνομά σου... Ο Ηνίοχος στην άμαξα του ήλιου...
Τ' όνομά σου... Πορεία πέντε κύκνων που σέρνουν την πούλια μεσούρανα...

Τ' όνομά σου... Ειρήνη στα κλωνάρια του δάσους...
Τ' όνομά σου... Ειρήνη στους δρόμους των πόλεων...
Τ' όνομά σου... Ειρήνη στις ρότες των πλοίων...
Τ' όνομά σου... Ένας άρτος βαλμένος στην άκρη της γης, που περίσσεψε...

Τ' όνομά σου... Αέτωμα περιστεριών στον ορίζοντα...
Τ' όνομά σου... Αλληλούια πάνω στο Έβερεστ...

Η ώρα της κρίσεως ~ Oscar Wilde

Και έπεσε σιωπή την Ώρα της Κρίσεως και ο Άνθρωπος γυμνός στάθηκε εμπρός στο Θεό...
Και ο Θεός άνοιξε το Βιβλίο της Ζωής του Ανθρώπου...

Και είπε ο Θεός στον Άνθρωπο...
"Η ζωή σου ήταν κακή, έδειξες σκληρότητα σ’εκείνους που χρειάστηκαν τη συνδρομή σου και σ' εκείνους που χρειάστηκαν βοήθεια φέρθηκες με πικρία και σκληρότητα. Οι φτωχοί σου φώναξαν και δεν άκουσες έκλεισες τα αυτιά σου στη φωνή των βασανισμένων Μου. Καταχράστηκες την κληρονομιά των ορφανών και έστειλες τις αλεπούδες στον αμπελώνα του γείτονά σου. Πήρες τον άρτο των παιδιών και στα σκυλιά τον έδωσες για να τον φάνε, και τους λεπρούς Μου που ζούσαν ειρηνικά στους βάλτους και Με δόξαζαν, τους οδήγησες στις λεωφόρους και πάνω στη γη Μου από την οποία σε έπλασα έχυσες αίμα αθώων..."

Και ο άνθρωπος απάντησε...
"Αυτά τα έκανα..."

Και ο Θεός άνοιξε πάλι το Βιβλίο της Ζωής του Ανθρώπου...

Και είπε ο Θεός στον Άνθρωπο...
"Η ζωή σου ήταν κακή. Την ομορφιά που σου έδειξα έψαχνες να τη βρεις και το καλό που σου έκρυψα το προσπέρασες. Οι τοίχοι του δωματίου σου ήταν ζωγραφισμένοι με εικόνες κι από την αποτρόπαια κλίνη σου σηκωνόσουν με τον ήχο φλάουτου. Έχτισες επτά βωμούς για τα αμαρτήματα που υπέφερα και έφαγες από αυτό που δεν πρέπει να φαγωθεί, και η πορφύρα των ενδυμάτων σου ήταν κεντημένη με τα τρία αμαρτήματα της αισχύνης. Τα είδωλά σου δεν ήταν ούτε από ασήμι ούτε από χρυσό που διαρκούν μα από σάρκα που πεθαίνει. Μόλυνες τα μαλλιά τους με αρώματα και έβαζες στα χέρια τους ρόδια. Μόλυνες τα πόδια τους με ζαφορά και έστρωνες χαλιά για να πατούν. Μόλυνες τα μάτια τους με αντιμόνιο και με μύρρα άλειφες το σώμα τους. Υποκλινόσουν ως το πάτωμα μπροστά τους και στον ήλιο τοποθέτησες τους θρόνους των ειδώλων σου. Έδειξες στον ήλιο την αισχύνη σου και στη σελήνη την παραφροσύνη σου..."
Και ο άνθρωπος απάντησε... "Και αυτό το έκανα..."

Και Τρίτη φορά άνοιξε ο Θεός το Βιβλίο της Ζωής του Ανθρώπου...

Και είπε ο Θεός στον Άνθρωπο...
Κακή ήταν η ζωή σου. Με κακό ανταπέδωσες το καλό και με αδικία την καλοσύνη. Δάγκωσες τα χέρια που σε τάισαν και περιφρόνησες το στήθος που σε θήλασε. Αυτός που ερχόταν σε σένα με νερό έφευγε διψασμένος και τους ληστές μου που σε έκρυψαν τη νύχτα στις σκηνές τους τους πρόδωσες πριν ξημερώσει. Τον εχθρό σου που σε ευσπλαχνίστηκε τον παγίδεψες με ενέδρα και το φίλο που πορεύτηκε μαζί σου τον πούλησες και την Αγάπη την ανταπέδιδες με Πόθο..."

Και ο Άνθρωπος απάντησε και είπε... "Και αυτά τα έκανα..."

Και ο Θεός έκλεισε το Βιβλίο της Ζωής του Ανθρώπου και είπε... "Θα σε στείλω σίγουρα στην Κόλαση..."

Και ο Άνθρωπος φώναξε... "Δε μπορείς..."

Και ο Θεός είπε στον Άνθρωπο... "Και για ποιο λόγο δεν μπορώ να σε στείλω στην Κόλαση..."

"Γιατί πάντα στην κόλαση έζησα" απάντησε ο Άνθρωπος...

Και έπεσε σιωπή την Ώρα της Κρίσεως...

Και ύστερα από λίγο μίλησε ο Θεός και είπε στον Άνθρωπο...
"Βλέπω πως δεν μπορώ να σε στείλω στην Κόλαση. Θα σε στείλω στον Παράδεισο..."

Και ο Άνθρωπος φώναξε... "Δε μπορείς..."

Και είπε ο Θεός στον Άνθρωπο... "Και για ποιο λόγο δε μπορώ να σε στείλω στον Παράδεισο;"

"Γιατί ποτέ, και με κανένα τρόπο δε μπόρεσα να τον φανταστώ", απάντησε ο Άνθρωπος...

Και έπεσε σιωπή την Ώρα της Κρίσεως...

Το να πεθαίνεις είναι μια τέχνη ~ Sylvia Plath

Λαίδη Λάζαρος

Σύντομα...

Σύντομα η σάρκα...
Που στη σπηλιά του τάφου έχει φαγωθεί...
Σε μένα θα επιστραφεί...

Κι εγώ μια χαμογελαστή γυναίκα...
Είμαι μόλις τριάντα...
Και σαν την γάτα μπορώ να χάσω τη ζωή μου εφτά φορές...

Η τρίτη είναι αυτή...
Τι σκουπιδαριό...
Να εκμηδενίζεις τις δεκαετίες...

Πόσα μύρια νήματα...
Το πλήθος που μασουλά φιστίκια...
Στριμώχνεται να δει...

Να με ξετυλίγουν χέρια και πόδια...
Το μεγάλο ξεγύμνωμα...
Κυρίες και κύριοι...

Αυτά είναι τα χέρια μου...
Τα γόνατά μου...
Μπορεί να είμαι πετσί και κόκαλο...

Αλλά είμαι η ίδια, πανομοιότυπη γυναίκα...
Όταν συνέβη για πρώτη φορά ήμουνα δέκα...
Ήταν ατύχημα...

Τη δεύτερη...

Σκόπευα να διαρκέσει και να μην ξαναγυρίσω πια...
Λικνιζόμουν κλειστή...
Σαν όστρακο...
Αναγκάστηκαν ξανά και ξανά να με φωνάξουν...
Κι από πάνω μου να βγάλουν τα σκουλήκια σαν κολλώδη μαργαριτάρια...

Το να πεθαίνεις...

Είναι μια τέχνη...
Όπως και καθετί άλλο...
Εγώ το κάνω εξαιρετικά καλά...

Σονέτο του γλυκού παραπόνου ~ Federico García Lorca


Φοβάμαι μη χάσω το θαύμα...
Των αγαλμάτινων ματιών σου και τη μελωδία...
Που μου αποθέτει τη νύχτα στο μάγουλο...
Το μοναχικό ρόδο της ανάσας σου...
Πονώ που είμαι σε τούτη την όχθη...
Κορμός δίχως κλαδιά...
Μα πιότερο λυπάμαι...
Που δεν έχω τον ανθό, πόλφο ή πηλό...
Για το σκουλήκι του μαρτυρίου μου...
Αν είσαι εσύ ο κρυμμένος μου θησαυρός...
Αν είσαι εσύ ο σταυρός και ο υγρός μου πόνος...
Αν είμαι το σκυλί της αρχοντιάς σου...
Μη με αφήσεις να χάσω ό,τι έχω κερδίσει...
Και στόλισε τα νερά του ποταμού σου...
Με φύλλα από το φρενοκρουσμένο μου φθινόπωρο...

Ο γέρος και η θάλασσα ~ Ernest Hemingway

...Το ψάρι είναι φίλος μου, είπε δυνατά.
Δεν έχω ξαναδεί ούτε έχω ξανακούσει για κανένα τέτοιο ψάρι.
 Όμως πρέπει να το σκοτώσω. Πάλι καλά που δεν είμαστε αναγκασμένοι να σκοτώσουμε τ’ αστέρια...

Φαντάσου να έπρεπε κάθε μέρα κάποιος να προσπαθεί να σκοτώσει το φεγγάρι, συλλογίστηκε...
Το φεγγάρι σώνεται και χάνεται...
Φαντάσου όμως να ήταν αναγκασμένος κάθε μέρα κάποιος να προσπαθεί να σκοτώσει τον ήλιο; Γεννηθήκαμε τυχεροί, σκέφτηκε...

Τότε, λυπήθηκε το μεγάλο ψάρι που δεν είχε τίποτα να φάει μα η απόφασή του να το σκοτώσει δεν κλονίστηκε στιγμή από τη λύπησή του για αυτό....
Πόσους ανθρώπους θα ταΐσει, σκέφτηκε...
Όμως αξίζουν να το φάνε;
Όχι βέβαια...
Κανείς δεν είναι άξιος να το φάει, έτσι όπως φέρεται, και έτσι περήφανο που είναι...

Δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα πράγματα, σκέφτηκε...
Όμως πάλι καλά που δεν είμαστε αναγκασμένοι να προσπαθήσουμε να τα βάλουμε με τον ήλιο, το φεγγάρι ή τ’ αστέρια...
Φτάνει που ζούμε από τη θάλασσα και σκοτώνουμε τα αληθινά μας αδέλφια...