Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013

ο Ξένος ~ Albert Camus



Είχα διαβάσει κάποτε ότι στη φυλακή τελικά χάνεις την αίσθηση του χρόνου. Όμως αυτό δεν είχε και τόση σημασία για μένα. Δεν είχα διαπιστώσει πόσο οι μέρες μπορούσαν να'ναι μεγάλες και συνάμα μικρές. Μεγάλες για να τις ζεις, σίγουρα, όμως τόσο παρατραβηγμένες που στο τέλος δεν ξέρεις που τελειώνει η μια και που αρχίζει η άλλη. Στη φυλακή, έχαναν τ'όνομα τους. Οι λέξεις «χθες» ή «αύριο» ήταν οι μοναδικές που εξακολουθούσαν να έχουν κάποιο νόημα για μένα.

Όταν μια μέρα ο φύλακας μου είπε ότι ήμουν μέσα πέντε μήνες, το πίστεψα μα δεν το συνειδητοποίησα. Για μένα, η ίδια μέρα κυλούσε μες στο κελί μου αδιάκοπα, κι έκανα συνεχώς την ίδια δουλειά. Έτσι, μόλις έφυγε ο φύλακας, κοιτάχτηκα στη σιδερένια καραβάνα μου. Μου φάνηκε ότι το είδωλο μου έμενε σοβαρό ακόμα κι όταν προσπαθούσα να του χαμογελάσω. Κούνησα την καραβάνα πέρα δώθε μπροστά στο πρόσωπο μου. Χαμογέλασα, κι εκείνο εξακολουθούσε να έχει το ίδιο σοβαρό και θλιμμένο ύφος.

Η μέρα ξεψυχούσε και ήταν η ώρα που γι'αυτή δε θέλω να μιλώ, η ώρα δίχως όνομα, όπου οι βραδινοί θόρυβοι ανέβαιναν απ'όλα τα πατώματα της φυλακής με συνοδεία σιωπής. Πλησίασα στο φεγγίτη, κι εκεί, στο στερνό φως της μέρας, περιεργάστηκα γι'άλλη μια φορά το είδωλο μου. Συνέχιζε να είναι σοβαρό, κι άλλωστε τι το περίεργο, αφού εκείνη τη στιγμή ήμουν κι εγώ σοβαρός;

Ταυτόχρονα όμως, και για πρώτη φορά μετά από μήνες, άκουσα ευδιάκριτα τον ήχο της φωνής μου. Την αναγνώρισα γιατί ήταν η ίδια που αντηχούσε εδώ και πολλές κιόλας μέρες στ'αυτιά μου και συνειδητοποίησα ότι όλον αυτό τον καιρό μονολογούσα. Θυμήθηκα τότε τι έλεγε η νοσοκόμα στην κηδεία της μαμάς. Όχι, δεν υπήρχε διέξοδος, και κανένας δεν μπορεί να διανοηθεί τι σημαίνει το βράδυ στη φυλακή...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου