Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2013

Ernesto Sabato ~ Αββαδών ο Εξολοθρευτής

Ήρθ’ ένας  πελάτης κι αγόρασε τσιγάρα. Ύστερα από κάμποσο ο Καρλούτσο είπε σιβυλλικά...
- Γαμώ την πουτάνα μου! Αν είχαμε Αναρχία!
Ο Νάτσο τον κοίταξε παραξενεμένος.
- Αναρχία;
- Ναι, Νάτσο, η Αναρχία.
- Και τι είναι αυτό;
Ο Καρλούτσο κάθισε στο σκαμνάκι του και χαμογέλασε με στοχαστικά και νοσταλγικά μάτια. Ήταν φανερό  ότι σκεφτόταν κάτι πολύ μακρινό, όμως πολύ όμορφο… στις μεγάλες του στιγμές, όταν ο Καρλούτσο ετοιμαζόταν να καταπιαστεί με κάποια απ’ αυτές τις ιδέες που ένιωθε βαθιά μέσα στην καρδιά του, άλλαζε τα φύλλα του ματέ, έδινε χρόνο στον εαυτό του και προετοίμαζε αυτό που ήταν να πει με μεγάλες σιωπές, όπως τ’ αγάλματα που τοποθετούνται στις πλατείες περιτριγυρισμένα από μεγάλους άδειους χώρους που τα αναδείκνυαν σ’ όλη τους την ομορφιά...
- Θα σου κάνω μια ερώτηση, Νάτσο. Άκου καλά.
- Ναι.
- Ποιος έκαμε τη Γη, τα δέντρα, τα ποτάμια, τα σύννεφα, τον ήλιο;
- Ο Θεός.
- Εντάξει, εντάξει. Ανήκουν τότε σε όλους και όλοι έχουν δικαίωμα να έχουν δέντρα και να λιάζονται. Πες μου, τα πουλιά χρειάζεται να ζητήσουν άδεια από κάποιον για να πετούν;
- Όχι...

Και λοιπόν … ο άνθρωπος είναι όπως τα πουλιά. Ελεύθερος να πάει και να’ ρθει. Κι αν θα του κάνει κέφι να πετάξει, πετά. Κι αν θέλει να φτιάξει μια φωλιά, τη φτιάχνει. Επειδή οι σπόροι και τα άχυρα για να φτιάξει τη φωλιά του και το νερό για να πλυθεί και για να πιεί είναι του Θεού και ο Θεός τα έφτιαξε για όλο τον κόσμο. Το καταλαβαίνεις αυτό; Γιατί, αν δεν το καταλαβαίνεις δεν μπορούμε να συνεχίσουμε.
- Ναι, κατάλαβα.
- Πολύ καλά. Λοιπόν, γιατί τότε μερικοί λίγοι πρέπει να έχουν για πάρτη τους τη γη και οι άλλοι θα πρέπει να δουλεύουν σαν κολίγοι; Από πού τα βρήκαν τα χωράφια; Τα φτιάξανε μόνοι τους;
Αφού σκέφτηκε λίγο, ο Νάτσο απάντησε πως όχι.
- Πολύ καλά, Νάτσο. Αυτό σημαίνει επομένως ότι τα κλέψανε.
- Όμως από ποιόν τα κλέψανε, Καρλούτσο;
- Και που να ξέρω εγώ; Από τους  Ίντιος, από τους παλιούς. Δεν ξέρω. Σου είπα κιόλας πως είμαι ένας αγράμματος... Όμως, σκέψου μια στιγμούλα. Υπόθεσε ότι αύριο εξαφανίζονται όλοι οι κολίγοι από τα χωράφια. Μπορείς να μου πεις τι θα συνέβαινε;
- Ε δε θα υπήρχε ποιος να δουλεύει τη γη.
-Ακριβώς. Κι αν κανείς δεν δουλεύει στα χωράφια, δεν υπάρχει στάρι και χωρίς στάρι δεν υπάρχει ψωμί και χωρίς ψωμί κανείς δε θα’χει να φάει. Ούτε και τ’ αφεντικά … υπόθεσε τώρα ότι εξαφανίζονται οι παπουτσήδες. Τι θα γινόταν;
- Δε θα υπήρχαν πια παπούτσια.
- Ακριβώς. Και τώρα υπόθεσε ότι εξαφανίζονται οι χτίστες.
- Δε θα υπήρχαν πια σπίτια.
- Πολύ καλά, Νάτσο. Τώρα λοιπόν σε ρωτώ, τι θα γινόταν αν εξαφανίζονταν τα αφεντικά; Τα αφεντικά δε σπέρνουν καλαμπόκι, ούτε στάρι, ούτε παπούτσια φτιάχνουν ούτε σπίτια, ούτε μαζεύουν τη σοδειά. Μπορείς να μου πεις λιγάκι τι θα γινόταν, αν βέβαια μπορεί κανείς να το ξέρει;
Ο Νάτσο τον κοίταξε έκπληκτος. Ο Καρλούτσο τον κοίταξε μ’ ένα χαμόγελο θριάμβου...
 
- Τίποτα απάντησε έκπληκτος ο Νάτσο. Τίποτα δε θα γινόταν.
- Ούτε λίγο ούτε πολύ. Σκέψου τώρα … οι παπουτσήδες για να κάνουν παπούτσια χρειάζονται δέρμα, οι χτίστες τούβλα, οι κολίγοι γη, σπόρους και αλέτρια… Ποιος έχει όμως τα δέρματα, τα τούβλα, τη γη, τ’ αλέτρια;
- Τ’ αφεντικά.
- Ακριβώς. Τα πάντα είναι στα χέρια των αφεντικών. Γι’ αυτό εμείς οι φτωχοί είμαστε σκλάβοι. Γιατί εκείνοι τα ’χουν όλα κι εμείς δεν έχουμε τίποτα άλλο, παρεκτός τα χέρια μας για να δουλεύουμε. Και τώρα θα κάνουμε άλλο ένα βήμα και γι’αυτό πρόσεξέ με καλά.
- Ναι, Καρλούτσο.
- Αν εμείς οι φτωχοί παίρναμε στα χέρια μας τη γη, τα μηχανήματα, τα δέρματα, θα μπορούσαμε να φτιάξουμε παπούτσια, να σπείρουμε και να θερίζουμε, αφού γι’ αυτό το λόγο έχουμε τα χέρια μας. Και δε θα υπάρχει πια φτώχεια ούτε σκλαβιά. Ούτε και αρρώστιες. Κι όλοι μας θα μπορούμε να πάμε σχολείο.
Ο Νάτσο τον κοίταξε με έκπληξη...

- Έτσι, ο ένας θα φτιάχνει παπούτσια, ο άλλος αλεύρι, άλλος ψωμί και άλλος θα πηγαίνει γα θερισμό. Κι όλα θα φυλάγονται σε μια αποθήκη όπου θα υπάρχουν τα πάντα: τρόφιμα, ρούχα, σχολικά βιβλία. Ότι μπορείς να φανταστείς. Μέχρι και παιχνίδια και γλυκίσματα για παιδάκια… Μπροστά στην αποθήκη υπάρχει κάποιος άλλος που δουλεύει για την αποθήκη. Και τότε πάω εγώ και του λέω, δώσε μου ένα ζευγάρι παπούτσια ή ο άλλος ζητά ένα κιλό κρέας κι ο άλλος μια οκά σοκολάτα κι ο άλλος ένα σακάκι, γιατί του παλιού του τού φαγώθηκαν οι αγκώνες. Σε καθένα κατά τις ανάγκες του. Όμως τίποτα πιο πολύ απ’ ότι χρειάζεται.
- Κι αν ένας πλούσιος θέλει περισσότερα πράγματα και τ’ αγοράσει;

- Μα για ποιο πλούσιο μου μιλάς, βλάκα; Δεν σου εξήγησα πως δεν θα υπάρχουν πια πλούσιοι;
- Μα γιατί Καρλούτσο;
- Γιατί δεν θα υπάρχει πια χρήμα … για ποιο λόγο θα χρειαζόσουν το χρήμα, αφού όλα όσα έχεις ανάγκη μπορείς να τα βρεις στην αποθήκη; Το χρήμα είναι ένα κομμάτι χαρτί. Βρώμικο και γεμάτο μικρόβια… Λοιπόν, τέρμα με το χρήμα. Όποιος είναι ηλίθιος, ας το κρατήσει αν θέλει. Κανείς δεν πρόκειται να του το απαγορεύσει. Σε τίποτα όμως δεν θα μπορεί να του χρησιμεύσει.
- Κι όποιος θέλει να πάρει από την αποθήκη περισσότερα από ένα ζευγάρι παπούτσια;
- Μα για ποιο λόγο να χρειάζεσαι τρία ή τέσσερα ζευγάρια παπούτσια, αφού δεν έχουμε παρά μόνο δύο πόδια;
Σίγουρο είναι ότι του Νάτσο δεν του είχε περάσει από το μυαλό αυτή η ιδέα.
- Κι αν κάποιος πάει στην αποθήκη και κλέψει;

- Γιατί; Αν χρειάζεται κάτι ζητά και του το δίνουν. Τρελός είναι να πάει να κλέψει;
- Επομένως δεν θα υπάρχει πια αστυνομία.
Με μια αυστηρή έκφραση, ο Καρλούτσο ένευσε αρνητικά με το κεφάλι.
- Δεν θα υπάρχει πια αστυνομία. Η αστυνομία, το χειρότερο πράγμα απ’όλα. Σου το λέω από πείρα.
- Από πείρα, τι πείρα;
Ο Καρλούτσο κλείστηκε στον εαυτό του και επανέλαβε χαμηλόφωνα, σαν να μην ήθελε να κάμει λόγο για κάτι που του ξέφυγε.
- Σου το λέω από πείρα, αυτό είναι όλο και μπάστα, είπε διφορούμενα.

- Κι αν η κυβέρνηση δεν θέλει;
- Κυβέρνηση; Τι να την κάνουμε την Κυβέρνηση; Όταν ήμουνα πιτσιρίκι και μέναμε στους πέντε δρόμους πεθαίνοντας της πείνας, ο πατέρας μου τα κατάφερε γιατί ο δον Πάντσο του άνοιξε ένα χασάπικο και του εμπιστεύτηκε τα ζώα του. Κι όταν δούλευα κολίγος στα χωράφια, ούτε και τότε είχαμε ανάγκη την αστυνομία. Ούτε κι όταν δούλευα στο τσίρκο. Κι όταν δούλευα στα ψυγεία του Μπερίσο, το μόνο που χρειάστηκε η κυβέρνηση ήταν να μας στείλει την αστυνομία τον καιρό της απεργίας για να μας βασανίσει.
- Να σας βασανίσει; Τι θα πει αυτό, Καρλούτσο;
Ο Καρλούτσο τον κοίταξε λυπημένα.
- Τίποτα, μικρέ. Στο ‘πα χωρίς να το θέλω. Αυτά δεν είναι πράγματα για παιδιά.
Εξάλλου εγώ είμαι ένας απ’ αυτούς που ονομάζουν αγράμματους...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου