Παρασκευή 31 Μαΐου 2013

Μαύρες Παντιγιέρες ~ Ρέντσο Νοβατόρε

Μαύρα λάβαρα στον άνεμο...
Βαμμένα με αίμα και ήλιο...
Μαύρα λάβαρα στον ήλιο...
Ουρλιαχτό δόξας στον άνεμο...

Ω μαύρες παντιγιέρες υψωμένες...
Απ' την πυγμή του εξεγερμένου ανθρώπου...
Που συγκεντρώνει τη ματιά του έντονα...
Πέρα απ' το κυρίαρχο ψέμα...
Ανεμίζοντας στον ήλιο και τον άνεμο...
Ανεμίζοντας στον άνεμο και τον ήλιο...

Η νίκη γελά στο βάθος...
Στο βάθος, στο βάθος, στο βάθος...
Στο μεγαλείο του ήλιου και τ' ανέμου...

Είμαστε οι φορείς των αναμένων πυρσών...
Είμαστε οι φλογιστές των αναμμένων πυρσών...
Η σημαία μας μαύρη...

Ο δρόμος μας είναι το άπειρο...
Και το ύψιστο ιδανικό μας...
Είναι η κορφή και η άβυσσος...

Περπατάμε μες στη νύχτα...
Μ' έναν ήλιο στο τσερβέλο...
Και με πυρωμένα μάτια...
Δυό πελώρια χρυσά αστέρια...

Ω μαύρες παντιγιέρες...
Ω μαύρα τρόπαια...
Εμβλήματα και σύμβολα...
Της αιώνιας εξέγερσης...

Την σφίγγω μες στη γερή γροθιά μου...
Και μες στις θύελλες και τους ανέμους...
Την υψώνω στο μεγαλείο του ήλιου...
Στο μεγαλείο του ήλιου και των ανέμων...
Των ανέμων και του ήλιου και του φωτός...

Τρέχουμε πέρα από κάθε σύστημα...
Τρέχουμε πέρα από κάθε φόρμα...
Πετάμε προς την υπέρτατη λευτεριά...
Προς την ακραία Αναρχία...

Αυτό θέλω να τους πω ~ Μπέρτολτ Μπρέχτ

Αναρωτιέμαι, γιατί να συζητάω μαζί τους...
Ψωνίζουν τη γνώση για να την πουλήσουν...
Θέλουν να μάθουν που υπάρχει γνώση φτηνή...
Που να μπορούν ακριβά να την πουλήσουν...
Γιατί να ενδιαφερθούν να γνωρίσουν ό,τι ενάντια στην αγοραπωλησία μιλάει...
Θέλουν να νικήσουν...
Στη νίκη ενάντια τίποτα δε θέλουν να ξέρουν...
Δε θέλουν άλλοι να τους καταπιέζουν...
Θέλουν να καταπιέζουν οι ίδιοι...
Δε θέλουν την πρόοδο...
Θέλουν την υπεροχή...
Πειθαρχούν σ’ όποιον τους υπόσχεται πως θα μπορούν να διατάζουν...
Θυσιάζονται για να μπορέσει να μείνει όρθιος ο βωμός της θυσίας...
Τι να τους πω, σκέφτηκα...
Αυτό θέλω να τους πω, αποφάσισα...

Το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι ~ Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα...
Που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι να πούνε...
Φανερώνεται αμέσως όποιος το 'χει...
Έτοιμο μέσα του το Ναι...
Και λέγοντάς το πέρα...
Πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησή του...
Ο αρνηθείς δεν μετανιώνει...
Αν ρωτιούνταν πάλι, όχι θα ξανάλεγε...
Κι όμως τον καταβάλλει
Εκείνο το όχι, το σωστό, εις όλην την ζωή του...

Charles Bukowski

Η διαφορά μεταξύ δημοκρατίας και δικτατορίας είναι ότι στη δημοκρατία ψηφίζεις πρώτα και παίρνεις διαταγές μετά...
Στη δικτατορία, δεν χρειάζεται να χάσεις τον καιρό σου ψηφίζοντας...

Κουβαλώ την καρδιά σου μαζί μου ~ E. E. Cummings


Κουβαλώ την καρδιά σου μαζί μου, την κουβαλώ στην
καρδιά μου...


Δεν είμαι ούτε στιγμή χωρίς αυτήν, όπου πηγαίνω εκεί πας, καλή μου...

Και ό,τι καμώνεται από μονάχα εμένα είναι δικό σου κάμωμα, ακριβή μου...

Φοβάμαι μοίρα καμιά γιατί εσύ είσαι η μοίρα μου, γλυκιά μου...


Θέλω κόσμο κανένα, γιατί ωραία είσαι κόσμε μου, αληθινή μου...

Και είσαι εσύ ό,τι ένα φεγγάρι εννόησε ποτέ...


Και ό,τι ένας ήλιος ποτέ θα τραγουδήσει εσύ είσαι...

Να το βαθύτερο όλων μυστικό που ουδείς γνωρίζει...


Να η ρίζα από την ρίζα και ο ανθός απ' τον ανθό...

Κι ο ουρανός από τον ουρανό του δέντρου που λέγεται ζωή...

Που φύεται ψηλότερο απ' όσο μπορεί να ελπίζει η ψυχή ή το μυαλό να κρύψει...

Και να το θαύμα εκείνο που κρατάει τα άστρα χωριστά...


Κουβαλώ την καρδιά σου, την κουβαλώ στην καρδιά μου...

Όταν οι κακουργίες πέφτουν σαν βροχή ~ Μπέρτολτ Μπρέχτ

Καθώς εκείνος που φέρνει ένα σπουδαίο γράμμα στη θυρίδα μετά τις ώρες εργασίας κι η θυρίδα είναι πια κλειστή...

Καθώς εκείνος που πασχίζει να ειδοποιήσει μια πόλη για τη πλημμύρα που ‘ρχεται αλλά μιλάει ξένη γλώσσα και κανένας δεν τον καταλαβαίνει...

Καθώς ο ζητιάνος που ξαναχτυπάει την πόρτα που του ΄χε ανοίξει τέσσερις φορές και την πέμπτη απομένει πεινασμένος...

Καθώς ο λαβωμένος που τρέχει το αίμα του όσο περιμένει το γιατρό και το αίμα δεν σταματάει να τρέχει...

Έτσι ερχόμαστε και ιστορούμε τα κακουργήματα που μας κάνανε...

Την πρώτη φορά που ιστορήσαμε πως αργοσφάζανε τους φίλους μας, κραυγή φρίκης αντήχησε...
Είχανε, τότε, σφάξει εκατό...
Μα όταν σφάξαν χίλιους και η σφαγή δεν είχε τελειωμό, απλώθηκε σιωπή...

Όταν οι κακουργίες πέφτουν σαν βροχή, κανένας πια δεν φωνάζει... Σταματήστε...

Όταν σωρεύονται τα εγκλήματα, γίνονται αόρατα...
Όταν οι πόνοι γίνονται αβάσταχτοι, δεν ακούγονται πια οι κραυγές...
Και οι κραυγές πέφτουν κι αυτές σαν καλοκαιρινή βροχή...

Καθένας Έχει Τον Παράδεισο Που Του Αξίζει ~ Οκτάβιο Παζ

Εσείς τι λέτε πιο εύκολα στη ζωή σας το «ναι» ή το «όχι»;

«Το "όχι"...
Το διαπιστώσατε νομίζω και εσείς εμπράκτως...
Για να σας πω αυτό το "ναι", για μια συνάντηση, είπα πολλά "όχι" πρώτα...»

Γιατί σήμερα οι άνθρωποι λένε τόσο εύκολα «ναι»;

«Η μοναξιά...
Φοβούνται τη μοναξιά του "όχι"...
Ξέρετε είναι πολύ εύκολο να πέσεις στο ποτάμι και ,χωρίς να κάνεις τίποτε, να αφεθείς να παρασυρθείς από το ρεύμα...
Είναι πολύ δύσκολο να αντισταθείς...
Γι' αυτό τιμώ τους αντιφρονούντες όπου και αν βρίσκονται...
Αυτός που λέει "όχι" είναι ένας αντιφρονών...
Σε μια κοινωνία που βολεύεται να συμφωνεί, αυτός που διαφωνεί φωτίζει με διαφορετικότητα την πληκτική ομοιομορφία...
Αν θέλετε, αυτός ήταν ο θάνατος του καλλιτέχνη στην εποχή μας...»

Θα Επιμένεις ~ Άρης Αλεξάνδρου

Όσο ψηλά κι αν ανεβείς εδώ θα παραμένεις...
Θα σκοντάφτεις και θα πέφτεις εδώ μες στα χαλάσματα χαράζοντας γραμμές...
Εδώ θα επιμένεις δίχως βία...
Χωρίς ποτέ να καταφύγεις στη βολική απόγνωση...
Ποτέ στην περιφρόνηση...
Κι ας έχουν σήμερα τη δύναμη εκείνοι που οικοδομούνε ερημώσεις...
Κι ας βλέπεις φάλαγγες ανθρώπων να τραβάν συντεταγμένοι για το ξυλουργείο...
Να δέχονται περήφανοι την εκτόρνευσή τους...
Και να τοποθετούνται στα αυστηρά τετράγωνα...
Σαν πιόνια...
Εσύ θα επιμένεις σαν να μετράς το χρόνο με τις σειρές των πετρωμάτων...
Σάμπως να 'σουν σίγουρος πως θα 'ρθεί μια μέρα...
Όπου οι χωροφύλακες κ' οι επαγρυπνητές θα βγάλουν τις στολές τους...
Εδώ μες στα χαλάσματα που τα σπείραν άλας...
Θέλεις δε θέλεις θα βαδίζεις...
Υπολογίζοντας την κλίση που θα 'χουν τα επίπεδα...
Θα επιμένεις πριονίζοντας τις πέτρες μοναχός σου...
Θέλεις δε θέλεις πρέπει ν' αποχτήσεις έναν δικό σου χώρο...

Τα Δώρα ~ Μίλτος Σαχτούρης

Σήμερα φόρεσα ένα ζεστό κόκκινο αίμα...
Σήμερα οι άνθρωποι μ' αγαπούν...
Μια γυναίκα μου χαμογέλασε...
Ένα κορίτσι μου χάρισε ένα κοχύλι...
Ένα παιδί μού χάρισε ένα σφυρί...

Σήμερα γονατίζω στο πεζοδρόμιο...
Καρφώνω πάνω στις πλάκες...
Τα γυμνά άσπρα ποδάρια των περαστικών...
Είναι όλοι τους δακρυσμένοι...
Όμως κανείς δεν τρομάζει...
Όλοι μείναν στις θέσεις που πρόφτασα...
Είναι όλοι τους δακρυσμένοι...
Όμως κοιτάζουν τις ουράνιες ρεκλάμες...
Και μια ζητιάνα που πουλάει τσουρέκια στον ουρανό...

Η Μοναξιά Είναι Από Χώμα ~ Μάρω Βαμβουνάκη

... Το δικό μου το πολύ πως να χωρέσει στο δικό σου το λίγο. Κι οι δυο μας δυσανασχετούσαμε δικαιολογημένα...

Όμως μέσα σ' αυτό το λίγο σου, σ' αυτό το περιορισμένο σου, είχα την κακοτυχία να διακρίνω σκιές περαστικές που με πυρπόλησαν....

Σκιές του απέραντου... 
Αυτό που δεν έλεγχες, αυτό που δεν γνώριζες, προσπερνούσε από μια σου έκφραση, από μια σου χειρονομία τυχαία και με καθήλωνε...
Δεν περιγράφεται η ματιά, η κίνηση, ο ήχος...
Ότι κι αν σου πω δεν θα σου μεταδώσω αυτό που μ' έκανε να σε θέλω έτσι...
Το απέραντο είναι άπιαστο, απερίγραπτο,ακαθόριστο...
Χιλιάδες να λέω εναντίον σου αμέσως θα παραλύσουν μπροστά στη γρήγορη κίνηση του χεριού σου μόλις σηκωθεί για να φτάσει στα χείλη σου και να δαγκώσεις το μικρό σου νυχάκι σμίγοντας τα φρύδια σου να σκέφτεται κάτι δύσκολο...
Για μια τέτοια κίνηση, κάποιες ώρες, ένιωθα έτοιμος και τη ζωή μου να δώσω...

Σαν σινιάλο άλλων κόσμων ερχόταν προς εμένα κι ανέτρεπε όσα σου καταμαρτυρούσα, από κατήγορο με μετέτρεπε σε ζητιάνο σου... Για μια τέτοια κίνηση...

Έρχεται η ώρα που θα λυτρωθώ από σένα...

Και θα λυτρωθώ από 'σενα αγαπώντας σε περισσότερο, με της αγάπης το άμετρο μέτρο που είναι η περισσία...
Ούτε και γράμματα έχω ανάγκη να σου γράφω πια...
Υπάρχω μόνο και σ' αγαπώ κι αυτό το σ' αγαπώ που δεν έχει ανάγκη καμία, ούτε καν για ανταπόδοση, θα πλημμυρίσει, θα γεμίσει με τον κυματισμό του τον κόσμο όλο, θα έρχεται και σε σένα κι εσύ θα μπορείς όποτε θες να τ' ακούς, φτάνει να το θες...

Να υπάρχω μονάχα, να σ' αγαπώ μονάχα και να μην έχω λόγο κανένα να το δηλώνω, ούτε την παρουσία μου να μη χρειάζεται να δηλώνω πια...

Σ' αγαπώ τόσο που το ξεχνώ, όπως ξεχνάμε τα αυτονόητα και τα φυσικά...

Σ' αγαπώ τόσο που δεν σε κρίνω και εντελώς σε αποδέχομαι...

Γλίτωσα από το μαρτύριο να προσπαθώ συνεχώς να σε διορθώνω...

Σ' αγαπώ τόσο που δεν σε θέλω...

Γιατί δεν θες παρά ότι σου λείπει κι εσύ πια δεν μου λείπεις αφού στης αγάπης τον τόπο δεν χωράει η απόσταση...
Σ' αγαπώ κι αγαπώντας σε, σε περιέχω, σε έχω αφού είμαι, είμαι από σένα και μαζί σου κι όπου κι είμαι έρχεσαι...

Είμαστε στο παντού και στο πάντα τώρα που σ' αγάπησα κι η αγάπη μου μας κάνει αδιαίρετους...

Εσύ καλή μου, μου δίδαξες την καταστροφή του να σ' αγαπώ λίγο...
Το λίγο ανοίγει ρωγμές να γλιστρά μέσα ο ακόρεστος εγωισμός, να σε απαιτεί, να σε διεκδικεί, η παρενέργεια του εγωιστικού έρωτα είναι μια, γενική δηλητηρίαση που την αγάπη την αλλοιώνει σε μίσος...
Η πρόγευσή σου μου άναψε φωτιές...

Κι όχι μόνο στο κορμί μα και στην ψυχή κι αυτό είναι το δυσκολότερο...
Νιώθω ρακένδυτος οδοιπόρος που βγήκα για να ξαναβρώ εκείνο που αστραπιαία μου αποκάλυψε η σχισμή των δικών σου φιλιών...

Φαντασία ~ Γιάννης Σκαρίμπας

Nα 'ναι σα να μας σπρώχνει ένας αέρας μαζί...
Προς έναν δρόμο φιδωτό που σβει στα χάη...
Και 'σένα του καπέλου σου βαμμένη φαντεζί...
Κάποια κορδέλα του, τρελά να χαιρετάει...

Kαι να ν’ σαν κάτι να μου λες, κάτι ωραίο κοντά...
Γι’ άστρα τη ζώνη που πηδάν των νύχτιων φόντων...
Κι’ αυτός ο άνεμος τρελά, τρελά να μας σκουντά...
Όλο προς τη γραμμή των οριζόντων...

Kι’ όλο να λες, να λες, στα βάθη της νυκτός...
Για ένα, με γυάλινα πανιά, πλοίο που πάει...
Όλο βαθιά, όλο βαθιά, όσο που πέφτει εκτός...
Όξ’ απ’ τον κύκλο των νερών, στα χάη...

Kι’ όλο να πνέει, να μας ωθεί αυτός ο αέρας μαζί...
Πέρ’ από τόπους και καιρούς έως ότου, φως μου...
Καθώς τρελά θα χαιρετάει κείν’ η κορδέλα η φαντεζί
Βγούμε απ’ την τρικυμία αυτού του κόσμου…

http://www.youtube.com/watch?v=dFxvz_splcU

Μεγάλες Προσδοκίες ~ Κάρολος Ντίκενς

... Ήταν μια αξιομνημόνευτη μέρα για μένα, γιατί προκάλεσε μέσα μου μεγάλες αλλαγές...
Όμως το ίδιο συμβαίνει με ολόκληρη τη ζωή...
Φανταστείτε μια επιλεγμένη μέρα, αποσπασμένη από τις υπόλοιπες, και σκεφτείτε πόσο διαφορετική θα ήταν χωρίς αυτήν η πορεία της ζωής σας...
Εσείς που διαβάζετε όλα αυτά, σταματήστε μια στιγμή και σκεφτείτε τη μακριά αλυσίδα από σίδερο ή χρυσάφι, από αγκάθια ή λουλούδια, που δε θα σας είχε ποτέ δέσει αν δεν είχε σχηματιστεί ο πρώτος κρίκος, κάποια αξιομνημόνευτη μέρα...

Μπέρτολτ Μπρέχτ

Τί ωφελεί η καλοσύνη...
Όταν οι καλοί παρευτύς δολοφονούνται...
Ή δολοφονούνται αυτοί που δέχονται την καλοσύνη...

Τί ωφελεί η λευτεριά...
Όταν οι λεύτεροι αναγκάζονται να ζουν αντάμα με τους σκλάβους...

Τι ωφελεί η λογική...
Όταν το παράλογο μονάχα εξασφαλίζει την τροφή που ο καθένας χρειάζεται...

Αντί να είστε καλοί μονάχα, προσπαθείστε να δημιουργήσετε μια κατάσταση που να κάνει δυνατή την καλοσύνη...
Ή καλύτερα περιττή...

Αντί να είστε λεύτεροι μονάχα, προσπαθείστε να δημιουργήσετε μια κατάσταση που να λευτερώνει όλους...
Που να κάνει ακόμα και την αγάπη για λευτεριά περιττή...

Αντί να είστε λογικοί μονάχα, προσπαθείστε να δημιουργήσετε μια κατάσταση που να μεταβάλλει το παράλογο στον άνθρωπο...
Σε μια επιχείρηση κακή...

Πέμπτη 30 Μαΐου 2013

Ο Κήπος της Αχαριστίας ~ Κώστας Καρυωτάκης


Θα καλλιεργήσω το ωραιότερο άνθος...
Στις καρδιές των ανθρώπων θα φυτέψω την Αχαριστία...
Ευνοϊκοί είναι οι καιροί, κατάλληλος ο τόπος...
Ο άνεμος τσακίζει τα δέντρα...
Στη νοσηρή ατμόσφαιρα ορθώνονται φίδια...
Οι εγκέφαλοι, εργαστήρια κιβδηλοποιών...
Τερατώδη νήπια τα έργα, υπάρχουν στις γυάλες...
Και μέσα σε δάσος από μάσκες, ζήτησε να ζήσεις...
Εγώ θα καλλιεργήσω την Αχαριστία...
Όταν έρθει η τελευταία άνοιξη, ο κήπος μου θα ‘ναι γεμάτος από θεσπέσια δείγματα του είδους...
Τα σεληνοφώτιστα βράδια, μονάχος θα περπατώ στους καμπυλωτούς δρόμους, μετρώντας αυτά τα λουλούδια...
Πλησιάζοντας με κλειστά μάτια τη βελούδινη, σκοτεινή στεφάνη τους, θα νιώθω στο απρόσωπο τους αιχμηρούς τους στημόνες και θ’ αναπνέω το άρωμά τους...
Οι ώρες θα περνούν, θα γυρίζουν τ’ άστρα, και οι αύρες θα πνέουν, αλλά εγώ, γέρνοντας ολοένα περισσότερο, θα θυμάμαι...
Θα θυμάμαι τις σφιγμένες γροθιές, τα παραπλανητικά χαμόγελα και την προδοτική αδιαφορία...
θα μένω ακίνητος ημέρες και χρόνια, χωρίς να σκέπτομαι, χωρίς να βλέπω, χωρίς να εκφράζω τίποτε άλλο...
Θα είμαι ολόκληρος μια πικρή ανάμνηση, ένα άγαλμα που γύρω του θα μεγαλώνουν τροπικά φυτά, θα πυκνώνουν, θα μπερδεύονται μεταξύ τους, θα κερδίζουν τη γη και τον αέρα...
Σιγά σιγά οι κλώνοι τους θα περισφίγγουν το λαιμό μου, θα πλέκονται στα μαλλιά μου, θα με τυλίγουν με ανθρώπινη περίσκεψη...
Κάτου από τη σταθερή τους ώθηση, θα βυθίζομαι στο χώμα...
Και ο κήπος μου θα είναι ο κήπος της Αχαριστίας...

Διέξοδο ~ Τίτος Πατρίκιος


Ήθελε να κερδίσει την ελευθερία της...
Έτσι έλεγε τουλάχιστον...
Γεμάτη περιφρόνηση γι’ αυτό που ήταν ο κόσμος της...
Γεμάτη φόβο για ό,τι δεν ήταν κόσμος της...
Ένα διάστημα σχετίστηκε με καλλιτέχνες...
Κι αριστερούς διανοούμενους...
Έγκαιρα δέχτηκε πως η ελευθερία...
Εξαρτιόταν από οικονομικούς παράγοντες...
Η ομορφιά της μόλις που άρχιζε να φθείρεται...
Παντρεύτηκε στην πρώτη σίγουρη ευκαιρία...
Και κάθε βράδυ, στο παγωμένο της κρεβάτι...
Βρίσκει πως η ζωή είναι παράλογη, εχθρική και σύντομη...

Η νέα χάραξη ~ Τίτος Πατρίκιος

Μα πόσα λόγια φτάνουν στον προορισμό τους
Αραγε πόσα λόγια έχουν αποδέκτη?
Λόγια του τρεχούμενου νερού 
Με λειασμένα βότσαλα της ακροποταμιάς
Λόγια φιλάργυρα της στάλας

Που πέφτει από τη σφιγμένη βρύση
Λόγια κλεισμένα στο ανήλιαγο δωμάτιο
Σαν χέλια αργά και ράθυμα στη στέρνα
Λόγια με μυρωδιά σκουριάς της υδροφόρου
Που περιμένουν στο νησί
Λόγια που ευφραίνουν,
Ανέλπιστο δώρο ξεχασμένων γενεθλίων

Λόγια που μαγνητοσκοπούν τα μύχια της ψυχής
Όπως ο καθετήρας μες στις αρτηρίες
Λόγια περίσφιχτων σωμάτων που διατηρούν
Την ηδονή ακόμα και στις αναμνήσεις

Λόγια του οχυρωμένου έρωτα όπως το πετραδάκι
Μες στο στρείδι που δεν γίνεται μαργαριτάρι

Λόγια της ανοιγμένης μπλούζας
Του ξεκούμπωτου παντελονιού
Του σηκωμένου φουστανιού
Του οργασμού που συγχρονίζεται
Όπως το πιάνο κι’ η ορχήστρα στο 4ο κοντσέρτο

Λόγια του καθυστερούμενου μισθού
Του χρέους που έχει λήξει
Μικρούλικα λόγια σε συμβάσεις
Με ανάληψη υποχρεώσεων και παραίτηση δικαιωμάτων

Λόγια των ποδοσφαιρικών γηπέδων, των λαϊκών αγορών
Των συνταρακτικών αποκαλύψεων
Ίδια με την όγδοη επανάληψη τηλεοπτικής σειράς

Λόγια της τρέλας που αγκιστρώνεται με απόγνωση
Στη δική της λογική και λόγια φρονιμάδας
Που ψύχραιμα υποδύεται την τρέλα

Λόγια παροδικών υπουργών που ονειρεύονται
Μακρόβιες σπουδαίες θέσεις, όπως τα παιδιά
Ονειρεύονται κατορθώματα για όταν θα μεγαλώσουν
Λόγια ισόβιων αρχιερέων που προσπαθούν να περιθάλψουν
Διψώντας για εξουσίες υπουργών

Λόγια που θέλουν να καινοτομούν
Ζυγίζοντας ποιούς θα δυσαρεστήσουν
Λόγια που αναπέμπονται στον ουρανό
Και ξαναπέφτουν σαν λασπωμένες στάλες
Λόγια που φέρνουν χωρισμούς όπως τα ρήγματα
Που ανοίγουν οι σεισμοί κι αργότερα λησμονιούνται
Λόγια όπως γάντζοι, άρπαγες, δίχτυα
Που συνενώνουν έστω και αν δεν το επιθυμούμε

Λόγια που λέγονται μέσα μας ακόμα και όταν μένουμε αμίλητοι
Αλίμονο, η βαρύτερη τιμωρία είναι να μην μπορείς
Να βρεις τα λόγια για όσα πράγματα θα ήθελες να πεις.

Ιστορία ~ Μίλτος Σαχτούρης


Όταν άνοιξε η σκουριασμένη πόρτα σαν αυλαία...
Έτριξε...
Όπως σάπιο καράβι σε κακό λιμάνι...
Πρόβαλε γελασμένο το πρόσωπο του κοριτσιού...
Μέσα στο άρωμα της φωτιάς και του καπνού...
Η φωνή της...
Σα σκοτεινή αίθουσα κινηματογράφου...
Πρόβαλε γελασμένη...
Κι εγώ...
Ένα πουκάμισο στον αγέρα μέσα στο χαλασμό...
Κρεμασμένο...
Ετοιμαζόταν να πετάξει...

Το κορίτσι...
Ένα ζωντανό λουλούδι...
Ένα λουλούδι αναμμένο...
Ένα ωραίο τέρας...
Ανάποδα γυρισμένο το στόμα...
Τα μάτια...
Τα φρύδια...
Ένα ωραίο τέρας...
Που χτυπούσε...
Σα μαγικό ρολόγι...
Το βράδυ αυτό το μαγικό...

Τέλος προχώρησε...
Η νύχτα...
Το κορίτσι έσπασε μέσα στον καθρέφτη...


Ύστερα...
Φάνηκαν πάλι...
Τεράστια...
Το πρόσωπό μου...
Το πρόσωπό της...
Παραμορφωμένα...
Άγρια ματωμένα...

Σαν κινηματογράφος...

Ιδανικός κι Ανάξιος Εραστής ~ Νίκος Καββαδίας

Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
Tων μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων
Kαι θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές
Xωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων

Για το Μαδράς, τη Σιγκαπούρ, τ' Αλγέρι και το Σφαξ
Θ' αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία
Κι εγώ σκυφτός σ' ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς
Θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία
 
Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ
Οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα 'χω πια ξεχάσει..
Κι η μάνα μου χαρούμενη θα λέει σ' όποιον ρωτά
"Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει"

Μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί
Και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει.
Κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί
Θα σημαδέψει κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει

Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
Σε κάποια θάλασσα βαθειά στις μακρινές Ινδίες
Θα 'χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
Και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες

Χρήστος Μπουλώτης ~ Θυμάσαι;

Σε μια ξένη πόλη ούτε δική μου
ούτε δική σου, εκεί σε πρωτοείδα
Μπορεί και να μ΄ήξερες από παλιά
κι απλά με ξαναβρήκες.
Κι έβρεχε, χωρίς ομπρέλα
ΤΟ ΘΥΜΑΣΑΙ;
την άλλη κιόλας μέρα φτιάξαμε ένα τρένο
κίτρινο κόκκινο μπλε το βάψαμε
και ταξιδεύαμε τη γη..
νύχτες ταξιδεύαμε
στον ουρανό..
αστέρι και σταθμός
ΘΥΜΑΣΑΙ;
βρήκες το πιο μακρινό αστέρι
κι είπες να το γυαλίσουμε
να του φυτέψουμε μια λέυκα
να μείνουμε για πάντα εκεί
ΘΥΜΑΣΑΙ;
όταν σου έδινα πορτοκάλι
πήγαινε να πει μόνο μαζί σου ταξιδεύω.
Με πέντε πορτοκάλια κάναμε πορτοκαλάδα
την πίναμε μισή μισή
ΘΥΜΑΣΑΙ;
Κι έτρεχα κάθε άνοιξη σ΄όλη τη γη
να βρω το πρώτο πρώτο λουλούδι
για σένα βέβαια..
Κατέβαινες στα βάθη του ωκεανού εσύ
και μου ΄φερνες ένα κοχύλι
ΘΥΜΑΣΑΙ;
Άμα στο ζήταγα γινόσουνα ποτάμι λίμνη θάλασσα ωκεανός..
Κι όταν το ζήταγες γινόμουνα κι εγώ
ΘΥΜΑΣΑΙ;
Μου έστελνες στον ύπνο μου όνειρα
καλοπλυμένα, καλοχτενισμένα
και τα δικά σου όνειρα εγώ τα ετοίμαζα.
ΘΥΜΑΣΑΙ;
θυμάσαι τότε που κατέβηκα στον ύπνο σου μ΄ ένα τεράστιο ροζ αερόστατο;
Σου χάρισα ένα μύλο
να τον κρατάς γερά
γιατί φοβόσουν τα σκοτάδια.
Μου χάρισες έναν ολόιδιο κι εσύ
το θυμάσαι ακόμη;
Μια νύχτα χάθηκες σένα μεγάλο δάσος
Είχες το μύλο δε φοβήθηκες…
κι έτρεξα και σε βρήκα
Μου χάρισες ένα χρυσόψαρο
που μέτραγε ως τα χίλια
κι ένα τζιτζίκι
και μια ζίνα
κι ένα πουκάμισο άσπρο..
το θυμάσαι;
και σου μάθα να ζωγραφίζεις
κάμπους και ποτάμια.
Μη πατάς πολύ το μολύβι σου ΄λεγα.
Μια αγκαλιά ψυχές το τοπίο
κι οι ψυχές δεν έχουν περίγραμμα
ΘΥΜΑΣΑΙ;
Και μου μάθες να φτιάχνω χάρτινα καράβια
Και χάρτινα κινέζικα πουλιά
Μια μέρα είπαμε καιρός πια να εφεύρουμε την δική μας γραφή
να μην την ξέρει άλλος
Τη ζωγραφίσαμε στο πι και φι
κοντά σ’ενα ποτάμι, πάντα ένα ποτάμι
τη θυμάσαι ακόμη εκείνη τη γραφή;
Κι εφεύραμε ένα σωρό πράγματα από τότε
τη σαντιγύ
τον ήλιο
τις αυπνίες
την παλίρροια
το σκούρο μπλε
τα θυμασαι όλα;
Ό,τι δεν χώραγε στις λέξεις
το κάναμε μικρές μικρές σημαιούλες πολύχρωμες.
Θυμάσαι πως τις ανεμίζαμε;
Το μαγικό δωμάτιο που άλλαζε σχήμα ανάλογα με τη στάση του κορμιού μας
το θυμάσαι;
κι ήταν φορές που γινότανε ολοστρόγγυλο
Θυμάσαι πότε;
Μαζί διαβάζαμε τα πιο ωραία παραμύθια
Κι όταν μας τέλειωσαν
αρχίσαμε να παίζουμε δικά μας παραμύθια
Μια φορά και έναν καιρό ήτανε δυο
ΘΥΜΑΣΑΙ;
Ήτανε δυο κι ήτανε σαν ένας
ένας και πολλοί μαζί
Χωρίζαμε για λίγο μόνο
γιατί αλλιώς
πως θ’ ανταμώναμε ξανά;
Και σου ‘γραφα κάθε στιγμή
κάτι τεράστια γράμματα
Μου ΄γραφες και συ ακόμη πιο τεράστια.
Μια φορά όμως που άργησες
πρόλαβε κι ήρθε ο χειμώνας
που κράτησε όσο πέντε.
Κι όταν τέλειωσε
ήρθε πάλι χειμώνας ακόμη πιο βαρύς
Και δεν μπορούσες να γυρίσεις
Έμεινες μακριά
Και μου ΄γραψες
Η πιο μεγάλη απόσταση είναι ο χρόνος…
Μπορεί…
όμως..
τα πιο ωραία μας ταξίδια
δεν τα ταξιδέψαμε ακόμη
Σε περιμένω…
ΕΛΑ
Θα μετρήσω ώς το δέκα …




Μπέρτολτ Μπρέχτ

Εκείνος που μένει στο σπίτι όταν αρχίζει η πάλη

Εκείνος που μένει στο σπίτι όταν αρχίζει η πάλη...
Κι αφήνει άλλους να αγωνίζονται για τη δική του υπόθεση...
Αυτός πρέπει να προσέχει, διότι...
Όποιος δεν μοιράστηκε την πάλη...
Θα μοιραστεί την ήττα...
Ούτε καν την ήττα αποφεύγει...
Όποιος θέλει να αποφύγει την πάλη, διότι...
Παλεύει για την υπόθεση του εχθρού...
Εκείνος που δεν πάλεψε για τη δική του υπόθεση...

Ενάντια στους αντικειμενικούς
 
Όταν αυτοί που αγωνίζονται ενάντια στο Άδικο...
Δείχνουν τα πληγωμένα τους πρόσωπα...
Είναι η ανυπομονησία εκείνων που ήταν ασφαλείς μεγάλη...
Γιατί παραπονιέστε, ρωτάνε...
Παλέψατε το άδικο...
Τώρα αυτό σας νίκησε, σωπάστε λοιπόν...
Όποιος αγωνίζετε, λένε, πρέπει να ξέρει να χάνει...
Όποιος ψάχνει τον καυγά, μπαίνει σε κίνδυνο...
Όποιος συμπεριφέρεται βίαια...
Δεν μπορεί να κατηγορεί τη βία...
Αχ, φίλοι, που είστε ασφαλείς γιατί τόσο εχθρικοί;
Εμείς είμαστε οι εχθροί σας, που είμαστε οι εχθροί του Άδικου;
Αν οι αγωνιστές εναντίον στο Άδικο νικηθούν...
Το άδικο πράγματι δεν έχει δίκαιο...
Οι ήττες μας δεν αποδεικνύουν...
Τίποτα παραπάνω από το ότι είμαστε λίγοι...
Αυτοί που παλεύουν ενάντια στο Κακό...
Και από τους θεατές περιμένουμε...
Τουλάχιστον να ντρέπονται...

Νύχτα του άγρυπνου έρωτα ~ Federico García Lorca


Νύχτα πάνω από τους δυο με πανσέληνο...
Εγώ βάλθηκα να κλαίω κι εσύ γελούσες...
Η καταφρόνια σου ήταν ένας Θεός...
Τα δικά μου παράπονα στιγμές και περιστέρια αλυσοδεμένα...

Νύχτα κάτω από τους δυο...
Κρύσταλλο οδύνης, έκλαιγες εσύ από βάθη απόμακρα...
Ο πόνος μου ήταν ένας σωρός από αγωνίες...
Πάνω στην αδύναμη καρδιά σου από άμμο...

Η αυγή μας έσμιξε πάνω στο κρεβάτι...
Τα στόματα βαλμένα πάνω στο παγωμένο σιντριβάνι...
Του αίματος τ' αστείρευτου που χύνεται...

Κι ο ήλιος μπήκε απ το κλειστό μπαλκόνι...
Και το κοράλλι της ζωής άπλωσε το κλαδί του...
Πάνω στην καρδιά μου τη σαβανωμένη...

Αργύρης Χιόνης



Με τρομάζει η ανυπαρξία, η μητέρα μου...
Και δεν ξέρω γιατί...
Αφού η ερωμένη μου, η ύπαρξη...
Είναι αυτή που πάντα μου επεφύλασσε...
Και σίγουρα μου επιφυλάσσει ακόμη...
Τις πιο οδυνηρές εκπλήξεις...
 

Από την ενότητα "Προσευχές"

Πωλ Ελυάρ



Τι θέλετε ; Η πόρτα φυλαγόταν...
Τι θέλετε ; Ήμασταν φυλακισμένοι...
Τι θέλετε ; Ο δρόμος ήταν αμπαρωμένος...
Τι θέλετε ; Η πόλη είχε υποταχτεί...
Τι θέλετε ; Πέθαινε της πείνας...
Τι θέλετε ; Ήμασταν άοπλοι...
Τι θέλετε ; Η νύχτα είχε πέσει..
Τι θέλετε ; Είχαμε αγαπηθεί...

Τσέζαρε Παβέζε



O θάνατος θα ‘ρθει και θα ‘χει τα μάτια σου...
Αυτός ο θάνατος που μας συντροφεύει...
Απ’ το πρωί ως το βράδυ, άγρυπνος...
Κρυφός, σαν μια παλιά τύψη ή μια παράλογη συνήθεια...

Τα μάτια σου θα ‘ναι μια άδεια λέξη...
Κραυγή που έσβησε, σιωπή...
Έτσι τα βλέπεις κάθε πρωινό...
Όταν μονάχη σκύβεις στον καθρέφτη...

Ω, αγαπημένη ελπίδα...
Αυτή τη μέρα θα μάθουμε και εμείς...
Πως είσαι η ζωή κι είσαι το τίποτα...

Για όλους ο θάνατος έχει ένα βλέμμα...
O θάνατος θα ‘ρθει και θα ‘χει τα μάτια σου...
Θα’ ναι σαν ν’ αφήνεις μια συνήθεια..
Σαν ν’ αντικρίζεις μέσα στον καθρέφτη...
Να αναδύεται ένα πρόσωπο νεκρό...
Σαν ν’ ακούς ένα κλεισμένο στόμα...
Θα κατέβουμε στην άβυσσο βουβοί...