Κυριακή 9 Απριλίου 2017

Federico García Lorca ~ Η Προαίσθηση


Η προαίσθηση
Είναι το βυθόμετρο της ψυχής
Μες στο μυστήριο,
Το ένστικτο της καρδιάς
Που ερευνά τα σκοτάδια
Του χρόνου.

Το χτες είναι ότι έχει μαραθεί,
Η νοσταλγία
Και το κοιμητήρι
Της ανάμνησης.

Το προχτές
Είναι ότι έχει πεθάνει
Η κατοικία της ιδέας που αγωνιά,
Των αχαλίνωτων Πήγασων,
Ζούγκλα της ανάμνησης
Και ερημότοποι
Χαμένοι μες στην ομίχλη
Του ονείρου.

Τίποτα δεν ταράζει τους περασμένους
Αιώνες.
Δεν μπορούμε
Ν' αποσπάσουμε ένα στεναγμό
Απ' τα συντελεσμένα.
Το παρελθόν φοράει
Το σιδερένιο θώρακά του
Και βουλώνει τ' αυτιά του
Με το μπαμπάκι του ανέμου.
Ποτέ δε θα μπορέσουν να του αποσπάσουν
Ένα μυστικό.

Οι μυώνες του των αιώνων
Κι ο εγκέφαλός του
Με τις θνησιγενείς
Σκέψεις,
Ποτέ δεν θα προσφέρουν το ποτό
Που λαχταρά η διψασμένη καρδιά.

Ωστόσο, το μελλοντικό παιδί
Θα μας αποκαλύψει ένα μυστικό
Όταν θα παίζει στο αστρικό του
Κρεβατάκι.
Κι είν' εύκολο να το ξεγελάσεις
Κι έτσι,
Ας του δώσουμε με τρυφερότητα
Το στήθος μας,
Γιατί ο σιωπηλός ασπάλακας
Της προαίσθησης
Θα μας επιστρέψει τα κουδουνάκια του
Όταν θ' αποκοιμηθεί.

Παρασκευή 7 Απριλίου 2017

Γιώργος Σαραντάρης ~ Γράμματα Σε Μια Γυναίκα


Η γυναίκα:
- Γιατί με ρωτάς για την ψυχή μου; Όταν ακούω τη λέξη ψυχή νιώθω μια άγνοια ασυγχώρητη...


Είπες, και δεν μιλούσες παρά στον εαυτό σου, όταν είμαστε δυο που αντικρίζουμε τον θάνατο, κλέβουμε ο ένας απ' τον άλλον κάποια ελπίδα, κάποια ισχνή βεβαιότητα στην υπόσταση μιας ακέραιας ουσίας που δεν καταστρέφεται ποτέ. Αντλούμε θάρρος μακριά απ' την εικόνα μας, προσποιούμενοι πως θεσπίζουμε μια θεσπέσια ανυποψίαστη στους πολλούς αφάνταστα πλατιά ύπαρξη· όπου χωράμε εγώ και εσύ, και ίσως ακόμα όσοι τρέφουν συμπάθεια προς εμάς. Μας φαίνεται πως εκείνο το ίδιο δέος, που άξαφνα αποκαλύπτεται όταν ατενίζουμε την μοναξιά μας, τώρα μας αγναντεύει και μας πολιορκεί αλλάζοντας όψη, παίρνοντας ένα πιο ήπιο πρόσωπο, και γίνεται σεβασμός σε μια οντότητα πληρέστερη, άρα πιο ήσυχη, διάφορη απ' τον εαυτό μας. [...]

Από τους δυό μας λείπει η ενιαία πνοή, ο ίδιος συλλογισμός γύρω απ' τα εγκόσμια. Μας ένωσε μια αμφίβολη ομοιότητα στις ψυχές. Η στέρηση από γόνιμο έδαφος, που νιώθαμε κάτω απ' τα πόδια, καταστάλαξε στα βλέμματά μας που τη σύμπτωση πόνου έκριναν αμοιβαία συμπάθεια. Αλλά τα πράγματα έχουν σαφώς τεθεί από τον Πλάστη, μπορεί για τα καθέκαστα να επαρκεί ο κοινός μόχθος, μόνοι όμως αντιμετωπίζουμε το παν, δηλαδή το δίχως πρόσωπο σύμπαν. [...]

Είσαι ελεύθερη. Δεν σ' έχω στην κατοχή μου. Όταν μου ομολόγησες πως πιότερο απ' όλα λατρεύεις την ελευθερία σου, ένιωσα πως άθελά μου είχα γυρέψει να σου την αφαιρέσω, αλλά ύπουλα, που σ' έβλεπα να μην προσέχεις, βυθισμένη σε μια υπέρμετρη χαρά ή σε μια απέραντη θέα, να βγαίνεις από το ίδιο σου πνεύμα ν' αφοσιώνεσαι σε μια ζωή σταματημένη. Έδιωχνες από το το είναι σου την αληθινή ευφυΐα του, παρατούσες εκείνη τη δύναμη που διαρκώς σε ανανεώνει και σε δείχνει έτοιμη και παρούσα. Σε ώθησα προς την περιπέτεια προς το όραμα, και ίσως μέσα μου έτρεμε μια ελπίδα, να παραμείνεις εκεί, να μη σου είναι βολετό να επιστρέψεις, μάταια να συσπείρεσαι όταν σε κεντρίζει η νοσταλγία. Και η ανάμνηση ακόμα να σου 'φευγε. 

Αλλά εσύ δεν δίνεσαι. Βασανίζεσαι να δοθείς, αλλά δεν σ' αφήνει κάποιος άνεμος, κάποια φούρια που σηκώνεται από τα σπλάχνα σου, όταν πάει να μεστώσει ένας δικός σου πόθος για ηδονή για μέθη που λιγώνει το σώμα και το πνεύμα. Δεν χαίρεσαι μια τελειωμένη ανθρώπινη χαρά, δεν πάσχεις ένα τίμιο συμμετρικό πάθος. Δεν παίρνεις από τα χάδια που έχουν οι μέρες οι κλειστές, οι μέρες που μοιάζουν δωμάτια για γάμο και γιορτή. Ακολουθείς μια γραμμή που συστρέφεται γύρω απ' τον εαυτό σου και λάμπεις, σπέρνεις φως, αλλά η φωνή σου είναι χλωμή. Θέλεις τη βοήθεια του πλησίον, γιατί δεν ξέρεις από έργα δεν γνωρίζεις από θεωρία που να υπερβαίνει τον χρόνο και τους ανθρώπους.[...]

Στην επιθυμία να σφίξουμε τις σχέσεις μας όσο εκεί που δεν παίρνει, στον πόθο ν' απολαύσουμε την ηδονή που τα σώματά μας φανερά υποσχόντουσαν το ένα στο άλλο, τέλος το λεπτό αίσθημα της διαφοράς ανάμεσά μας, διαφορά δυο υποστάσεων, που μας άγγιζε ύστερα απ' τις ειλικρινέστερες εκμυστηρεύσεις απ' την πιο εξαντλητική απογύμνωση, απ' την ασυνείδητη και αφελέστατη τάση να ταιριάξουν οι αναπνοές μας, σαν γοητεία που τη σκόρπισε ο αγέρας, σ' όλες λοιπόν αυτές τις σκιές αισθημάτων έτρεχε ένα ρίγος, στον ουρανό τους σαν σύννεφο ταξίδευε η ακαθόριστη μυρωδιά της σάρκας, που δεν είναι πια σάρκα γιατί έγινε λαχτάρα και ψυχική δόνηση.
Ο λυρισμός δεν είναι άλλο πατά η πλέρια αισιοδοξία μας.

Από τη φύση σου φεύγεις, τώρα που νιώθεις πως υπάρχεις. Τώρα καταλαβαίνεις το φοβερό εμπόδιο του χρόνου, την αναπότρεπτη μικροπρέπεια του θανάτου και ποθείς την προσήλωση σε τούτη την αλήθεια, σ' αυτό τον εαυτό σου που βγήκε ξαφνικά από το χάος, και γέμισε με την πεποίθησή του σαν ογκώδες φως το κενό, προίκισε μ' ένα μοναδικό παλμό μια καρδιά που πήγαινε να ξεψυχήσει.

Σαν μια σιγή υπήρξες στο παρελθόν, τώρα μετουσιώθηκες, και παρδαλή εικόνα του βίου σου βλέπεις τις χθεσινές αγάπες. Γιατί ο εαυτός σου δεν πλαγιάζει εκεί, τρέχει μπροστά και αυθόρμητα σηκώνεται να τον προφτάσεις, για να είσαι εσύ, να είσαι συ πριν σκορπιστεί η πίστη, κάθε πίστη, από το σύμπαν.

Τώρα δεν έχεις πια καμώματα, δεν κρύβεσαι, δεν οπισθοχωρείς. Γιατί στον ανοιχτό αγώνα η τύχη σου, ο αγώνας η τύχη σου ευγενική συμπεριφορά θ' αναδείξουν. Κι η μοναξιά σου, αν χαθεί η ειδή σου, σαν άγαλμα θα παραμείνει.

- Σήμερα δεν αγαπάω πια - το είπες με παράξενη σκληρότητα, προσπαθώντας να μη με κοιτάξεις, τόσο φοβόσουνα να διαβάσεις στα μάτια μου μια έκπληξη που θα ήταν και η δική σου. Αλλά, αν δεν είδα το βλέμμα σου, μολαταύτα σε πίστεψα, είχε τέτοιο χρώμα η μιλιά σου, τέτοιο βάρος η σιωπή που ακολούθησε τα λόγια, ώστε εγώ δεν μπόρεσα να κρατηθώ. Έστρεψα όλη μου την προσοχή στη μορφή σου θέλοντας ν' αγκαλιάσω την υπόστασή σου, να δω αν ολάκερη έφεγγε στο σημείο που έδειχνα τα λόγια. Τότε κατάλαβα την ειλικρίνειά σου και τον τρόπο της. Ένιωσα την πραγματικότητα που έθιγε η διάθεσή σου.

- Σήμερα δεν αγαπάω πια - Ήθελες να πεις πως αγαπάς τον εαυτό σου, τον προορισμό σου. Αλλά έναν εαυτό σου που δεν είναι άλλο παρά ο εαυτός σου (κι όχι η αυταπάτη της ενότητας ενώ είμεθα δυο, που δημιουργεί ο έρωτας), έναν προορισμό γύρω από ένα πρόσωπο, το δικό σου. Και γιατί μ' εκτιμούσες, γιατί με τοποθετούσες πάνω απ' τον εαυτό σου τις στιγμές που έπαυες να σκέφτεσαι και επέστρεφες στο παλαιό σου ήθος, γι' αυτό επέμενες στη γνώμη σου χωρίς σχεδόν καμιά μελαγχολία γυναικεία.
- Εσύ δεν μ' αγαπάς - Σα να ζητούσες να φέρεις τα πράγματα στη θέση τους, να διευθύνεις και εμένα και εσένα εκεί όπου άλλωστε αύριο θα μας οδηγούσε μόνος του ο οίστρος μας, μακριά από αγάπη και έρωτα, στο έργο. [...]

Θα μάθουμε μαζί να σωπαίνουμε, ο ένας θα διδάξει στον άλλο τη διάκριση του ανθρώπου αγνάντια στη μυστική πνευματική τροφή του, εκείνο το δυσκατάληπτο σεβασμό προς τα μελλούμενα, που και οι δυο αγνοούμε. Ο καθένας από κάποιον καιρό στοχάζεται την περιωπή του άλλου, κι όταν ακόμα ο νους του πέφτει κάθετα στον εαυτό του, λογαριάζει τον άλλο, γιατί ο άλλος, ο αναντικατάστατος άλλος, πλημμυρίζει τη σκιά όπου το είναι μας περνάει θερμαίνει με την παρουσία του μια ατμόσφαιρα που, αλλιώς, δεν θα άχνιζε τέτοιαν ευθυμία τέτοια μετρημένη αναπαυμένη χαρά. Και εσύ οφείλεις να το ξέρεις, μόνοι μας σκάβουμε τη χαρά, αλλά απροκάλυπτη και ιλιγγιώδη σαν άβυσσο. [...]

Τετάρτη 5 Απριλίου 2017

Γιώργος Μακρής ~ Απόσταση


Πνιγόντουσαν τα λόγια σπρώχνοντας

Μια πέτρα στο στόμιο της πηγής τους

Κι οι δαυλοφόροι μέσα στο προαύλιο

Πρέπει να είχαν σβήσει τους δαυλούς τους

Από φόβο
μήπως το φώς γίνει στο τέλος η αίτια.

Κι οι δαυλοφόροι ήτανε πάντα ανύπαρκτοί

Ούτε το προαύλιο ξέρουμε να υπάρχει.

Όμως υπήρχε φως και κάποιος φύσηξε τη φλόγα

Ίσως οι δαυλοφόροι που κοιμήθηκαν.


Είμαστε πάντα εκεί

Που κρέμεται το κινητό σκοτάδι

Εκεί που οι διαστάσεις πρέπει να συγχέονται

Και αμφιβάλουμε αλήθεια αν είναι υπαρκτές.


Είμαστε πάντα εκεί
Που ζουν οι αιώνιοι άνεμοι και οι θάλασσες οι φιλικές

Ο αγώνας τους και μείς για να παρατηρούμε.

Έχουμε την απόλαυση του θεάματος
Μιας κινητής σειράς μεταλλικών ραμφών

  Όπου αέναα τον άνεμο δολοφονούν

Κι αυτός πάντα προτάσσει εν’ άλλο στήθος.


Οι νυχτερινές θάλασσες φοράνε την πρωινή

Μάσκα της καλοσύνης.

Οι ημερήσιες θάλασσες φοράνε τη νυχτερινή

Μάσκα της κακίας.

Και μείς στη γέφυρα του τρίτου ποταμού

Που το πρωί στις όχτες του ξερνιούνται οι πνιγμένοι

Δεν είδαμε ποτέ το πρόσωπό τους.

Ούτε και τα δικά μας πρόσωπα δεν ξέρουμε καλά

Ούτε να τα μαντεύσουμε μπορούμε

Όσο και αν σφίξουμε τα χέρια μας χωρίζει

Τις επιφάνειες μιας ποσότητα ανέμου.


Οι δαυλοφόροι έπεσαν να κοιμηθούν γι’ αυτό το λόγο

Και μείς γυρίζουμε την πλάτη σε κάθε μια πνοή φωτός

ή και χαμογελάμε.

Και κάθε νύχτα ρίχνουμε μια πέτρα στο βυθό

Και κάθε νύχτα τραγουδάμε μια κοπέλα

Που πνίγηκε μέσα σ’ έναν καθρέφτη.

Κι όταν γεμίσει η θάλασσα από πέτρες

ή ο αέρας πήξει σ’ έναν ήχο

Πάλι δεν θα υπάρξει αποτέλεσμα.

Fernando Pessoa ~ Μεθυσμένος Aπό Aισθήσεις


[The Persistence of Memory - Salvador Dali]

Όταν κοιμάμαι πολλά όνειρα, βγαίνω στο δρόμο, με τα μάτια ορθάνοιχτα, αλλά ακολουθώντας ακόμη τα ίχνη και τη βεβαιότητά τους. Και μένω έκπληκτος από τον αυτοματισμό μου που κάνει τους άλλους να με αγνοούν. Γιατί διασχίζω την καθημερινή ζωή χωρίς ούτε μια στιγμή να αφήσω το χέρι της αστρικής μου παραμάνας, και τα βήματά μου ηχούν κουρδισμένα, εναρμονισμένα με τα σκοτεινά σχέδια της ενύπνιας φαντασίας μου. Ωστόσο, προχωρώ με βήμα σταθερό, δεν σκοντάφτω, απαντώ σωστά, υπάρχω.

Μα στην πρώτη ανάπαυλα, όταν δεν χρειάζεται πια να προσέχω το ρυθμό των βημάτων μου, για να αποφεύγω τα οχήματα ή για να μην πατήσω τους πεζούς, όταν δεν είναι ανάγκη να μιλήσω, κι έχω απαλλαγεί από την υποχρέωση να μπω σε κάποια κοντινή πόρτα, τότε ανοίγομαι και πάλι στα πελάγη του ονείρου, σαν ένα χάρτινο καραβάκι με τις μυτερές του άκρες, και επιστρέφω στην ετοιμοθάνατη παραίσθηση μου, που λίκνισε την αόριστη συνείδησή μου της χαραυγής, μέσα στο θόρυβο των κάρων που έρχονταν από τους λαχανόκηπους.

Κι είναι τότε, την ώρα που σφύζει η ζωή, που το όνειρο ξετυλίγει τον μεγαλόπρεπο κινηματογράφο του. Κατεβαίνω μια ανύπαρκτη οδό της Κάτω Πόλης, και η πραγματικότητα ζώων που δεν υπάρχουν, μου τυλίγει τρυφερά το μέτωπο μ' ένα άσπρο μαντίλι ψεύτικων αναμνήσεων. Είμαι θαλασσοπόρος στις άγνωστες θάλασσες του εαυτού μου. Έφυγα νικητής από παντού όπου δεν πήγα. Κι είναι μια νέα αύρα, αυτή η υπνηλία που μέσα της προχωρώ, γερμένος μπροστά σε μια πορεία προς το αδύνατο.

Ο καθένας έχει το δικό του αλκοόλ. Το γεγονός της ύπαρξής μου, μου προσφέρει αρκετές δόσεις αλκοόλ. Μεθυσμένος από αισθήσεις, περιπλανιέμαι βαδίζοντας ίσια μπροστά μου. Αν δεν είναι η ώρα, πηγαίνω μέχρι το ποτάμι, να δω το ποτάμι, σαν όλους τους άλλους. Είμαι ίδιος μ' αυτούς. Και πίσω από όλα αυτά, ο ουρανός μου, όπου το άστρο μου ακτινοβολεί κρυφά στο δικό μου άπειρο.

Απόσπαμα από Το Βιβλίο της Ανησυχίας

Τρίτη 4 Απριλίου 2017

Charles Baudelaire ~ Ο Καθένας Με Τη Χίμαιρά του

[Gustave Moreau - Chimère]

Κάτω από έναν απέραντο γκρίζο ουρανό, σε μια μεγάλη σκονισμένη πεδιάδα, χωρίς δρόμους, χωρίς χλόη, δίχως ένα γαϊδουράγκαθο, δίχως μια τσουκνίδα, συνάντησα πολλούς ανθρώπους που περπατούσαν σκυφτοί. Ο καθένας τους κουβαλούσε στην πλάτη του μια πελώρια Χίμαιρα, βαριά σαν ένα σακί αλεύρι ή κάρβουνο, ή σαν τον εξοπλισμό ενός Ρωμαίου στρατιώτη του πεζικού.

Αλλά το τερατόμορφο ζώο δεν ήταν ένα άψυχο βάρος, αντίθετα, τύλιγε και συμπίεζε τον άνθρωπο με τους ελαστικούς και δυνατούς μυς του, γαντζωνόταν με τα δυο μεγάλα νύχια του στο στήθος του υποζυγίου του και το μυθικό του κεφάλι δέσποζε πάνω στο μέτωπο του ανθρώπου σα μια απ' αυτές τις φριχτές περικεφαλαίες που φορούσαν οι παλιοί πολεμιστές ελπίζοντας να τρομάξουν περισσότερο τον εχθρό. Ρώτησα έναν απ' αυτούς τους ανθρώπους να μου πει που πήγαιναν έτσι. Μου απάντησε πως δεν ήξερε τίποτα, ούτε αυτός ούτε οι άλλοι, αλλά πως ήταν ολοφάνερο ότι κάπου πήγαιναν, αφού τους έσπρωχνε μια ακατανίκητη ανάγκη να περπατήσουν.

Και κάτι άξιο περιέργειας: κανείς απ' αυτούς τους ταξιδιώτες δε φαινόταν εξοργισμένος με το άγριο θηρίο που ήταν κρεμασμένο στο λαιμό του και κολλημένο στη ράχη του. Θα έλεγε κανείς ότι το λογάριαζε σα μέρος του εαυτού του. Όλα αυτά τα κουρασμένα και σοβαρά πρόσωπα δεν έδειχναν καμιά απελπισία, κάτω από τον μελαγχολικό θόλο του ουρανού, με τα πόδια βυθισμένα μέσα στη σκόνη μιας γης το ίδιο απελπισμένης μ΄αυτό τον ουρανό, βάδιζαν με το υποταγμένο πρόσωπο αυτών που είναι καταδικασμένοι να ελπίζουν πάντα.

Και η πομπή πέρασε πλάι μου και βυθίστηκε μέσα στην ατμόσφαιρα του ορίζοντα, στο σημείο που η στρογγυλή επιφάνεια του πλανήτη ξεφεύγει από την περιέργεια της ανθρώπινης ματιάς.

Και για λίγα λεπτά μ' έπιασε το πείσμα να θέλω να καταλάβω αυτό το μυστήριο, αλλά γρήγορα η ακατανίκητη Αδιαφορία με κυρίεψε και βρέθηκα πιο βαριά εξουθενωμένος εγώ παρά αυτοί από τις συντριπτικές τους Χίμαιρες.

Σάββατο 1 Απριλίου 2017

Ποιός ξέρει ~ Μαρία Πολυδούρη



Καμμιὰν ἀπὸ τὶς πίκρες μου δὲ γνώρισες
τὶς πίκρες μου τὶς ἄσωστες τὶς μαῦρες.
Καὶ στῶν ματιῶν μου μέσ᾿ στὸ φεγγοβόλημα
τὰ δάκριά μου στεγνωμένα τὰ ᾿βρες.

Ἐσὺ μονάχα τὸ γλυκὸ χαμόγελο
καμάρωσες στὰ χείλη μου ἁπλωμένο
κ᾿ ἔχες μέσ᾿ στῶν ματιῶν μου τὸ ξαστέρωμα
τὸν πόθο σου τρελλὰ καθρεφτισμένο.

Μὲ γνώρισες νὰ γέρνω στὴν ἀγάπη σου
σὰν πεταλούδα στὸ ἄλικο λουλούδι
καὶ νὰ σκορπίζω ὅσο ἡ καρδιά μου ἐδύνοταν
μεθυστικὸ τὸ ἐρωτικὸ τραγούδι.

Γνώρισες τῆς χαρᾶς μου τὸ ἄγριο ξέσπασμα
στὸν ἀνοιξιάτικον ἀγρὸ ποὺ εὐώδα
λαχτάρας κύμα ἐγίνονταν ἡ ἀγκάλη μου
τὰ νειάτα σου νὰ σφίγγη καὶ τὰ ρόδα.

Ἐσὺ ποτὲ κρυφὰ δὲν ἀκολούθησες
τὸ βῆμα μου σὰν φεύγω ἀπὸ κοντά σου
κι᾿ ὅμως καὶ μὲ τὴ σκέψη σου μοῦ δόθηκες
καὶ μὲ τὴ φλόγα ἀκόμα τοῦ ἔρωτά σου.

Μὰ ποιὸς τὸ ξέρει ἄν, μία στιγμὴ βρισκόσουνα
κάπου ποὺ νὰ μὲ βλέπεις ὅταν γέρνω
καὶ σκύβω μαζωχτὴ κάτω ἀπὸ τἄγριο
χτύπημα, τὶς στριγγὲς φωνὲς ποὺ σέρνω
ἂν ἄκουες, καὶ στοῦ πόνου τὸ ξεχείλισμα
τὸ δόσιμο στὸ ξέψυχο μεθύσι,
τὰ δάκρια, ὤ, θὰ μ᾿ ἀρνιόσουν ὅλα ἂν τἄβλεπες.
Κι᾿ ὅμως μου λὲς πὼς μ᾿ ἔχεις ἀγαπήσει.